Το παρόν άρθρο είναι βιωματικό. Περιγράφει την εμπειρία της συμμετοχής μου στο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ «Επιχορήγηση Αυτοαπασχολούμενων Δικηγόρων».

Την πρώτη και τελευταία φορά που συμμετείχα σε μια παρόμοια διαδικασία, η γραφειοκρατία της οποίας ξεπερνά κάθε όριο, ακόμα και για το (άκρως γραφειοκρατικό) ελληνικό Δημόσιο. Ένα άρθρο, το οποίο καταγράφει τους παραλογισμούς του συστήματος, τις παθογένειες, τις άσκοπες γραφειοκρατικές απαιτήσεις, την έλλειψη συνεργασίας των εμπλεκόμενων φορέων και την πλήρη αδιαφορία του αρμόδιου Υπουργείου σε προτάσεις για τη βελτίωση της διαδικασίας. Ένα άρθρο, το οποίο ελπίζω (αλλά αμφιβάλλω) πως θα διαβάσουν οι αρμόδιοι του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και θα θεραπεύσουν αυτές τις παθογένειες σε επόμενα προγράμματα. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή:

  1. Να υποβάλω αίτηση ή όχι;

Διαβάζοντας την πολυσέλιδη Πρόσκληση και ερχόμενος αντιμέτωπος με τις γραφειοκρατικές απαιτήσεις του προγράμματος, η πρώτη σκέψη ήταν αν θα υποβάλω αίτηση ή όχι. Αν άξιζε τον κόπο να μπω σε αυτή τη διαδικασία, όντας «αλλεργικός» στη γραφειοκρατία. Η απάντηση των δικηγόρων που είχαν συμμετάσχει σε παλαιότερα προγράμματα του ΕΣΠΑ ήταν ξεκάθαρη και απόλυτη: «Μακριά. Θα το μετανιώσεις». Εδώ λοιπόν εντοπίζεται η πρώτη αποτυχία του συστήματος: Όταν φτάνεις στο σημείο να αναρωτιέσαι για το αν αξίζει τον κόπο να συμμετάσχεις σε ένα πρόγραμμα του ΕΣΠΑ και όταν η εμπειρία όσων έχουν συμμετάσχει σε παρόμοια προγράμματα είναι άκρως αρνητική και απωθητική, αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα έχει ήδη αποτύχει στον πρωταρχικό του στόχο.

Η πρώτη λοιπόν απόφαση ήταν να μην συμμετάσχω στο πρόγραμμα, προκειμένου να αποφύγω όλες αυτές τις άκρως γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ο φορητός υπολογιστής μου όμως είχε διαφορετική άποψη: Άρχισε να παρουσιάζει κάποια ανησυχητικά «συμπτώματα», δείχνοντας ότι ενδεχομένως και «να είχε έρθει η ώρα του». Με μεγάλη διστακτικότητα λοιπόν αποφάσισα να υποβάλω αίτηση, για να μην πέσω θύμα του «νόμου του Μέρφυ» και χαλάσει το laptop μου την επόμενη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας συμμετοχής στο πρόγραμμα.

  1. Ο «ΕΣΠΑτζής»

Ξεκινώντας λοιπόν τη συμπλήρωση της αίτησης, έρχεσαι αντιμέτωπος με τις πρώτες άσκοπες και γραφειοκρατικές απαιτήσεις του συστήματος, στις οποίες θα αναφερθώ αμέσως παρακάτω. Εκεί λοιπόν οι «εμπειρότεροι» συνάδελφοι δικηγόροι είχαν τη λύση: «Θα πας σε έναν ΕΣΠΑτζή. Θα δώσεις 80 – 150 ευρώ και θα σου συμπληρώσει αυτός την αίτηση»! Τι είναι ρε παιδιά ο «ΕΣΠΑτζής»; Τι σπούδασε για να αποκτήσει την «επαγγελματική» ιδιότητα του «ΕΣΠΑτζή»; Όπως αποδείχθηκε, ο «ΕΣΠΑτζής» συνήθως είναι ένας λογιστής, ο οποίος έχοντας συμπληρώσει χιλιάδες ηλεκτρονικές αιτήσεις παντός είδους την τελευταία δεκαετία, έχει αποκτήσει «ανοσία» στην ψηφιακή γραφειοκρατία και εμπειρική «εξειδίκευση» στην συμπλήρωση παρόμοιων αιτήσεων. Σε αντίθεση με το δικό μας κλάδο, των δικηγόρων, ο οποίος έχει «δυσανεξία» στη γραφειοκρατία.

