Όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις έχουν καταδείξει την ακρίβεια σαν το νούμερο ένα πρόβλημα για τους πολίτες. Πολλά έχουν ειπωθεί για την καταπολέμησή της, αλλά δυστυχώς τα όσα (λίγα) έχουν γίνει είχαν πενιχρή αποτελεσματικότητα.

Με δεδομένο ότι μια ευνομούμενη πολιτεία οφείλει να ρυθμίζει την ελεύθερη αγορά, προστατεύοντας τους πολίτες της από φαινόμενα αισχροκέρδειας και ασυδοσίας, η πολιτική μας πρέπει να εστιάζεται σε 3 άξονες:

Α. Στην εκπαίδευση του καταναλωτή: η καταναλωτική παιδεία είναι κάτι που διδάσκεται στα σχολεία του εξωτερικού, αλλά δυστυχώς όχι στα δικά μας.  Για να μπορεί ο πολίτης να θέτει προτεραιότητες και να ιεραρχεί τις ανάγκες στις αγορές του θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένος ώστε να έχει συνείδηση της αγοραστικής του δύναμης και αντίληψη της σχέσης ποιότητας-τιμής. Μόνο έτσι ο καταναλωτής θα δώσει ώθηση στο να λειτουργήσει ομαλά ο υγιής ανταγωνισμός, ώστε τελικά να πέσουν οι τιμές.

Β. Για μια ακόμα φορά τα μέτρα της κυβέρνησης είναι για λαϊκή κατανάλωση και αφορούν την εικόνα και όχι την ουσία του θέματος. Χρειαζόμαστε αξιόπιστους ελεγκτικούς μηχανισμούς από το χωράφι ως το ράφι, τους λιανεμπόρους και τις εταιρείες, ώστε να ελέγχονται τόσο οι περιπτώσεις υπερτιμολογήσεων, όσο και η παραποίηση της προέλευσης των προϊόντων από εμπειρογνώμονες. Οι περιπτώσεις της φάβας Σαντορίνης και της πατάτας Νάξου είναι χαρακτηριστικές: ενώ αμφότερα τα νησιά είναι πεπερασμένα από πλευράς έκτασης και άρα παραγωγής, εντούτοις τα ράφια των αγορών είναι πλημμυρισμένα από προϊόντα που (προφανώς ψευδεπίγραφα) αυτοπροσδιορίζονται ως Π.Ο.Π., εξαπατώντας τους καταναλωτές, που πληρώνουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες και υποβαθμίζοντας τη φήμη των αυθεντικών προϊόντων (που τους βγαίνει το όνομα, αντί για το μάτι).

Γ. Ουδείς ομιλεί για τη ρίζα του προβλήματος, τη συνολική αναβάθμιση της φυτικής και ζωικής μας παραγωγής, που θα μειώσει τις τιμές στο ράφι μέσω της μεγαλύτερης προσφοράς (προσφορά- ζήτηση), μειώνοντας παράλληλα τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων (και άρα και το εμπορικό ισοζύγιο) και αυξάνοντας την απασχόληση στον πρωτογενή τομέα (triple- win: αύξηση ΑΕΠ, μείωση τιμών, μείωση ανεργίας).

Ειδικά για το βρεφικό γάλα ακούσαμε πρόσφατα τον πρωθυπουργό να δηλώνει εμφατικά πως «δεν είμαστε μπανανία» και γι’ αυτό θα πιέσει τις πολυεθνικές να ρίξουν τις τιμές τους στα επίπεδα της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποκρύπτοντας εσκεμμένα το γεγονός της ανεπαρκούς εγχώριας παραγωγής στο συγκεκριμένο προϊόν. Φυσικά, σε μια ελεύθερη αγορά δεν μπορεί η Κυβέρνηση να εμπλέκεται στο τί θα παράγει η κάθε εταιρεία. Όμως, αν θέλει πραγματικά να αποσυμπιέσει και να βοηθήσει τα νοικοκυριά σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων, θα πρέπει όχι μόνο να «προτίθεται», αλλά και να δρα πολυμήχανα, επινοώντας έξυπνες, “out of the box” λύσεις σ’ ο, τι αφορά την επάρκεια και ομαλή διάθεση βασικών αγαθών, όπως είναι το βρεφικό γάλα, ιδίως σε μια χώρα που πάσχει δημογραφικά.

Έχουμε την εξαιρετική τύχη να ζούμε σε μια ευλογημένη χώρα, η οποία ό, τι στερείται από πλευράς ποσοτικής παραγωγής, λόγω περιορισμένης έκτασης, το αναπληρώνει με την άριστη ποιότητα των αγροτικών της προϊόντων, λόγω του εύκρατου κλίματος και της έντονης γεωγραφικής ποικιλομορφίας της. Εντούτοις, εισάγουμε λεμόνια από την Αργεντινή!

Ο πυρήνας του προβλήματος έγκειται στην εσκεμμένη παραμέληση του αγροτικού τομέα και την εγκατάλειψη της υπαίθρου στη μοίρα της από πλευράς της πολιτικής ηγεσίας, με αποτέλεσμα μια ανέκαθεν αυτάρκης αγροτικά χώρα, σαν την Ελλάδα, να έχει καταστεί εξαρτημένη στα βασικά αγαθά μέσα σε λίγες μόλις δεκαετίες.

Η στροφή στον πρωτογενή τομέα μπορεί να αποβεί σωτήρια τόσο στην πάταξη της ακρίβειας, μέσω της επάρκειας αγαθών, όσο και στην οικονομία συνολικότερα, προσκομίζοντας στην κοινωνία τα πολλαπλά οφέλη που μπορεί να προσφέρει η δραστηριοποίησή μας στο σύνολο της αλυσίδας παραγωγή- τυποποίηση- συσκευασία- εμπορεία των εν λόγω προϊόντων.

Προκειμένου να συμβεί αυτό είναι απαραίτητη η σύνταξη ενός σοβαρού, στιβαρού εθνικού σχεδίου αγροτικής πολιτικής που θα ‘χει στόχο τη δημιουργία συνθηκών ευμάρειας για τους πολλούς, πατάσσοντας παράλληλα την αισχροκέρδεια σε μόνιμη βάση.

Όλα αυτά όμως απαιτούν πολιτική βούληση, όρεξη για δουλειά και ρηξικέλευθη σκέψη και δράση.

Ήρθε η ώρα η ελληνική κοινωνία ν’ αναρωτηθεί αν στο πολιτικό προσωπικό που η ίδια επέλεξε να την εκπροσωπεί κοινοβουλευτικά πριν από λίγους μήνες υφίσταται φορέας με αυτά τα χαρακτηριστικά. Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε η ίδια η κοινωνία οφείλει ν’ αναλάβει τις ευθύνες της πράττοντας τα δέοντα έναντι ό, τι πολυτιμότερου διαθέτει, των ίδιων της των παιδιών.

Facebook Comments