Η Ελλάδα είναι προστατευμένη από τη «φουρτούνα» που έχει χτυπήσει τις αγορές χρέους, με την άνοδο του κόστους δανεισμού να μην προκαλεί «συναγερμό».  

Η καταιγίδα στα ομόλογα διεθνώς οδήγησε την απόδοση του γερμανικού 10ετούς στο 3% και στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, τα 30ετή αμερικάνικα ομόλογα άγγιξαν το 5% και τα υψηλότερα επίπεδα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ το 5% άγγιξαν οι αποδόσεις των ιταλικών 10ετών και στα υψηλά του 2012 με το spread να διαμορφώνεται στις 200 μονάδες βάσης. Η απόδοση στα ελληνικά 10ετή κινήθηκε έως το 4,5%, στο υψηλότερο επίπεδο από τον φετινό Μάρτιο, με το spread να «συγκρατείται» (στις 143 μ.β) λόγω του ότι οι ελληνικές αποδόσεις αν και αυξήθηκαν στο πλαίσιο του γενικότερου sell-off, ωστόσο κινήθηκαν πιο «μαζεμένα»« από ότι άλλων χωρών.

Πίσω από την αναταραχή αυτή είναι το μήνυμα που έστειλαν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλώντας ανησυχίες για την πορεία της ανάπτυξη. Παράλληλα και ο παράγοντας «Ιταλία» έπαιξε ρόλο στο sell-off με την κυβέρνηση να ανακοινώνει ότι προβλέπει έλλειμμα 5,5% το 2024.

Ωστόσο, το οικονομικό επιτελείο έχει την άνεση να παρακολουθεί με ψυχραιμία τους κραδασμούς που έχουν σημειωθεί το τελευταίο διάστημα στην αγορά ομολόγων. Παράλληλα, δεν ξεχνά να διαμηνύσει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση η Ελλάδα να «ξεφύγει» στο δημοσιονομικό μέτωπο παρά τις δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί από τον κύκλο σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις από τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες και πυρκαγιές.

Άλλωστε η κυβέρνηση γνωρίζει πως η επιστροφή στην πραγματική κανονικότητα έχει πολύ δρόμο ακόμη και το πρώτο βήμα είναι να «εξασφαλιστεί» η επενδυτική βαθμίδα από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, όπως η S&P αυτόν τον μήνα αλλά και η Fitch τον Δεκέμβριο, όπως και το έχουν τιμολογήσει οι αγορές.

Επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά την διορατικότητά του, και την προορατική (proactive) στρατηγική που έχει υιοθετήσει εδώ και καιρό, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει φροντίσει από πολύ νωρίς στο έτος να «κλείσει» το θέμα των δανειακών αναγκών. Ο φετινός στόχος δανειακής στρατηγικής είχε τεθεί στα 7 δισ. ευρώ και έως σήμερα, με τις νέες εκδόσεις ομολόγων και τις δημοπρασίες επαναγοράς, έχουν αντληθεί συνολικά 10,85 δισ. ευρώ.

Μάλιστα αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών έσπευσε να εκμεταλλευτεί το θετικό μομέντουμ προχωρώντας σε δύο κινήσεις-ματ, με την έκδοση νέου 15ετούς ομολόγου παράλληλα με την ανταλλαγή δύο ομολόγων που έληγαν το 2024 και το 2025. Όπως είχαν σημειώσει παράγοντες της αγοράς τότε, καλύτερα τώρα παρά το φθινόπωρο όταν θα έρθουν νέες αυξήσεις και νέα μηνύματα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που θα ωθήσουν υψηλότερα τα κόστη δανεισμού. Παράλληλα, το καλοκαίρι οι αναλυτές ήδη σημείωναν πως τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονταν ήδη σαν να έχουν επενδυτική βαθμίδα, και με τις αποδόσεις τους να είναι αρκετά χαμηλότερες από τις ιταλικές, δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για περαιτέρω ράλι.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη να βγει ξανά στις αγορές φέτος, ενώ οι χαμηλές χρηματοδοτικές για το 2024 που δεν ξεπερνούν τα 6-7 δισ. ευρώ και στην πραγματικότητα – χάρη και στα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα που κινούνται στα 36-38 δισ. ευρώ και θα κλείσουν το έτος λίγο χαμηλότερα από τα 30 δισ. ευρώ-, μπορεί αν θέλει και να μην βγει καθόλου στις αγορές σε ένα ακραίο σενάριο, δημιουργούν ένα κλίμα «ασφάλειας».

