Σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση πέτυχε ένα εξαιρετικά σημαντικό χατ τρικ.
Κατάφερε σε ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον για τα ομόλογα να εκδώσει με σημαντική επιτυχία νέο μακροπρόθεσμο τίτλο, με την παράλληλη ανταλλαγή δύο ομολόγων που λήγουν την επόμενη διετία, μένοντας συνεπής με τη δέσμευση για συνεχή παρουσία στις αγορές, ενώ επιταχύνθηκε το σχέδιο του οικονομικού επιτελείου για ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών στο βραχυπρόθεσμο διάστημα και για ταχεία μείωση του ελληνικού χρέους, στέλνοντας ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στις αγορές αλλά και στους οίκους αξιολόγησης.
Με αυτές τις δύο κινήσεις λίγο πριν τα μέσα Ιουλίου, και σε συνδυασμό με την ανακοίνωση μία εβδομάδα νωρίτερα από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την πρόωρη αποπληρωμή των δύο δόσεων των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου – η οποία προγραμματίζεται για τα μέσα Δεκεμβρίου-, η Ελλάδα έβαλε τρία εντυπωσιακά… γκολ στο μέτωπο του χρέους.
Από την έκδοση του νέου 15ετούς ομολόγου, το οποίο είχε απόδοση 4,464% και μάλιστα 0-15 μ.β χαμηλότερα από εκείνη του αντιστοίχου ιταλικού τίτλου, το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε 3,5 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό τα 2 δισ. ευρώ είναι νέο χρήμα, ενώ το 1,5 δισ. ευρώ αφορά την ανταλλαγή του τίτλου λήξης 2024 και του τίτλου λήξης 2025, με τιμή 100,15.
Η εξόφληση μέρους των δύο τίτλων ουσιαστικά προ-μειώνει το χρέος καθώς «ελαφραίνει» τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ειδικότερα, στη διετία 2024-2025 οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες διαμορφώνονται στα 18 δισ. ευρώ συνολικά, ή στα 9 δισ. ευρώ περίπου την κάθε χρονιά. Με την ανταλλαγή στην οποία προχώρησε ο ΟΔΔΗΧ (1,5 δισ. ευρώ) σε συνδυασμό με τα 5,4 δισ. ευρώ περίπου που θα εξοφληθούν πρόωρα από τα διμερή δάνεια και που αφορούν επίσης τη διετία, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2024 και το 2025, από τα 18 δισ. ευρώ μειώνονται στα 11,1 δισ. ευρώ.
Η επιλογή του 15ετούς τίτλου αλλά και το timing της έκδοσης, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Στις μακρινές διάρκειες παρατηρείται έλλειψη τίτλων, και ειδικά στις λήξεις 2036-2037, γεγονός που «δένει» τα χέρια των επενδυτών που θέλουν να τοποθετηθούν στο πιο μακρινό μέρος της ελληνικής καμπύλης. Με αυτήν την κίνηση ο ΟΔΔΗΧ προσέφερε έναν ελκυστικό τίτλο στους επενδυτές, έστω και αν τα κόστη δανεισμού σε όλη την ευρωζώνη έχουν ανέβει αυτόν τον μήνα λόγω και της τιμολόγησης για δύο νέες αφήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ κατά τις συνεδριάσεις του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, το βέβαιο είναι πως εάν η έξοδος δεν γινόταν το τρέχον διάστημα, το φθινόπωρο το κόστος θα ήταν αρκετά υψηλότερο.
Επιπλέον, αν και η Ελλάδα «δικαιούται» την επενδυτική βαθμίδα, κάτι που αναγνωρίζεται ευρέως από τους αναλυτές, κανείς δεν ξέρει πώς θα κινηθούν οι οίκοι, οπότε με την «έξοδο» τώρα παρά το φθινόπωρο, προλαμβάνεται και η οποία αβεβαιότητα ή καθυστέρηση ενδεχομένως υπάρξει. Άλλωστε, όπως διαμήνυσε ο επικεφαλής της S&P για την Ελλάδα, Σάμιουελ Τίλερεϊ, στο πλαίσιο του συνεδρίου Fin Forum που διοργανώθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, ο οίκος δεν βιάζεται σε ότι αφορά την αλλαγή της βαθμολογίας της Ελλάδας. Αν και η αντίστροφη μέτρηση για την επενδυτική βαθμίδα έχει ουσιαστικά ξεκινήσει από τον Απρίλιο όταν οίκος αναβάθμισε τις προοπτικές της Ελλάδας σε θετικές, και σίγουρα οι πιθανότητες για αναβάθμιση έχουν ενισχυθεί έπειτα από το αποτέλεσμα των εκλογών καθώς ελαχιστοποιήθηκε το πολιτικό ρίσκο, ωστόσο «δεν έχουμε ακόμα φτάσει εκεί», όπως τόνισε.
