Έπειτα από την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, από τέσσερις πλέον οίκους αξιολόγησης τους οποίους «αποδέχεται» η ΕΚΤ – S&P, Fitch, DBRS και Scope – όλα τα «φώτα» έχουν στραφεί στα σημαντικά «δώρα» που φέρνει αυτή η εξέλιξη για την οικονομία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Οι προκλήσεις που υπάρχουν ακόμη και που μάλιστα μεγεθύνονται τώρα που η Ελλάδα άλλαξε πίστα, και έχει να συγκριθεί με μία άλλη κατηγορία χωρών, έχουν μπει κάπως στο… περιθώριο.
Είναι σημαντικό σε αυτό το πλαίσιο, το μήνυμα που στέλνουν οι οίκοι αξιολόγησης. Και αυτό είναι πως δύσκολα θα ανεβάσουν και άλλο σκαλοπάτι την Ελλάδα το επόμενο διάστημα. Αυτό σημαίνει πως η χώρα δεν θα μπορέσει να επιστρέψει εκεί που ήταν πριν την κρίση χρέους, δηλαδή στην κατηγορία του «Α», τουλάχιστον εάν δεν περάσει μία δεκαετία – και αυτή θα είναι συνεπώς δεκαετία δημοσιονομικής σύνεσης.
Όπως τόνισε και ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξή του, «πρέπει να φτάσουμε στο Α, εκεί που ήμαστε παλιά. Έχουμε ακόμα πέντε βήματα. Η μεγάλη πρόκληση σήμερα, είναι να έχουμε πραγματική σύγκλιση χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες». Όπως πρόσθεσε, «Από πλευράς κυβέρνησης, πρέπει να φτάσουμε πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία να καλύπτουν τους στόχους του δημοσίου χρέους και ο στόχος δεν είναι να μειώνουμε απλώς το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά να το μειώνουμε και σε απόλυτους αριθμούς για τον λόγο που σας είπα, διότι «ο ελέφαντας στο δωμάτιο» θα εμφανιστεί το 2032». Επίσης χρειάζονται «μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, ακόμα έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, δικαιοσύνη, χωροταξικές άδειες, παιδεία».
Επιστρέφοντας στους οίκους, η Scope Ratings διαμηνύει πως η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έχει στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ελλάδα αφήνει πίσω της τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών. Ωστόσο οι πιθανότητες για νέα αναβάθμιση σύντομα είναι εξαιρετικά χαμηλές. «Αυτή τη στιγμή δίνουμε στην Ελλάδα σταθερές προοπτικές – που σημαίνει ότι δεν οραματιζόμαστε επί του παρόντος μεγαλύτερη από το 1/3 πιθανότητα αλλαγής της αξιολόγησης κατά το επόμενο έτος», εξηγεί.
Πάντως, όπως προσθέτει, περαιτέρω αναβάθμιση της αξιολόγηση από την τρέχουσα του «BBB-» θα μπορούσε να είναι δυνατή αργότερα εάν: 1) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν μια ισχυρή και σταθερή πτωτική τροχιά για τον δείκτη δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα. 2) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν περαιτέρω, και/ή 3) οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιοριστούν, αυξάνοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.
Ανάλογο είναι και το μήνυμα της Fitch. «Η πρόσφατη αναβάθμιση της Ελλάδας σε BBB- με σταθερές προοπτικές υποδηλώνει ότι βλέπουμε σχετική σταθερότητα βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα όσον αφορά την τροχιά αξιολόγησης». Όπως προσθέτει, «οι θετικές ευαισθησίες που εντοπίσαμε στην τελευταία μας αξιολόγηση είναι η επίμονη και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους και το ισχυρότερο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό χωρίς τη δημιουργία ανισορροπιών».
«Μετά την αναβάθμισή μας για την Ελλάδα σε BBB- στις 20 Οκτωβρίου, τοποθετήσαμε μια “σταθερή προοπτική” για την αξιολόγηση, γεγονός που σηματοδοτεί πως δεν αναμένουμε επί του παρόντος περαιτέρω αλλαγές στην αξιολόγηση το επόμενο διάστημα», τονίζει και η S&P. Πάντως, «περαιτέρω μειώσεις του δείκτη καθαρού χρέους της Ελλάδας και σε επίπεδα που ευθυγραμμίζονται με αυτά των χωρών με ανάλογη αξιολόγηση, θα είναι πιθανότατα το βασικό στοιχείο για την επόμενη πιθανή θετική δράση αξιολόγησης», όπως προσθέτει. Η S&P εκτιμά πως «το καθαρό χρέος θα ανέλθει στο 146% του ΑΕΠ το 2023 το οποίο εξακολουθεί να είναι ένα από τα υψηλότερα βάρη στον κόσμο, παρά τη σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια».
Στους παράγοντες που περιορίσουν την αξιολόγηση της Ελλάδας και άρα στις βασικές προκλήσεις για το 2024 αλλά και τα επόμενα έτη, οι οίκοι αξιολόγησης τοποθετούν το χρέος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το δημογραφικό.
Η Moody’s, ο μόνος οίκος που δεν μας έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα, επισημαίνει πως παρά την προβλεπόμενη μείωση του χρέους, η περαιτέρω μείωση των ακόμη πολύ υψηλών επιπέδων χρέους θα εξαρτηθεί από μια συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα χρόνια. Επίσης, το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εξακολουθεί να είναι βαρύ και μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά δύσκολο να εφαρμοστεί σε περιόδους λιγότερο ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών. Παράλληλα, η περαιτέρω βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα – πέρα από την επιτυχή μείωση των δεικτών NPL – είναι μια άλλη πρόκληση.
Κατά τον οίκο, το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να συμβάλει σε συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις που θα υπονόμευαν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Επίσης, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι επιρρεπής σε εξωτερικούς κραδασμούς και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα με τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης θα απαιτήσουν χρόνο. Τέλος, κατά τη Moody’s, μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει όλο και πιο ορατές προκλήσεις από την κλιματική αλλαγή και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.
Ειδικά το δημογραφικό, η Fitch το έχει χαρακτηρίσει έναν από τους περιορισμούς-κλειδιά για την αξιολόγηση της Ελλάδας. Κατά τον οίκο, αν και η δυναμική στην αγορά εργασίας τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ισχυρή, χάρη και στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, ωστόσο ίσως πλησιάζουμε το όριο σε ότι αφορά τη μείωση της ανεργίας στη χώρα, εάν δεν υπάρξουν σημαντικές δομικές μεταρρυθμίσεις. Μεσοπρόθεσμα, λοιπόν, σύμφωνα με την Fitch, «οι κύριες προκλήσεις παραμένουν η άνοδος της παραγωγικότητας και των επενδύσεων για την αντιμετώπιση των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων».
Facebook Comments