  1. Η αίτηση και η άσκοπη συμπλήρωση στοιχείων και πινάκων

Παρά τις προτροπές λοιπόν για να απευθυνθώ σε «ειδικό ΕΣΠΑτζή», αποφάσισα να συμπληρώσω μόνος μου την αίτηση συμμετοχής στο πρόγραμμα. Αποτέλεσμα; Έξι χαμένες ώρες. Ήταν τόσο πολύπλοκη η αίτηση; Όχι. Απλά, αν έχεις το «ελάττωμα» να είσαι επιμελής, να συμβουλεύεσαι και να ακολουθείς τους σχετικούς οδηγούς σε κάθε βήμα συμπλήρωσης της αίτησης και να προσπαθείς να τα έχεις όλα «στην εντέλεια», ώστε να μην απορριφθεί η αίτηση και να μην χρειαστεί να την υποβάλεις εκ νέου, τότε θα πρέπει να διαθέσεις και τον ανάλογο χρόνο. Πιθανόν κάποιος λιγότερο «επιμελής» να χρειάζεται μόνο μία ώρα για τη συμπλήρωσή της. Μια μικρή απροσεξία όμως ίσως τον αναγκάσει να την ξανακάνει από την αρχή. Και μία δεύτερη απροσεξία ίσως οδηγήσει στην οριστική απόρριψη της αίτησής του.

Συμπληρώνοντας λοιπόν την αίτηση, αναρωτήθηκα γιατί θα πρέπει να δηλώσω το δημοτικό διαμέρισμα στο οποίο βρίσκεται το γραφείο μου; Ποιον σκοπό εξυπηρετεί; Γιατί θα πρέπει να αναζητώ χάρτες με τα όρια του 1ου και του 2ου Δημοτικού Διαμερίσματος Θεσσαλονίκης, επειδή η περιοχή των δικαστηρίων, όπου βρίσκονται τα περισσότερα δικηγορικά γραφεία, βρίσκεται (για κακή μας τύχη) στα όρια μεταξύ των δύο δημοτικών διαμερισμάτων; Κάποιος λιγότερο «επιμελής» απλά θα έβαζε το ένα από τα δύο δημοτικά διαμερίσματα στην τύχη. Εγώ πάλι, μην ανήκοντας σε αυτή την κατηγορία, αφιέρωσα (χαράμισα) μισή ώρα για να βρω σε ποιο δημοτικό διαμέρισμα υπάγεται το γραφείο μου.

Αναρωτήθηκα, επίσης, ποιο είναι το νόημα της συμπλήρωσης των «στοιχείων εκπροσώπων», των «στοιχείων μετόχων ή εταίρων», των «στοιχείων επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχουν οι εταίροι/μέτοχοι» και των «στοιχείων συνδεδεμένων επιχειρήσεων», τη στιγμή που το πρόγραμμα αφορά «αυτοαπασχολούμενους» δικηγόρους;

Αναρωτήθηκα, ακόμη, πόσοι αυτοαπασχολούμενοι δικηγόροι έχουν λάβει κρατικές ενισχύσεις de minimis, κρατικές ενισχύσεις μη ήσσονος σημασίας, ενισχύσεις de minimis σε συνδεδεμένες και συνεργαζόμενες επιχειρήσεις ή ενισχύσεις στο πλαίσιο της 19.3.2020/C(2020) 1863 Ανακοίνωσης Ε.Ε., ώστε να χρειάζεται να συμπληρωθούν (αρνητικά) οι σχετικοί πίνακες και να υποβληθούν σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις;

Αναρωτήθηκα, τέλος, γιατί περιλαμβάνονται στην αίτηση και πίνακες για χρηματοδοτικά σχήματα και δείκτες, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με το συγκεκριμένο πρόγραμμα ενίσχυσης των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων;

