Πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην κατηγορία των Αναπτυγμένων Αγορών και από τις Αναδυόμενες που βρίσκεται σήμερα έπειτα από την υποβάθμιση που προκάλεσαν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους (MSCI) καθώς και τα capital controls του ΣΥΡΙΖΑ (FTSE).

Η JP Morgan… φρόντισε πριν μερικές ημέρες να δημιουργηθεί αρκετός ντόρος σχετικά με αυτό το θέμα, σε μία έκθεση που προβλημάτισε αλλά και… σόκαρε πολλούς συμμετέχοντες στην αγορά.

Περιληπτικά, η JP Morgan είπε πως η αναβάθμιση της Ελλάδας στις ώριμες αγορές είναι εξαιρετικά απίθανη, ενώ θα είναι ένας ισχυρός αρνητικός καταλύτης που θα οδηγήσει σε σημαντική συρρίκνωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τη χώρα. «Μην αφήσετε μια κακή ιδέα να καταστρέψει ένα καλό χρηματιστήριο», τόνισε χαρακτηριστικά.

Ουσιαστικά, η αμερικάνικη τράπεζα επισήμανε πως η Ελλάδα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα όντας στην κατηγορία των αναδυόμενων αγορών καθώς αποτελεί σημαντικό «κομμάτι» τους, ενώ οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών και ειδικά των τραπεζών, συγκρίνονται ευνοϊκά σε σχέση με αυτές άλλων αναδυόμενων αγορών. Εάν ωστόσο η Ελλάδα αλλάξει «πίστα» θα αποτελεί μία… κουκίδα στο ωκεανό των αναπτυγμένων αγορών, ενώ οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών, για παράδειγμα, δεν θα θεωρούνται ελκυστικές σε σχέση με αυτές των ευρωπαϊκών καθώς το discount που υπήρχε έχει πλέον κλείσει.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την JP Morgan, η αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές θα συρρικνώσει τις επενδυτικές επιλογές από την ελληνική αγορά και θα καθιστούσε την Ελλάδα τη μικρότερη αγορά στον δείκτη MSCI Ευρώπης. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα αποτελεί το 4,2%, του δείκτη MSCI Αναδυόμενων Αγορών Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, ενώ αν μεταβιβαστεί στις ανεπτυγμένες θα έχει συμμετοχή μόλις 0,13%. Επίσης, η Ελλάδα συμμετέχει στις αναδυόμενες αγορές με δέκα μετοχές, αλλά αν θα ενταχθεί στις ανεπτυγμένες θα συμμετέχει με πολύ λιγότερες. Σύμφωνα με τους αναλυτές της JP Morgan η αποχώρηση της Ελλάδας από τις αναδυόμενες και η ένταξη στις ανεπτυγμένες αγορές θα οδηγήσουν συνολικά σε εκροές 1,8 δισ. δολαρίων.

Σύμφωνα με την συντριπτική πλειονότητα των αναλυτών και διεθνών οίκων, η αναβάθμιση του Χ.Α είναι και πιθανή και θα ωφελήσει την αγορά.

Σχετικά με αυτή την εξέλιξη, ο διευθύνων σύμβουλος του Χ.Α, κ. Γιάννος Κοντόπουλος, στο πλαίσιο της τηλεδιάσκεψης με αναλυτές για τα αποτελέσματα χρήσης 2023 της ΕΧΑΕ, εκτίμησε πως εντός του 2024 τουλάχιστον ένας μεγάλος πάροχος θα εντάξει το Χρηματιστήριο σε λίστα παρακολούθησης (watch list) για αναβάθμιση, και εάν τα πράγματα εξελιχθούν θετικά, στους 18-24 μήνες που θα ακολουθήσουν θα ανακοινωθεί και η επίσημη μετάταξή του στην ανεπτυγμένες αγορές.

Η Axia Research έχει σημειώσει πως μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ένας σημαντικός καταλύτης για το Χρηματιστήριο Αθηνών είναι η αναβάθμιση του στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών, αν και το μεγαλύτερο όφελος σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις του Γενικού Δείκτη αναμένονται βραχυπρόθεσμα και λόγω του investment grade και όχι όταν έρθει η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Πάντως εκτιμά ότι η αναβάθμιση θα γίνει και θα έρθει το 2025.

