Το μισθολόγιο ως μέσον ανάπτυξης και ως εργαλείο ακινησίας

Ακούγοντας τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ήρθε στο νου μου η κινέζικη παροιμία που λέει: «Αν θες να χορτάσεις έναν άνθρωπο, για μία μέρα, δώστου ένα ψάρι. Αν θες να τον χορτάσεις, για μια ζωή, μάθε του ψάρεμα».
«Είδα» πολλά ψάρια,αλλά καμία προγραμματική εξαγγελία για τον τρόπο με τον οποίο θα μάθουν οι Έλληνες να ψαρεύουν. Στην πεπατημένη, μάλιστα, του λαϊκισμού και της παροχολογίας τα κόμματα υπερακόντισαν ως προς το ποιό μπορεί να προσφέρει περισσότερα ψάρια. Προφανώς, αυτό δεν είναι άσχετο από την ικανοποίηση ενός λαϊκού αισθήματος που διαμεσολαβείται από τα ΜΜΕ και επικντρώνεται σ’ εναν «short run hedonism», σε μια εφήμερη αντίληψη ευημερίας και ανάπτυξης.
Παρ’ όλον ότι οι παροχές που αποτελούν έναν εύκολο τρόπο κατασίγασης των διαμαρτυριών και των αιτημάτων των εργαζόμενων, δεν λύνουν οριστικά κανένα πρόβλημα, αναδείχτηκαν, ακόμη μια φιορά, ως κεντρικό εργαλείο του προγραμματικού- διάβαζε: στρατηγικού- αφηγήματος της νέας διακυβέρνησης.
Θα περιοριστώ σ’ ένα, πλην όμως, χαρακτηριστικό παράδειγμα: Το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Προεκλογικά διατυπώθηκαν από το κυβερνών κόμμα κάποιες αοριστίες σε σχέση με το θέμα που σκοπό είχαν να αλιεύσουν ψηφοφόρους από τις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων. Κάποιοι μιλούσαν για αυξήσεις που θα παρακολουθούν τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς, όμως, να δίνουν καμία περαιτέρω εξήγηση πως αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει σ’ ενα ενιαίο σύστημα, αρθρωμένο σε 19 μισθολογικά κλιμάκια.
Πολλές φορές στο παρελθόν αποτολμήθηκαν σημειακές παρεμβάσεις στο μισθολόγιο μέσω επιδομάτων που είχαν ως σκοπό την υποκίνηση η την διακριτική μεταχείριση ορισμένων κατηγοριών προσωπικού, άλλοτε κατώτερων κι άλλοτε ανώτερων, και οι περισσότερες ακυρώθηκαν στα δικαστήρια για παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού απέφυγαν αυτή την κακοτοπιά και περιορίστηκαν σ’ ενα βοήθημα πενήντα ευρώ που θα δοθεί σ’ όλους ανεξαιρέτως τους δημοσίους υπάλληλους μαζί με ορισμένες αυξήσεις στο επίδομα τέκων. Ανακοινώθηκε, επίσης, κάποια προσαύξηση σ’ όσους κάνουν μια βαριά, επικίνδυνη ή ανθυγιεινή εργασία, χωρίς να δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες.
Η εκτίμησή μας είναι ότι πρόκειται για μια απλή διόρθωση του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων η οποία δεν θίγει κανένα από τα μεγάλα ζητήματα που συνδέονται μ’ αυτό, η επίλυση των οποίων προϋποθέτει τη βούληση και τον σχεδιασμό μιας ολοκληρωμένης διοικητικής μεταρρύθμισης.
Ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κατανόηση, των αιτιών που οδήγησαν στην μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 12.5%, στην αρχή της μνημονιακής εποχής. Ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα μιας αντίληψης περιοριστικής πολιτικής, bonne pour I’ orient, κι ενός δημοσιονομικού εκτροχιασμού, η εδραίωση και ανάπτυξη του οποίου οφείλεται στον διαχρονικό πελατειακό χαρακτήρα των κυβερνήσεων και των δημόσιων πολιτικών.
Μια προγραμματική εκσυγχρονιστική προσέγγιση του μισθολογίου θα πρέπει να απαντά, λοιπόν, στην εξής καίριας σημασίας, ερώτηση: «Είναι το μισθολόγιο ένα μέσον ανάπτυξης των δημοσίων υπηρεσιών και οργανώσεων η ένα μέσον άσκησης μιας πελατειακής πολιτικής που υπακούει στην παραδοσιακή ισοπεδωτική αντίληψη ότι το Δημόσιο παρέχει στους υπαλλήλους του μια αντιμισθία, είτε κάνουν είτε δεν κάνουν κάτι;»
Εάν κάποιος απαντούσε θετικά στο πρώτο σκέλος της ερώτησης, τότε θα έπρεπε να απαντήσει και γιατί, μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, το σύστημα των επιβραβεύσεων της απόδοσης (κάποιων, έστω) δημοσίων υπαλλήλων «σέρνεται». Κυρίως, όμως, θα πρέπει να απαντήσει με ποιόν τρόπο θα επιτευχθεί η σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα και την απόδοση οργανώσεων και ανθρώπων.
Από μια, κατ’ αρχήν, παραδοχή ότι το μισθολόγιο είναι ένα μέσον εκσυγχρονισμού του Δημοσίου, ανακύπτουν μια σειρά ερωτημάτων που ζητούν απαντήσεις, όπως: «Θα συνεχίσει να υφίσταται η διάκριση μισθού και επιδόματος θέσης»; Σήμερα στον πάγιο, νομοθετικά ορισμένο μισθό για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους μιας κατηγορίας, προστίθεται ένα επίδομα θέσης το οποίο λαμβάνουν, πάλι, όλοι όσοι ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Η φιλοσοφία του επιδόματος θέσης είναι ότι επιβραβεύεται εκείνος που κατέχει τη θέση, όχι εκείνος που είναι αποδοτικός σ’ αυτή τη συγκεκριμένη θέση. Απ’ ότι κατάλαβα, η κυβέρνηση προτίθεται να συνεχίσει να αμοίβει τη θέση, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των κατόχων της. Μάλιστα, ανακοινώθηκε ότι θα υπάρξει και κάποια αύξηση του επιδόματος θέσης που δίδεται σε χαμηλόβαθμους.