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι απλή και την έχω αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο μου, με τίτλο «Φορολογικός Κώδικας de minimis για μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες»: Η ελληνική δημόσια Διοίκηση και ιδίως η φορολογική Διοίκηση εξισώνουν τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Τους εντάσσουν στο ίδιο νομοθετικό πλαίσιο, τους υποχρεώνουν να υποβάλλουν τις ίδιες φορολογικές δηλώσεις, να χρησιμοποιούν τα ίδια φορολογικά έντυπα και να συμπληρώνουν τις ίδιες ψηφιακές πλατφόρμες. Τους υπάγουν ουσιαστικά στην ίδια φορολογική και διοικητική γραφειοκρατία. Χρησιμοποίησα ως παραδείγματα το φορολογικό έντυπο Ε3 και τα myDATA, στα οποία αναφέρθηκα ειδικότερα και σε άλλο άρθρο μου, με τίτλο «MyDATA de minimis για ελεύθερους επαγγελματίες, μέσω μιας απλοποιημένης και αυτοματοποιημένης πλατφόρμας». Και πρότεινα ως λύση «να τεθεί ένα όριο τζίρου, λ.χ. 25.000 ευρώ, και να προβλεφθεί μία απλούστερη φορολογική νομοθεσία και γραφειοκρατία για τις επιχειρήσεις, τους επαγγελματίες και τους αγρότες που δεν υπερβαίνουν το όριο αυτό. Μία απλή φορολογική νομοθεσία “de minimis”».

Το ίδιο λοιπόν θα πρέπει να γίνει και για τα προγράμματα του ΕΣΠΑ. Δεν μπορεί οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρές επιχειρήσεις να υπάγονται στις ίδιες γραφειοκρατικές διαδικασίες με αυτές στις οποίες υπάγονται οι μεγάλες ανώνυμες εταιρίες. Απαιτείται ο σχεδιασμός μιας απλοποιημένης αίτησης και μιας λιγότερο γραφειοκρατικής διαδικασίας, για τη συμμετοχή των μικρών επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών σε παρόμοια προγράμματα του ΕΣΠΑ. Και αυτό θα πρέπει να το εξετάσει σοβαρά το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

  1. Οι εξαιρέσεις από τις επιλέξιμες δαπάνες

Όπως αναφέρεται στην Πρόσκληση του Προγράμματος, από τις επιλέξιμες δαπάνες εξαιρούνται ρητά τα κινητά τηλέφωνα και τα tablets. Συνεχίζω να αναρωτιέμαι το γιατί. Το έξυπνο κινητό τηλέφωνο (smartphone) αποτελεί σήμερα το βασικότερο εργαλείο δουλειάς του δικηγόρου και γενικότερα του ελεύθερου επαγγελματία. Αποτελεί ουσιαστικά ένα φορητό «γραφείο». Ένα γραφείο που το έχει μαζί του όλη την ημέρα, όπου και να βρίσκεται. Το ίδιο ισχύει και για το tablet, το οποίο εξυπηρετεί τους ίδιους λόγους φορητότητας, προφέροντας μεγαλύτερη οθόνη και περισσότερο αποθηκευτικό χώρο. Γιατί λοιπόν εξαιρέθηκαν και μάλιστα ρητά από την Πρόσκληση του προγράμματος για την «ψηφιακή αναβάθμιση» των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων; Θα μείνω με την απορία.

  1. Η ασάφεια ως προς τις επιλέξιμες δαπάνες

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε όποιος συμμετείχε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα ήταν η ασάφεια για το ποιες δαπάνες είναι επιλέξιμες και ποιες όχι. Η σχετική πρόβλεψη της Πρόσκλησης ερμηνεύεται κατά το δοκούν από τους εμπλεκόμενους φορείς και μάλιστα με αντιφατικό τρόπο. Άλλες φορές η ερμηνεία είναι καθαρά γραμματική. Για παράδειγμα κρίθηκε ότι δεν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη η αγορά εκτυπωτή, διότι η Πρόσκληση κάνει λόγο για «πολυμηχανήματα» και όχι για (απλούς) εκτυπωτές χωρίς δυνατότητα σάρωσης. Από την άλλη όμως κρίθηκε ότι αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες π.χ. ο εξωτερικός σκληρός δίσκος ή το «στικάκι» USB, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις επιλέξιμες δαπάνες της Πρόσκλησης, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά («αποκλειστικά»). Μάλιστα, κάθε περιφερειακός εταίρος του ΕΦΕΠΑΕ ερμήνευε κατά το δοκούν τη σχετική αναφορά της Πρόσκλησης για τις επιλέξιμες δαπάνες, με αποτέλεσμα η ίδια ακριβώς δαπάνη (αγορά) να εγκρίνεται ή να απορρίπτεται, αναλόγως της Περιφέρειας στην οποία υπαγόταν ο κάθε δικηγόρος.