Αυτό δεν σημαίνει πως υπάρχει εφησυχασμός.

Όπως σημείωσε και η Bank of America σε ανάλυσή της μετά από το πρόσφατο ταξίδι της στην Αθήνα, ο εφησυχασμός αποτελεί πάντα έναν κίνδυνο μετά από ισχυρές επιδόσεις.

Η ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και θεωρεί ότι οι εκλογές της έδωσαν μια ισχυρή πολιτική εντολή. Πολλές βασικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν επίσης προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση από το RRF. Παρόλα αυτά, δεδομένης της εμπειρίας της Ελλάδας, η BofA εκτιμά ότι οι επενδυτές θα παραμείνουν σε εγρήγορση για τυχόν σημάδια ότι η αποφασιστικότητα της πολιτικής μπορεί να εξασθενεί ή, στο χειρότερο σενάριο, να κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Παράλληλα, κατά την BofA, το ακόμα μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σημαντική πρόκληση για την Ελλάδα, ενώ αν και οι τράπεζες έχουν μειώσει τους δείκτες NPEs, τα κόκκινα δάνεια έχουν μεταφερθεί στον μη τραπεζικό τομέα και άρα παραμένουν στην οικονομία, θέτοντας κινδύνους στην ανάπτυξη.

Εκτός των παραπάνω, η πραγματικότητα είναι πως η Ελλάδα είναι ακόμη μακριά από την κανονικότητα, ενώ έρχονται σημαντικές αξιολογήσεις από τους οίκους το επόμενο διάστημα, τη στιγμή που οι επιπτώσεις των καταστροφικών πλημμυρών έχουν ήδη προκαλέσει ένα επίπεδο ανησυχίας στους επενδυτές.

Για αυτόν τον λόγο, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναβάθμισε τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος στο 1,1% του ΑΕΠ από 0,7% πριν – και θεωρείται μάλιστα συντηρητικός καθώς πηγές της αγοράς το τοποθετούν στο 1,3% του ΑΕΠ-, με κάθετο τρόπο διαμηνύει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για περαιτέρω παροχές και πως το… μότο ήταν και παραμένει η δημοσιονομική συγκράτηση. Σε καμία περίπτωση δεν θέλει να στείλει λάθος μήνυμα στις αγορές καθώς γνωρίζει πολύ καλά πως οι επενδυτές «ζυγίζουν» τις οικονομικές προοπτικές μιας χώρας, επιβραβεύουν τη δημοσιονομική σύνεση και κλείνουν την πόρτα όπου βλέπουν κινδύνους πολιτικής.

Αυτό είναι σημαντικό ώστε να χτιστεί η επιστροφή στην πλήρη κανονικότητα, δηλαδή εκεί που ήταν η οικονομία πριν τις κρίσεις και βαθμολογούνταν από τους οίκους με «Α+». Αυτό είναι πέντε σκαλοπάτια πάνω από τη σημερινή της βαθμολογία, κάτι που σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, θα μπορέσει να επιτευχθεί σε 10 χρόνια.

Όπως έχει σημειώσει και η NBG Securities, αν και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένα ορόσημο, σίγουρα δεν είναι το τέλος του δρόμου για τη χώρα. Η διατήρηση και περαιτέρω βελτίωσή της αξιολόγησης είναι εξίσου ή και πιο σημαντική, και αυτό είναι αναμφίβολα περισσότερο μαραθώνιος παρά σπριντ.  Ως εκ τούτου, απαιτείται η συνεχής εφαρμογή αξιόπιστων οικονομικών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα ενισχύσουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην Ελλάδα και θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητά της σε εξωγενή σοκ και επεισόδια αστάθειας στις διεθνείς αγορές.

Facebook Comments