«Υπάρχει μια νέα κυβέρνηση, ένα νέο πρόγραμμα, ένα νέο υπουργικό συμβούλιο και ένας νέος υπουργός Οικονομικών, και πρέπει να δούμε ακριβώς τον βαθμό της αποφασιστικότητάς της, υπάρχουν αρκετά που μένει να αξιολογηθούν προτού ληφθεί κάποια απόφαση. Είμαστε κοντά, αλλά δεν είμαστε ακόμη εκεί», υπογράμμισε Τίλερεϊ, επισημαίνοντας πως υπάρχει χρόνος μέχρι την επόμενη αξιολόγηση, που είναι προγραμματισμένη για τις 20 Οκτωβρίου, αλλά και μετά από αυτήν προκειμένου ο οίκος να σχηματίσει μια άποψη.
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής αναλυτής της Fitch για την Ελλάδα, Φεντερίκο Μπαρίγκα, τόνισε ότι ο οίκος έχει μία λίστα, μία «checklist» όπως είπε, σε ότι αφορά το εάν θα δώσει ή όχι την επενδυτική βαθμίδα, επισημαίνοντας πως υπάρχουν ακόμη σημεία που δεν έχουν «τσεκαριστεί». Ειδικότερα, τρεις παράγοντες ενισχύουν τις προοπτικές της χώρας, όπως είπε – η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας τα δύο τελευταία χρόνια, η πολύ καλή δημοσιονομική πορεία και οι βελτιωμένες προοπτικές των ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, συνεχίζουν να υπάρχουν ανησυχίες, κυρίως σε δύο μέτωπα. Πρώτον, στον εξωτερικό τομέα, με την Ελλάδα να έχει ένα υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που θέτει ερωτηματικά σχετικά με την ανταγωνιστικότητά της. Δεύτερον, αν και οι προοπτικές των επενδύσεων έχουν βελτιωθεί χάρη στη στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης και στις αυξημένες άμεσες ξένες επενδύσεις, το επίπεδό τους παραμένει χαμηλό σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Το γεγονός πάντως ότι η επενδυτική βαθμίδα είναι κοντά επιτρέπει στον ΟΔΔΗΧ να πραγματοποιήσει πιο επιθετική στρατηγική με κύριο στόχο τη μείωση του χρέους, προχωρώντας έτσι και σε περισσότερες εξόδους στις αγορές από ότι είχε αρχικά προγραμματιστεί, μαζεύοντας «καύσιμα» για πρόωρες πληρωμές υφιστάμενων υποχρεώσεων.
Αξίζει να σημειώσουμε πως με την έκδοση του νέου 15ετούς, ο ΟΔΔΗΧ έχει υπερκαλύψει τον φετινό στόχο δανειακής στρατηγικής που είχε τοποθετηθεί στα 7 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, με τα 3,5 δισ. ευρώ που είχαν αντληθεί κατά την έξοδο στις αγορές τον Ιανουάριο με το νέο 10ετές, τα 2,5 δισ. ευρώ από την έκδοση του νέου 5ετούς τον Μάρτιο, τα 900 εκατ. ευρώ που αντλήθηκαν από της δημοπρασίες του β’ τριμήνου, και τα 3,5 δισ. ευρώ από το 15ετές, έχουν αντληθεί συνολικά 10,4 δισ. ευρώ. Επιπλέον, το β’ εξάμηνο θα προχωρήσει σε τέσσερις επανεκδόσεις ομολόγων, στις 19 Ιουλίου, στις 20 Σεπτεμβρίου, στις 18 Οκτωβρίου και στις 15 Νοεμβρίου, από τις οποίες αναμένεται να αντληθούν συνολικά 1-1,5 δισ. ευρώ.
Facebook Comments