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πόσο δύσκολο ήταν να συνταχθεί από το αρμόδιο Υπουργείο ή τον ΕΦΕΠΑΕ μία επίσημη λίστα με 20 βασικά είδη εξοπλισμού που αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες κατά την Πρόσκληση και μία αντίστοιχη λίστα με τα βασικά είδη εξοπλισμού που δεν αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες; Έτσι ώστε να γνωρίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι (δικαιούχοι και φορείς) αν μία συγκεκριμένη δαπάνη είναι επιλέξιμη ή όχι. Γιατί να χρειάζεται κάθε εταίρος του ΕΦΕΠΑΕ να ερμηνεύει την Πρόσκληση κατά το δοκούν; Γιατί να χρειάζεται οι αρμόδιοι φορείς να απαντούν σε εκατοντάδες ερωτήματα των δικαιούχων, σχετικά με το αν κάποιο συγκεκριμένο είδος εξοπλισμού αποτελεί ή όχι επιλέξιμη δαπάνη, και να μην υπάρχει μία επίσημη σχετική λίστα; Με την απορία έμεινα και πάλι.

  1. Τα ερωτήματα, οι απαντήσεις και οι χρησμοί της Πυθίας

Μιας και αναφέρθηκα σε ερωτήματα προς τον ΕΦΕΠΑΕ και τους περιφερειακούς του εταίρους, δεν μπορώ να μην αναφέρω και την προσωπική μου εμπειρία από τα ερωτήματα που υπέβαλα. Τα ερωτήματά μου ήταν απλά και ξεκάθαρα: Αυτός ο εξοπλισμός αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη ή όχι; Μπορώ να αγοράσω αυτόν τον εξοπλισμό ή όχι; Ε, λοιπόν, οι σχετικές απαντήσεις ήταν σαν τους χρησμούς της Πυθίας. Καμία ξεκάθαρη απάντηση. Μόνο ασάφειες. Κατά κανόνα η απάντηση ήταν ένα «ξερό» κείμενο με copy paste των σχετικών παραγράφων της Πρόσκλησης, χωρίς ουσιαστική απάντηση στα ερωτήματα. Ή με απαντήσεις του τύπου, ότι το ζήτημα θα κριθεί κατά την εξέταση του αιτήματος ελέγχου. Δηλαδή μετά την αγορά του εξοπλισμού! Σύμφωνα, λοιπόν, με τη «λογική» των αρμοδίων φορέων, θα έπρεπε πρώτα να αγοράσω τον εξοπλισμό για τον οποίο υπέβαλα το σχετικό ερώτημα, και κατά το στάδιο του ελέγχου θα έκριναν κατά περίπτωση το αν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη ή όχι. Και αν δεν αποτελούσε, τότε θα την απέρριπταν. Τόσο απλά.

  1. Η αδιαφορία των αρμόδιων φορέων και του αρμόδιου Υπουργείου

Θα αναφερθώ σε ένα ζήτημα, το οποίο αποκάλυψε την πλήρη αδιαφορία των αρμόδιων αρχών και των φορέων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων: Το αν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη η αγορά δύο ίδιων ή ομοειδών στοιχείων εξοπλισμού. Μπορώ δηλαδή να αγοράσω π.χ. δύο φορητούς υπολογιστές; Ή μπορώ να αγοράσω ένα laptop και ένα δεύτερο μικρό και ελαφρύ notebook, το οποίο θα έχω συνέχεια μαζί μου όταν θα βρίσκομαι εκτός γραφείου;

Καταρχάς, η Πρόσκληση δεν κάνει καμία σχετική αναφορά που να εμποδίζει την αγορά δύο ομοειδών στοιχείων εξοπλισμού. Στις αρχικές οδηγίες που μας δόθηκαν, αναφερόταν ότι τέθηκε σχετικό ερώτημα στη Διαχειριστική Αρχή και τον ΕΦΕΠΑΕ και λήφθηκε η ακόλουθη έγγραφη απάντηση: «Στην Πρόσκληση της Δράσης δεν αναφέρεται κάποιος περιορισμός αναφορικά με το πλήθος των διακριτών συσκευών που δύναται να επιδοτηθούν».

