Η Κριστίν Λαγκάρντ απέφυγε κατά την συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στην Αθήνα να απαντήσει στην ερώτηση εάν η άνοδος των spreads της Ιταλίας ανησυχεί το Διοικητικό Συμβούλιο, ωστόσο με χαρά υπογράμμισε σε άλλη ερώτηση τη σημαντική βελτίωση που έχει καταγράψει η Ελλάδα στο μέτωπο των δημοσιονομικών διαμηνύοντας πως η χώρα όπως και ελληνικά ομόλογα, έχουν πλέον επιστρέψει στην κανονικότητα της ΕΚΤ και δεν έχουν ανάγκη καμιάς εξαίρεσης πλέον.
Το γεγονός είναι πως αν και η σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας είναι εδώ και καιρό κάτι συνηθισμένο, η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα και άρα η αντιμετώπισή της πλέον με ισότιμους όρους, pari passu όπως τόνισε και η Λαγκάρντ, σηματοδοτηθεί το τέλος της ανάγκης συγκρίσεων. Και αυτό γιατί πλέον η Ιταλία είναι η χώρα η οποία «ξεχωρίζει» στην ευρωζώνη, και όχι για… κάλους λόγους. Η Ελλάδα ανήκει στο γκρουπ όλων των υπόλοιπων χωρών από τις οποίες η Ιταλία απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο λόγω της δημοσιονομικής πολιτικής που αποφάσισε να ακολουθήσει.
Και αν ισχύει το ότι κάποτε η Ελλάδα, τα ελληνικά ομόλογα δηλαδή, «κυνηγούσε» την Ιταλία, αυτή η νίκη έχει εδραιωθεί εδώ και καιρό. Και αν είναι κάτι που κυνηγά αυτή τη στιγμή, αυτό είναι η Ισπανία. Τα ελληνικά ομόλογα έχουν απόσταση μόλις 25 μονάδων βάσης από τα ισπανικά…
Όπως σημείωσε και η Capital Economics, η απόσταση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των αποδόσεων των ελληνικών 10ετών ομολόγων και των αντίστοιχων ιταλικών, με τα ελληνικά να είναι φθηνότερα κατά 70 μονάδες βάσης, είναι η νέα κανονικότητα και η τάση αυτή θα συνεχιστεί και θα μονιμοποιηθεί Η Ιταλία αύξησε τους στόχους της για το έλλειμμα τον περασμένο μήνα και η Capital Economics πιστεύει ότι οι ανανεωμένες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους –που υποδηλώνονται από την πρόσφατη διεύρυνση του spread της– δικαιολογούνται τουλάχιστον εν μέρει λόγω των αυξανόμενων μακροπρόθεσμων κινδύνων.
Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα χαιρετίστηκαν από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως υπογράμμισε ο ESM. Ομαλοποιούν τη χρήση των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφάλιση στις πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ –η οποία πλέον αντιμετωπίζει την Ελλάδα όπως όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης– και, το πιο σημαντικό, μειώνουν το κόστος της πίστωσης προς όφελος των πολιτών της χώρας, κάτι που είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο σε μια περίοδο επίμονου πληθωρισμού με υψηλότερα επιτόκια.
Η Société Générale πρόσφατα σημείωσε πως η βελτίωση στις άλλες οικονομίες άφησε την Ιταλία να αποτελεί την εξαίρεση και οι αγορές έχουν αλλάξει την αντίληψή τους. Έτσι προβλέπει πως θα ακολουθήσει μεγαλύτερη διεύρυνση ιταλικού spread και οι αξιολογήσεις των οίκων αυτόν τον μήνα και τον Νοέμβριο θα μπορούσαν να είναι ο καταλύτης για αυτό. Όπως σημείωσε και η DZ Bank, «τη στιγμή που η Ελλάδα απολαμβάνει ανοδικές τάσεις στη αξιολόγησή της, η Ιταλία θα πρέπει όλο και περισσότερο να φοβάται ότι θα χάσει την επενδυτική βαθμίδα».