Ο πρωθυπουργός διαπίστωσε ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ των χαμηλόβαθμων και των υψηλόβαθμων διοικητικών στελεχών. Είναι γεγονός ότι τα 1400 ευρώ που αποτελούν το επίδομα θέσης για τον υπηρεσιακό γραμματέα ή τα 1000 ευρώ για τον γενικό διεθυντή, προσεγγίζουν τον μισθό κάποιου που βρίσκεται στα πρώτα κλιμάκια της μισθολογικής κλίμακας. Δεν κατάλαβα εάν θα υπάρξει άνοιγμα ή κλείσιμο της ψαλίδας. Αλλά, και πάλι, το κρίσιμο για ένα μισθολόγιο που προωθεί την αποτελεσματικότητα και επιβραβεύει την εργατικότητα και την αφοσίωση στην υπηρεσία, δεν είναι το κλείσιμο ή το άνοιγμα της ψαλίδας αλλά η οικονομική επιβράβευση της ποιοτικής εργασίας. Τα υπόλοιπα είναι θέμα αυτορρύθμισης. Μάλιστα, θεωρώ ότι περισσεύει η κρατική ντιρεκτίβα των ανώτερων και κατώτερων κατωφλίων που ισχύουν στο μισθολόγιο σήμερα: Κανένας υπάλληλος, δηλαδή, με χαμηλότερο βαθμό δεν μπορεί να πάρει μεγαλύτερο μισθό από τον προϊστάμενό του, όσο καλός και ικανός κι αν είναι. Εννοείται ότι και ο καλύτερος γενικός διευθυντής, με τη σειρά του, δεν μπορεί να πάρει παραπάνω από τον μισθό του υπουργού του, ακόμη κι αν αυτός έχει υποπέσει σε τραγικά σφάλματα η παραλείψεις κι έχει ζημιώσει το δημόσιο συμφέρον.
Βεβαίως, σε επίπεδο προγραμματικών δηλώσεων δεν μπορούν να αναφερθούν λεπτομέρειες, πλην όμως για ένα εκσυγχρονισμένο μισθολόγιο αποτελεί καίριο ζήτημα, εάν θα συνεχίσει να υπάρχει διακριτική μεταχείριση υπαλλήλων που δεν ανήκουν στην κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών, αλλά των προνομιούχων που εκ της φύσεως της αποστολής της υπηρεσίας τους μπορούν να αυτοχρηματοδοτούνται, κατά το δοκούν! Αυτή είναι η περίπτωση της ΑΑΔΕ, της μοναδικής Ανεξάρτητης Αρχής που βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα του κράτους- ένα αντιδάνειο της περιόδου της επαίσχυντης επιτροπείας – η οποία έχει τη δυνατότητα να αμοίβει τους υπαλλήλους της πέρα κι έξω από τα ασφυκτικά όρια του μισθολογίου.
Δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη και η δυνατότητα που παρέχει το Σύνταγμα στους δημοσίους υπαλλήλους να έχουν παράλληλες απολαβές προς εκείνες της κύριας θέσης τους οι οποίες δεν μπορούν στο σύνολό τους να υπερβαίνουν τις αμοιβές της κύριας θέσης τους. Έτσι, υπάρχουν δημόσιοι υπάλλοι οι οποίοι ενθυλακώνουν περισσότερες από 7500-8000 ευρώ μηνιαίως. Νομίζω ότι εδώ υπάρχει ένα ακόμη «τυφλό σημείο» του συστήματος, αφού είναι πρόδηλο ότι εκείνοι που μπορούν να επωφεληθούν απ’ αυτό δεν είναι παρά οι ελάχιστοι εκλεκτοί της εκάστοτε κυβέρνησης. Ρύθμιση βαρειά πελατειακή και απαράδεκτη, όμως, για τους διεθυντές κλινικών των δημόσιων νοσοκομείων που επιβραβεύονται στη θέση τους με το γλίσχρο επίδομα των 350 ευρώ.
Το ίδιο επιλήψιμη είναι και η διάταξη που επιτρέπει την άσκηση ιδιωτικού έργου από έναν δημόσιο υπαλληλο, εφ’ όσον υπάρχει συνάφεια μεταξύ της ιδιωτικής απασχόλησης και της εργασίας του στον δημόσιο τομέα. Αφ’ ης η συνάφεια εκτιμάται ελεύθερα από το υπηρεσιακό συμβούλιο, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ευνοιοκρατίας και αναξιοκρατίας.
Εν κατακλείδι, τα ζητήματα που συνδέονται με την μεταρρύθμιση του μισθολογίου είναι τα ίδια με τα μείζονα των λοιπών διοικητικών μεταρρυθμίσεων: Η άρση και ακύρωση του ισοπεδωτισμού, η επιβράβευση των άξιων και ικανών, η κατάργηση των στεγανών με σκοπό την επιδαψίλευση εύνοιας στους ημέτερους, όλα αυτά παραμένουν στην ατζέντα της διοικητικής μεταρρύθμσης περιμένοντας τους ρέκτες μεταρρυθμιστές της κυβέρνησης να τα εφαρμόσουν.
Θα κριθούν από τα αποτελέσματά τους και την ιστορία.
Facebook Comments