Στην πορεία όμως κρίθηκε (ανεπίσημα), ότι επειδή το πρόγραμμα αφορά σε «αυτοαπασχολούμενους» δικηγόρους, δεν αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη η αγορά δύο ίδιων ή ομοειδών στοιχείων εξοπλισμού. Στη συνέχεια η άποψη άλλαξε και πάλι: Κρίθηκε ότι μπορεί να αποτελέσει επιλέξιμη δαπάνη, εφόσον αιτιολογηθεί ειδικά για ποιους λόγους είναι αναγκαία η συγκεκριμένη δαπάνη για ένα δικηγορικό γραφείο. Και τα σχετικά emails έκλειναν πάντα με τον ίδιο τρόπο: «Σε κάθε περίπτωση η επιλεξιμότητα των δαπανών κρίνεται κατά τη διαδικασία ελέγχου και Πιστοποίησης Φυσικού και Οικονομικού Αντικειμένου». Δηλαδή, με άλλα λόγια, αγοράστε πρώτα και βλέπουμε. Το πολύ πολύ να μην σας εγκρίνουμε τη δαπάνη. Δεν χάλασε κι ο κόσμος (δικηγόροι είστε, έχετε εσείς λεφτά).

Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο: Οι αντιφατικές κρίσεις και αποφάσεις των περιφερειακών εταίρων του ΕΦΕΠΑΕ για το συγκεκριμένο ζήτημα. Πράγματι, σε κάποιες Περιφέρειες οι αρμόδιοι εταίροι του ΕΦΕΠΑΕ έκριναν ότι η αγορά δύο όμοιων ή ομοειδών ειδών εξοπλισμού αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη. Στην αρχή, η απάντηση αυτή δινόταν μόνο προφορικά (στο τηλέφωνο). Στη συνέχεια δόθηκε και εγγράφως (σε email). Με τον τρόπο αυτό, όμως, η κρίση για το αν κάποιο στοιχείο εξοπλισμού αποτελούσε ή όχι επιλέξιμη δαπάνη εξαρτώταν από την τύχη ή την ατυχία σου να υπάγεσαι σε συγκεκριμένη Περιφέρεια. Αν π.χ. ήσουν δικηγόρος Αθηνών, τότε ήσουν τυχερός. Αν ήσουν δικηγόρος Θεσσαλονίκης, τότε λυπόμαστε, ατύχησες. Αυτό όμως αποτελεί τον ορισμό της άνισης μεταχείρισης των δικαιούχων του προγράμματος.

Το συγκεκριμένο ζήτημα δεν το άφησα να περάσει έτσι. Δεν το αποδεχόταν ούτε η λογική μου ούτε η αίσθηση περί δικαίου που έχω ως δικηγόρος. Επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον αρμόδιο εταίρο του ΕΦΕΠΑΕ στη Θεσσαλονίκη. Προσπάθησα να εξηγήσω ότι θέλω να αγοράσω ένα «καλό» laptop, το οποίο θα χρησιμοποιώ ουσιαστικά ως σταθερό Η/Υ. Και ότι χρειάζομαι και ένα μικρό και ελαφρύ laptop (notebook), μικρής αξίας (κάτω των 200 ευρώ), το οποίο θα έχω συνεχώς μαζί μου, μέσα στην τσάντα μου, όταν θα βρίσκομαι εκτός γραφείου. Προσπάθησα να εξηγήσω, ότι τα παραπάνω δεν είναι «δύο laptops», δηλαδή δύο όμοια είδη εξοπλισμού, καθώς εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες. Προσπάθησα να εξηγήσω, ότι άπαξ και η Πρόσκληση προβλέπει πως κάποιος μπορεί να αγοράσει έναν σταθερό Η/Υ και ένα laptop, είναι παράλογο, για κάποιον που δεν θέλει να αγοράσει σταθερό Η/Υ, να μην μπορεί να αγοράσει ένα laptop (για χρήση αντί σταθερού Η/Υ) και ένα μικρό notebook. Μάταια. Η απάντηση ήταν «αγοράστε το και αν μας τεκμηριώσετε καλά το γιατί το χρειάζεστε, μπορεί να σας το εγκρίνουμε». Αλλά και να μην σας το εγκρίνουμε δεν χάλασε και ο κόσμος (δικό μου σχόλιο).

