Η πόρτα προς την επενδυτική ελίτ άνοιξε διάπλατα για την Ελλάδα, με το 2024 να αναμένεται να είναι ένα πολύ διαφορετικό έτος για την αγορά των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με ότι έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.
Η χώρα πλέον μπήκε για τα καλά στον χάρτη των μεγάλων, ποιοτικών και μακροπρόθεσμων επενδυτών, οι οποίοι από το 2010 την είχαν διαγράψει εντελώς καθώς δεν μπορούσαν, λόγω καθεστώτος, να επενδύσουν στα assets της. Και αυτό οφείλεται σαφέστατα στην Fitch Ratings η οποία με μία κίνηση-ματ, καθώς είχε ακόμη περιθώριο να περιμένει δεδομένου ότι πριν έδινε στην Ελλάδας σταθερές προοπτικές, έστειλε την Ελλάδα στο γκρουπ της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας.
Μπορεί το investment grade να έχει έλθει… απανωτά για την Ελλάδα από το καλοκαίρι, ωστόσο μόνο εάν αυτό δινόταν από δύο εκ των τριών «μεγάλων» οίκων, θα είχε σημασία για τα ελληνικά ομόλογα στην ουσία. Οι διεθνείς δείκτες και άρα οι μεγάλοι παίκτες των αγορών, «ακούν» μόνο τις αξιολογήσεις των S&P, Moody’s και Fitch. Οπότε έπειτα από το «δώρο» της S&P τον Οκτώβριο, έδωσε το δικό της και η Fitch, με την Ελλάδα να έχει πλέον το ισχυρό αυτό «εισιτήριο».
Ο Bloomberg Index Services ανακοίνωσε πως, «με την πρόσφατη αναβάθμιση του ελληνικού δημόσιου χρέους από τη Fitch σε «BBB-», η οποία και ακολούθησε αντίστοιχη αναβάθμιση από τη S&P τον Οκτώβριο του 2023 σε «BBB-», το χρέος του ελληνικού Δημοσίου θεωρείται πλέον επενδυτικής βαθμίδας, σύμφωνα με τη μεθοδολογία αξιολόγησης των δεικτών Bloomberg».
Συνεπώς καθίσταται επιλέξιμο για τους κορυφαίους δείκτες του και συγκεκριμένα τους: Bloomberg Series-L Euro Treasury, Euro Aggregate, Global Treasury και Global Aggregate Indices, Series-B και Series-E, καθώς και τους σχετικούς υποδείκτες και προσαρμοσμένους δείκτες.
Λόγω της χαμηλής ρευστότητας που συνηθίζει να υπάρχει στη διεθνή αγορά ομολόγων στο τέλος του έτους, τα ελληνικά ομόλογα θα εισέλθουν στο σύμπαν των δεικτών Bloomberg στις αρχές Ιανουαρίου 2024, ενώ θα συμβάλουν στις αποδόσεις των συγκεκριμένων δεικτών από την 1η Φεβρουαρίου 2024.
Τα 17 ελληνικά ομόλογα, τα οποία και θα είναι διαθέσιμα στο κοινό των μεγάλων επενδυτών, είναι λήξεως δύο έως και 30 ετών, δηλαδή όλη η ελληνική καμπύλη, με συνολική τρέχουσα αξία αγοράς στα 73,11 δισ. ευρώ.
Τις επόμενες ημέρες αναμένονται αντίστοιχες ανακοινώσεις και από άλλους παρόχους, όπως ο S&P Dow Jones (δείκτες iBoxx), ο FTSE και η JPMorgan Chase.
Άλλωστε, το ράλι που καταγράφουν τα ελληνικά ομόλογα τις τελευταίες ημέρες, με την ακόλουθη βουτιά των αποδόσεών τους, και το οποίο τα έχει ήδη φέρει κοντά σε σημείο ισοφάρισης με τα ισπανικά, αποτελούν μόνο μία… γεύση του τι πρόκειται να συμβεί το 2024.
Την περασμένη εβδομάδα η απόδοση στο ελληνικό 10ετές, η οποία και διαμορφώθηκε στο 3,33% και σε χαμηλό 17 μηνών, βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από αυτήν του αντίστοιχου ισπανικού, απέχοντας μόλις 9 μονάδες βάσης. Επίσης, πλέον το ελληνικό spread (έναντι της Γερμανίας) κινείται στις 110 μ.β., υποχωρώντας στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2021, ενώ στις αρχές του έτους ήταν υπερδιπλάσιο.
Παράγοντες της αγοράς παρατηρούν πως η ισχυρή αυτή συρρίκνωση του ελληνικού spread έχει συνδυαστεί με την αύξηση του τζίρου και τη συμμετοχή νέων επενδυτών, δίνοντας την εικόνα μιας «κανονικής» αγοράς την οποία και είχαν να δουν χρόνια.
Το πραγματικά μεγάλο τεστ και η χειροπιαστή απόδειξη της αντίληψης της αγοράς των μεγάλων παικτών για την Ελλάδας και τα ελληνικά ομόλογα θα έλθει κατά την πρώτη έξοδο του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές το νέο έτος. Λογικά, ο ΟΔΔΗΧ θα περιμένει πρώτα την επίσημη ένταξη των ομολόγων στους διεθνείς δείκτες η οποία τοποθετείται στα τέλη Ιανουαρίου, για να προχωρήσει στην πρώτη έκδοση του έτους, ώστε να εκμεταλλευτεί τα κεφάλαια που θα μπορούν πλέον να τοποθετήσουν οι ισχυροί επενδυτές. Όπως και κάθε χρόνο, ποδαρικό στις αγορές θα γίνει με ένα νέο 10ετές ομόλογο, το απόλυτο benchmark. Και φυσικά αναμένεται να έχει ρεκόρ βιβλίου προσφορών.
Άλλωστε η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους δείκτες εκτιμάται πως θα φέρει άμεσες εισροές 6-10 δισ. ευρώ, περίπου όσο και το πρόγραμμα δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου το 2024 (7-10 δισ. ευρώ), ενώ κατά την BofA, σε όλη τη διάρκεια του 2024 θα διαμορφωθούν στα 16 δισ. ευρώ.
Πάντως είναι αυτονόητο πως δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την πλειονότητα των οίκων πάντως, όσο σημαντικό επίτευγμα κι αν είναι, δεν σημαίνει πως βάζει και τέλος στις προκλήσεις για την Ελλάδα, ούτε και την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα.
Η χώρα συνεχίζει να έχει τη χαμηλότερη βαθμολογία στην Ευρωζώνη και απέχει ακόμη πολλά σκαλοπάτια από το χαμηλό Investment grade που βρίσκεται σήμερα μέχρι την κατηγορία του «Α» που ήταν πριν ξεσπάσει η κρίση χρέους.
Η δημοσιονομική σύνεση είναι απαραίτητη για να έρθουν και άλλες αναβαθμίσεις, συνεπώς πρέπει να είναι διαρκής. Όπως τόνισε και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρα «αυτό που χρειάζεται πλέον είναι αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε ένα επίπεδο γύρω στο 2,1 με 2,2% και να μείνει σταθερά εκεί, ώστε να εξασφαλίσουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα και συνθήκες ταχείας μείωσης του δημοσίου χρέους».
Facebook Comments