Οι λόγοι πίσω από τις υψηλές πιέσεις που δέχεται το κόστος δανεισμού της Ιταλίας – το οποίο σύμφωνα με την Société Générale εάν πλησιάσει το 5,5%, το χρέος της θα «σκάσει» καθώς δεν θα είναι πια βιώσιμο-, είναι η επιδείνωση των δημοσιονομικών της μεγεθών και προοπτικών, που εκτιμάται ότι θα έχουν αντίκτυπο στην βαθμολογία της χώρας από του οίκους αξιολόγησης, με την απώλεια της επενδυτικής βαθμίδας από ένα τουλάχιστον οίκο το αμέσως επόμενο διάστημα να θεωρείται πολύ πιθανή. Όπως έχει σημειώσει χαρακτηριστικά η γαλλική τράπεζα, «οι αξιολογήσεις των οίκων αναμένεται να θυμίσουν στις αγορές ότι η Ιταλία έχει αυτήν τη στιγμή τη δεύτερη χαμηλότερη βαθμολογία στην Ευρωζώνη και πως σύντομα μπορεί να γίνει η χώρα με την χαμηλότερη αξιολόγηση».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μια ενδεχόμενη υποβάθμιση της αξιολόγησης μπορεί να στείλει τα ιταλικά spreads «άνετα» πάνω από τις 250 μ.β. (από περίπου 200 μ.β σήμερα) και στα επίπεδα που βρίσκονταν κατά το ξέσπασμα της πανδημίας το 2019 και πριν από την έκτακτη παρέμβαση της ΕΚΤ.
Πρόσφατα η Citigroup δήλωσε επιφυλακτική για τα ιταλικά ομόλογα, καθώς και για τα γαλλικά και τα βελγικά, ενώ τόνισε πως είναι ιδιαίτερα εποικοδομητική για τα ελληνικά και τα πορτογαλικά ομόλογα. Αν και σύμφωνα με το βασικό της σενάριο δεν θα υπάρξει αλλαγή στις αξιολογήσεις της Ιταλίας, της Γαλλίας και του Βελγίου το επόμενο διάστημα, οι κίνδυνοι ωστόσο για αυτό το σενάριο έχουν αυξηθεί έπειτα από τις επεκτατικές προτάσεις τους σε ό,τι αφορά τους προϋπολογισμούς του 2024, εν μέσω μειούμενου δημοσιονομικού περιθωρίου.
Ως αποτέλεσμα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των τριών αυτών χωρών φαίνεται ότι κινείται πάνω από το όριο, το οποίο υποδηλώνει μια πτωτική (ή ακόμα και σταθερή) τροχιά του δείκτη χρέους/ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια.
Αντίθετα, η Πορτογαλία και η Ελλάδα θα διατηρήσουν, κατά τη Citi, την ανοδική τροχιά αξιολόγησης, χάρη στα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας τους, με ισχυρή ανάπτυξη να αναμένεται και για τις δύο χώρες −τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται−, με μείωση των δεικτών ελλειμμάτων και χρέους.
Η επιστροφή πάντως στην κανονικότητα, την οποία «επισφραγίζει» η επενδυτική βαθμίδα, όσο σημαντικό επίτευγμα και αν είναι, δεν σημαίνει πως βάζει τέλος στις προκλήσεις για την Ελλάδα. Η χώρα ουσιαστικά παύει να αποτελεί εξαίρεση στην Ευρωζώνη, αλλά η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι πανάκεια.
Όπως σημείωσε και ο ESM, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι μόνο το πρώτο βήμα. Για να διατηρήσει και, κυρίως, να ενισχύσει αυτό το καθεστώς, η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει τον εκσυγχρονισμό της και να διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική της δυναμική. «Η επενδυτική βαθμίδα είναι θέμα εμπιστοσύνης», ανέφερε.
Η αξιολόγηση μιας χώρας δεν αποτελεί το βασικό και μοναδικό κριτήριο για τους επενδυτές καθώς πλέον «ζυγίζουν» τις οικονομικές προοπτικές, επιβραβεύουν τη δημοσιονομική σύνεση και κλείνουν την πόρτα όπου βλέπουν κινδύνους πολιτικής (βλ. Ιταλία)
Συνεπώς, η δημοσιονομική σύνεση πρέπει να είναι διαρκής. Άλλωστε είναι απαραίτητη για να έλθουν και άλλες αναβαθμίσεις. Πριν από την κρίση χρέους, η Ελλάδα βαθμολογούνταν με έως και «Α+», πέντε βαθμίδες πάνω από το χαμηλό investment grade που έχει αυτή τη στιγμή. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, αυτό, η πλήρης κανονικότητα δηλαδή, θα μπορέσει να επιτευχθεί σε 10 χρόνια. Όπως διαμήνυσε και ο επικεφαλής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας κατά τη συνέντευξη Τύπου της ΕΚΤ, υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν για να επιστρέψουμε στο «Α+».
Facebook Comments