Στην συνέχεια επικοινώνησα τηλεφωνικά απευθείας με τον ΕΦΕΠΑΕ. Μια απ’ τα ίδια κι εκεί. Μετά από μισή ώρα συζήτησης, συνεχούς πίεσης και αντιπαράθεσης, η υπάλληλος του ΕΦΕΠΑΕ «αναγκάστηκε» να μου πει τελικά ότι κατά την κρίση της μπορώ να αγοράσω το laptop και το notebook. Της ζήτησα λοιπόν να μου το απαντήσει και εγγράφως σε email. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Επέμεινα πάρα πολύ, αλλά μάταια. Πλήρης άρνηση για γραπτή δέσμευση, παρά την επισήμανσή μου ότι θα απευθυνθώ στο αρμόδιο Υπουργείο.

Έχοντας πλέον εκνευριστεί, αποφάσισα να στείλω email σε όλη την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (Υπουργό, Αναπληρωτή Υπουργό, Υφυπουργό και αρμόδιο Γενικό Γραμματέα). Περιγράφοντας το πρόβλημα, εξηγώντας ότι οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των δικαιούχων του προγράμματος και ότι εξαναγκάζει πολλούς δικαιούχους να αγοράζουν εξοπλισμό που δεν χρειάζονται, ενώ δεν τους επιτρέπει να αγοράσουν εξοπλισμό που πραγματικά χρειάζονται.

Δεν έλαβα όμως καμία απολύτως απάντηση. Ούτε καν μία τυπική απάντηση, ότι ευχαριστούμε για το μήνυμά σας και θα το εξετάσουμε. Έτσι, για τα μάτια του κόσμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της γενικότερης αδιαφορίας που επιδεικνύει η πολιτική ηγεσία των Υπουργείων σε επιστολές και αιτήματα πολιτών. Ένα γενικευμένο φαινόμενο του «επιτελικού» κράτους, το οποίο ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να φροντίσει να εξαλειφθεί.

Ποια ήταν η κατάληξη; Αφού, παρά τις προσπάθειές μου, δεν κατάφερα να «βγάλω άκρη», αγόρασα τελικά το notebook που χρειαζόμουν χωρίς να το συμπεριλάβω στις δαπάνες του ΕΣΠΑ. Και μέσω του προγράμματος αγόρασα τελικά έναν σταθερό Η/Υ, τον οποίο δεν είχα σε άμεση προτεραιότητα, πλην όμως ήμουν σίγουρος ότι θα εγκριθεί ως επιλέξιμη δαπάνη. Με άλλα λόγια, δεν μπόρεσα να αγοράσω μέσω του προγράμματος ένα στοιχείο εξοπλισμού που χρειαζόμουν και εξυπηρετούσε τις ανάγκες μου, ενώ αναγκάστηκα ουσιαστικά να αγοράσω εξοπλισμό τον οποίο δεν χρειαζόμουν ή δεν χρειαζόμουν άμεσα. Μία ακόμη σημαντική αποτυχία του προγράμματος να εξυπηρετήσει τους βασικούς στόχους του.

  1. Αίτημα ελέγχου – Άσκοπες απαιτήσεις και δικαιολογητικά

Μετά την αγορά του εξοπλισμού, το επόμενο στάδιο είναι η υποβολή του αιτήματος ελέγχου και των σχετικών δικαιολογητικών. Εάν λοιπόν η συμπλήρωση της αρχικής αίτησης για συμμετοχή στο πρόγραμμα ήταν γραφειοκρατική, η συμπλήρωση της αίτησης ελέγχου αποτελεί τον ορισμό της γραφειοκρατίας. Συνιστά ότι πιο γραφειοκρατικό έχω δει στη ζωή μου (και ως δικηγόρος ενασχολούμενος με το διοικητικό δίκαιο, δεν έχω δει και λίγα).