 Τα κριτήρια για αναβάθμιση και σε ποιο στάδιο βρίσκεται η Ελλάδα

Αξίζει να σημειώσουμε πως οι δύο πάροχοι, MSCI και FTSE, για να προχωρήσουν σε αναβάθμιση μίας αγοράς πρέπει να δουν ότι συγκεκριμένα κριτήρια που θέτουν, έχουν ικανοποιηθεί.

Ξεκινώντας με τον MSCI, είναι απαραίτητο για την Ελλάδα να υπερβεί τις απαιτήσεις εισόδου προκειμένου να μπει σε λίστα παρακολούθησης 12 μηνών για  να επαναταξινομηθεί σε αναπτυγμένη αγορά,  καθώς η MSCI πρέπει να είναι πεπεισμένη ότι η αναβάθμιση δεν είναι αναστρέψιμη. Αυτή η αναθεώρηση είναι σε ετήσια βάση και πραγματοποιείται κάθε Ιούνιο. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, η Ελλάδα αναμενεται  μπει σε λίστα παρακολούθησης τον Ιούνιο του 2024. Αυτό σημαίνει ότι το Χ.Α θα αναβαθμίστεί έως τον Ιούνιο του 2025.

Τα κριτήρια περιλαμβάνουν ελάχιστη κεφαλαιοποίηση αγοράς και free float  για πέντε εταιρείες (το ΧΑ έχει από σήμερα έξι εταιρείες που πληρούν αυτά τα κριτήρια και συγκεκριμένα η Εθνική, η Eurobank η Mytilineos, ο ΟΠΑΠ, o OTE και η ΔΕΗ). Θα μπορούσαν να υπάρξουν και άλλες εισηγμένες με αυξημένο επίπεδο μετοχών σε free float, οι οποίες, για παράδειγμα, μπορούν να επιτευχθούν με την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες και θα “ελευθερώσουν” μετοχές στην αγορά ή μέσω της καθαρής υπεραπόδοσης.

Άλλο κριτήριο αφορά τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας: Το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα πρέπει να είναι 25% πάνω από το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις χώρες υψηλού εισοδήματος (στα 13.000 δολ.) για τρεις συνεχόμενες χρονιές. Αυτό το κριτήριο η Ελλάδα το ικανοποιεί.

Παράλληλα, το Χ.Α θα πρέπει να βελτιώσει ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά (ήδη η MSCI έχει αναγνωρίσει σημαντικές βελτιώσεις στις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που μπορούν πλέον να εκτελεστούν από όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά μετά την αδειοδότηση CSDR από την ATHEXCSD).

Άλλο κριτήριο αφορά την προσβασιμότητα της αγοράς: Να είναι ανοιχτή σε ξένη ιδιοκτησία μετοχών, να υπάρχει ευκολία ροής κεφαλαίου, αποτελεσματικότητα του λειτουργικού πλαισίου, διαθεσιμότητα επενδυτικών εργαλείων και σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου. Η MSCI θα ήθελε να δει βελτίωση στον δανεισμό μετοχών, που δεν είναι καθιερωμένη πρακτική της αγοράς λόγω περιορισμένης χωρητικότητας, και στις ανοικτές πωλήσεις, που επιτρέπεται αλλά δεν καθιερώνεται λόγω του υψηλότερου κόστους συναλλαγής.

Για τον FTSE Russell, τα κριτήρια είναι διαφορετικά. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή χαρακτηρίζεται ως “Advanced Emerging” οικονομία, έχοντας υποβαθμιστεί το 2016. Βλέποντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτεί ο FTSE Russell από την Ελλάδα για να αναβαθμιστεί, η χώρα τα πληροί ήδη όλα. Σήμερα, ο δείκτης FTSE Emerging περιλαμβάνει 25 ελληνικούς τίτλους με επενδύσιμη κεφαλαιοποίηση 39,3 δισ. δολ. Ως εκ τούτου, η στάθμιση της Ελλάδας στον δείκτη είναι στο 0,59%.

Κατά τη μετάβαση στις αναπτυγμένες αγορές, υπάρχουν ορισμένα πρόσθετα κριτήρια επενδυσιμότητας που απαιτούν: i) τουλάχιστον πέντε μετοχές να πληρούν τα κριτήρια για ένταξη στην κατηγορία μεγάλης και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, ii) το βάρος του δείκτη FTSE Developed της χώρας να είναι τουλάχιστον 5 μονάδες βάσης και iii) η συνολική επενδύσιμη κεφαλαιοποίηση της αγοράς να είναι πάνω από 28,2 δισ. δολ.

Facebook Comments