Αλώβητες από την κρίση ρευστότητας ύψους 1,1 τρις ευρώ με την οποία αναμένεται να βρεθούν αντιμέτωπες οι ευρωπαϊκές τράπεζες έως το 2024 – με το μεγαλύτερο crash test να αναμένεται τον προσεχή Ιούνιο όταν θα πρέπει να «πληρώσουν« στην κεντρική τράπεζα 477 δισ. ευρώ – θα βγουν οι ελληνικές τράπεζες.

Αυτό το ποσό αφορά τα φθηνά μακροπρόθεσμα δάνεια, τα γνωστά TLTROs, που έχει χορηγήσει η ΕΚΤ στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο έπειτα από το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020 ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να στηρίζουν την οικονομία εν μέσω των γενικευμένων lockdowns, τα οποία λήγουν. Από το τέταρτο τρίμηνο του 2022 οι τράπεζες έχουν αρχίσει να αποπληρώνουν πρόωρα αυτά τα δάνεια τα οποία είχαν κορυφωθεί στα 2,2 τρις ευρώ στα μέσα του 2021 έπειτα από σχετική σύσταση της ΕΚΤ στο πλαίσιο της στρατηγικής μείωσης του ισολογισμού της. Έως τώρα, σε μικρές δόσεις, έχουν αποπληρωθεί περίπου 900 δισ. ευρώ χωρίς σημαντικές έως τώρα επιπτώσεις στην αγορά.

Η μεγάλη «δόση» του Ιουνίου καθώς και το οριστικό τέλος της στήριξης θα αυξήσει τις πιέσεις στις τράπεζες, θα επιδεινώσει τις ήδη πιο σφιχτές πιστωτικές συνθήκες και τις χορηγήσεις δανείων, και θα αυξήσει τα κόστη χρηματοδότησης, κάτι που θα μπορούσε να «χτυπήσει» την οικονομική ανάπτυξη.

Συνεπώς, αναλυτές και οι επενδυτές θα παρακολουθούν στενά το επόμενο διάστημα των δείκτη κάλυψης ρευστότητας (liquidity coverage ratio- LCR) των ευρωπαϊκών τραπεζών, ο οποίος ουσιαστικά μετρά πόσα εύκολα προς πώληση περιουσιακά στοιχεία, όπως ομόλογα, έχει μια τράπεζα έναντι των καταθέσεων της, δηλαδή την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Σύμφωνα με το ρυθμιστικό πλαίσιο, το ελάχιστο όριο του δείκτη είναι το 100%.

Σε αυτό το μέτωπο οι ελληνικές τράπεζες ξεχωρίζουν και είναι από τις ισχυρότερες στην περιοχή.

Όπως τόνισε και η Goldman Sachs σε πρόσφατη έκθεσή της, οι ελληνικές τράπεζες έχουν τα ισχυρότερα αποθέματα ρευστότητας/χρηματοδότησης στην ευρωζώνη, με μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) 198% (έναντι 153% του μέσου όρου στην ΕΕ) και μέσο δείκτη δανείων προς καταθέσεις (LDR) 0,7x (έναντι 0,9x στην ΕΕ). Η καταθετική βάση των ελληνικών τραπεζών αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από χρηματοδότηση λιανικής με ποσοστό 73% περίπου των συνολικών καταθέσεων (με δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης για την Ελλάδα 132%). Εκτός από τον δείκτη LCR, η Goldman εξέτασε και άλλα μέτρα ρευστότητας, όπως τα μετρητά και οι διαθέσιμοι προς πώληση και εμπορεύσιμοι τίτλοι, ως ποσοστό των καταθέσεων, με τις ελληνικές τράπεζες να κινούνται άνετα και σε αυτό το μέτωπο.

Η Deutsche Bank από την πλευρά της εκτιμά ότι ο μέσος LCR έπειτα από την πλήρη αποπληρωμή του TLTRO θα υποχωρήσει από 153% στο τέλος του 2022 σε περίπου 135% στο σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Αυτό εξακολουθεί να υπερβαίνει σημαντικά τα ρυθμιστικά ελάχιστα του 100%, αλλά είναι ίσως πιο κοντά στο επίπεδο του 130% το οποίο οι τράπεζες επιθυμούν να έχουν.

Το πρόγραμμα TLTRO είναι διευκολύνσεις χρηματοδότησης με εγγυήσεις (collaterals). Οι τράπεζες καταθέτουν collateral στην ΕΚΤ (με συγκεκριμένο «κούρεμα» της αξίας τους- haircut) σε αντάλλαγμα για ρευστότητα. Κάποια από αυτά τα collaterals είναι Υψηλής Ποιότητας Ρευστοποιήσιμα Περιουσιακά Στοιχεία (HQLA), ωστόσο όχι όλα. Όταν αποπληρωθούν τα TLTRO, η ρευστότητα θα μειωθεί αλλά οι τράπεζες λαμβάνουν πίσω τα collaterals που είχαν «καταθέσει» στην ΕΚΤ. Έτσι, ανάλογα με τον τύπο του collateral, μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά στον αντίκτυπο της ρευστότητας μιας τράπεζας όταν έρθει η ώρα της αποπληρωμής.

Σε αυτό το θέμα, και η Deutsche Bank ξεχωρίζει την Ελλάδα και τις ελληνικές τράπεζες. Όπως τονίζει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των collaterals των ελληνικών τραπεζών είναι υψηλής ποιότητας ρευστοποιήσιμα assets. Είναι ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που είχαν υψηλό haircut. Έτσι, τα TLTRO είναι πολύ πιο «εγγυημένα» από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν υψηλό ποσοστό φθηνών δανείων TLTRΟ, ο πραγματικός αντίκτυπος της πλήρης αποπληρωμής τους είναι πολύ λιγότερο αρνητικός λόγω της ποιότητας των collaterals. Οποιαδήποτε μείωση του δείκτη κάλυψης ξεπερνιέται έτσι εύκολα μέσω άλλων κινήσεων του ισολογισμού.

Αξίζει να σημειώσουμε πως οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν αντλήσει συνολικά από το TLTRO της ΕΚΤ περίπου 50,8 δισ. ευρώ και στα τέλη Φεβρουαρίου τα κεφάλαια αυτά είχαν μειωθεί στα 31,3 δισ. ευρώ, δηλαδή έχουν ουσιαστικά επιστρέψει στην ΕΚΤ 19,5 δισ. ευρώ. Ο οίκος αξιολόγησης DBRS έχει επισημάνει πως η πλήρης αποπληρωμή αυτών των κεφαλαίων είναι απόλυτα διαχειρίσιμη για τις ελληνικές τράπεζες, αν και η μερική αντικατάστασή τους θα οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης.

Σύμφωνα με την Deutsche Bank o δείκτης κάλυψης των ελληνικών τραπεζών εάν αποπληρωθούν τα TLTROs θα είναι πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο στην Ευρώπη (135%) και θα διαμορφωθεί στο 155% από 198% στα τέλη του 2022.

 

Facebook Comments