Ξεκινώ από τα δικαιολογητικά. Δεν αρκούν τα τιμολόγια αγοράς, τα παραστατικά εξόφλησης μέσω τράπεζας και POS και οι βεβαιώσεις των προμηθευτών περί καινούριου και αμεταχείριστου εξοπλισμού. Ούτε η σελίδα του βιβλίου εσόδων εξόδων, όπου έχεις καταχωρήσει τον εξοπλισμό ως πάγια στοιχεία της «επιχείρησης». Απαιτείται επιπλέον και η υποβολή μητρώου παγίων. Και μάλιστα, συμπληρωμένου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του φορέα που θα κάνει τον έλεγχο. Τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τις αποσβέσεις. Μάταια προσπαθείς να εξηγήσεις, ότι για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις η νομοθεσία προβλέπει πως οι αποσβέσεις γίνονται με διαφορετικό τρόπο. Όχι, θα πρέπει να κάνεις την απόσβεση όπως την κάνουν και οι ανώνυμες εταιρίες. Αλλιώς θα απορριφθεί το αίτημά σου για χρηματοδότηση!

Επιπλέον απαιτείται και πιστοποιητικό μη πτώχευσης (δικαστικής φερεγγυότητας). Αυτό πάλι τι χρειάζεται; Ποιον σκοπό εξυπηρετεί, τη στιγμή που προσκομίζω και πρόσφατη εκτύπωση των στοιχείων του μητρώου μου από την ΑΑΔΕ, από όπου προκύπτει ότι η «επιχείρησή» μου είναι ενεργή (και συνεπώς δεν έχει πτωχεύσει). Τι χρειάζεται λοιπόν το πιστοποιητικό δικαστικής φερεγγυότητας; Το οποίο μάλιστα είναι του τελευταίου τριμήνου, άρα δεν εξυπηρετεί κανέναν απολύτως σκοπό, καθώς στο ενδιάμεσο θα μπορούσα και να έχω «πτωχεύσει». Έτσι για να παιδευόμαστε και να αναγκαζόμαστε να παρακαλάμε τους δικαστικούς υπαλλήλους για να μας το εκδώσουν εγκαίρως (απαιτούνται στην καλύτερη περίπτωση δύο μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, τουλάχιστον σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη).

Και βεβαίως θα πρέπει να βγάλεις και φωτογραφίες με όλο τον εξοπλισμό εγκατεστημένο στην «επιχείρηση». Μα τι χρειάζονται οι φωτογραφίες, τη στιγμή που προσκομίζω τα τιμολόγια αγοράς, με τους σειριακούς αριθμούς του εξοπλισμού, καθώς και τα σχετικά (τραπεζικά) παραστατικά εξόφλησης; Τις χρειαζόμαστε κύριε δικηγόρε μου γιατί δεν σας εμπιστευόμαστε! Και προσέξτε, δεν αρκεί μία φωτογραφία. Θέλουμε φωτογραφίες σε όλες τις «πόζες». Μπρος, πίσω, πάνω, κάτω, πανοραμική, να φαίνεται ο σειριακός αριθμός, να φαίνεται το αυτοκόλλητο που απαιτούν οι κανόνες δημοσιότητας, να φαίνεται η σχετική αφίσα, να φαίνεται το που έχει τοποθετηθεί η αφίσα, να φαίνεται που έχει εγκατασταθεί ο εξοπλισμός, γενικότερα να φαίνονται τα πάντα. Και προσοχή, μην τυχόν και αγοράσετε κάποιον εξοπλισμό μικρού μεγέθους (π.χ. ασύρματα ακουστικά) και μετά μας λέτε ότι δεν μπορείτε να επικολλήσετε το σχετικό αυτοκόλλητο, επειδή οι διαστάσεις του είναι μεγαλύτερες από τον εξοπλισμό που αγοράσατε. Πρόβλημά σας. Οι κανόνες (δημοσιότητας) είναι κανόνες.

  1. Αίτημα ελέγχου – Άσκοπες γραφειοκρατικές διαδικασίες

Για τη συμπλήρωση του αιτήματος ελέγχου και την υποβολή των δικαιολογητικών απαιτήθηκαν εννέα ώρες. Δεν φταίμε εμείς κύριε δικηγόρε μου, που εσύ είσαι επιμελής. Επειδή έχεις μάθει να προσέχεις που βάζεις ακόμα και το κόμμα, διότι άλλως κινδυνεύσεις να σου απορρίψει ο δικαστής την αγωγή σου ως αόριστη ή την προσφυγή σου ως απαράδεκτη. Ο «ΕΣΠΑτζής» συμπληρώνει το αίτημα ελέγχου σε μισή, το πολύ μία ώρα. Ας πήγαινες λοιπόν σε «ΕΣΠΑτζή».

Για την υποβολή του αιτήματος ελέγχου, λοιπόν, το σύστημα απαιτεί να αναγράψεις ένα προς ένα τα τιμολόγια αγοράς και όλα τα στοιχεία τους σε ειδική φόρμα. Το ίδιο απαιτεί και για τα παραστατικά εξόφλησης των δαπανών. Έτσι, αν μεν έχεις αγοράσει μόνο ένα ή δύο στοιχεία εξοπλισμού, τότε θα χρειαστεί λιγότερος χρόνος για την καταχώρησή τους. Αν όμως έχεις κάνει το λάθος και έχεις αγοράσει περισσότερα, τότε ατύχησες. Και μην ρωτήσεις πάλι ποιος είναι ο λόγος που το σύστημα σου ζητά να καταχωρήσεις όλα αυτά τα στοιχεία ένα προς ένα σε σχετικές φόρμες, τη στιγμή που στο τέλος σου ζητά να τα επισυνάπτεις και αυτούσια ως δικαιολογητικά. Αυτός που σχεδίασε το σύστημα (πριν από μερικές δεκαετίες) κάτι θα ξέρει καλύτερα από εσένα.

Σε δουλειά να βρισκόμαστε λοιπόν. 6 + 9 ώρες χαμένες άνευ λόγου και αιτίας, χωρίς να υπολογίζω και τις ώρες της φωτογράφησης. Και συνήθως έπεται και συνέχεια, διότι κατά τον τελικό έλεγχο όλο και κάτι προκύπτει. Όλο και κάτι δεν θα έχει γίνει σωστά. Όλο και κάτι θα θεωρηθεί ότι λείπει. Αναφέρω ως παραδείγματα συναδέλφους που τους ζητήθηκαν επιπλέον φωτογραφίες, διότι στις αρχικές δεν φαινόταν ότι το καλώδιο της οθόνης ήταν συνδεδεμένο με τον υπολογιστή ή διότι η οθόνη του υπολογιστή δεν ήταν ανοιχτή. Οπότε θα πρέπει να προσκομιστούν και τα πρόσθετα στοιχεία που τυχόν θα ζητηθούν, ή να υποβληθούν σχετικές αντιρρήσεις (ένσταση) σε περίπτωση που το αίτημα χρηματοδότησης απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει για οποιοδήποτε λόγο.

Κλείνοντας λοιπόν το παρόν άρθρο αναρωτιέμαι (για μία ακόμη φορά): Ήταν αυτή η πλέον ενδεδειγμένη διαδικασία για την επίτευξη του στόχου του συγκεκριμένου προγράμματος, δηλαδή για την ενίσχυση των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων; Έπρεπε για την καταβολή μιας ενίσχυσης ύψους 500 – 2.000 ευρώ να ακολουθηθούν όλες αυτές οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για την επιδότηση επιχειρήσεων με ποσά μερικών χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ευρώ; Συνάδουν όλα αυτά με την συνταγματική και ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας; Γιατί δεν ακολουθήθηκε η οδός της ενίσχυσης μέσω voucher, όπως συνέβη με άλλους κλάδους; Γιατί δεν εκδόθηκε για κάθε δικαιούχο ένα σχετικό voucher ή μία ψηφιακή κάρτα (όπως τα διάφορα «pass»), εξαργυρώσιμη σε καταστήματα τεχνολογίας, για την αγορά του επιδοτούμενου ψηφιακού εξοπλισμού;

Κύριε Πρωθυπουργέ και κύριοι Υπουργοί, η γραφειοκρατία σε αυτή τη χώρα συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει. Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες δεν περιορίζονται και δεν απλουστεύονται, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που γίνονται. Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες απλά ψηφιοποιούνται. Αν λοιπόν ο στόχος ήταν να ψηφιοποιηθεί η γραφειοκρατία, τότε, ναι, τα έχουμε καταφέρει περίφημα. Αν όχι, τότε έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας. Όσο για εμένα, την επόμενη φορά, αντί για εξοπλισμό μέσω ΕΣΠΑ, σκέφτομαι καλύτερα να αγοράσω μία βέσπα, τώρα που έχουν ακριβύνει και τα καύσιμα.

* Ο Δρ. Ιωάννης Γκιτσάκης (twitter @gitsakis) είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω στη Θεσσαλονίκη και Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου

Facebook Comments