Δύο ταινίες από την Ιαπωνία, το συνταρακτικό κοινωνικό δράμα «Σχέδιο 75» και το χειροποίητο animation του φημισμένου Χαγιάο Μιγιαζάκι «Το Αγόρι και ο Ερωδιός», ξεχωρίζουν εμφανώς, μαζί με την καυστική σάτιρα του Ρουμάνου Ράντου Ζούντε «Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου». Επίσης, πρεμιέρα κάνουν η βρετανική κωμική περιπέτεια «Άργκαϊλ» του Μάθιου Βον και το θρίλερ «Ύποπτος» του Φίλιπ Μπαραντίνι.

   Σχέδιο 75

   (“Plan 75”) Κοινωνικό δράμα, ιαπωνικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Τσι Χαγιακάουα, με τους Τσιέκο Μπάισο, Χαγιάτο Ισομούρα, Στεφανί Αριάν, Γιουούμι Καγουάι, Τάκα Τακάο κα.

   Παγερή σαν τον θάνατο, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της νεαρής Ιαπωνέζας σκηνοθέτριας Τσι Χαγιακάουα, θα προκαλέσει ανατριχίλες ακόμη και στους πιο κυνικούς ή όσους έχουν ενστερνιστεί ιδεολογίες που δεν χωρούν αδυνάτους, ανθρώπους που δεν μπορούν να προσφέρουν πλέον στην «παραγωγή», όπως οι ηλικιωμένοι στη συγκεκριμένη περίπτωση.

   Η Χαγιακάουα, η οποία απ’ ό,τι φαίνεται θα μας απασχολήσει στο μέλλον με το ταλέντο της, θα κάνει το ντεμπούτο της με ένα υπόκωφο κοινωνικό δράμα, μιλώντας για το άμεσο μέλλον – σε πολλούς θα μοιάζει με ένα σχέδιο εν εξελίξει -και έναν κόσμο που θέλει να σκοτώσει την όποια ανθρωπιά και κέντρα εξουσίας που θέλουν να καθαρίσουν διά παντός με τα βαρίδια των ηλικιωμένων, το κόστος των συντάξεων, να μοιράσουν σε νέες επιχειρηματικές επενδύσεις – «μοχλός ανάπτυξης» – τα χρήματα που είχαν δουλέψει εκατομμύρια απλοί άνθρωποι.

   Το καλογραμμένο και ιδιαιτέρως στοχαστικό σενάριο, αφορά ένα πρόγραμμα, που ονομάζεται «Σχέδιο 75» και το οποίο παροτρύνει τους ηλικιωμένους άνω των 75 χρόνων να επιλέξουν «οικειοθελώς» την ευθανασία, ως λύση στο πρόβλημα ενός ολοένα και πιο γερασμένου πληθυσμού. Μια μοναχική ηλικιωμένη γυναίκα, με περιορισμένα μέσα επιβίωσης, που δεν μπορεί να βρει κάποια απασχόληση ή να επικοινωνήσει με την κόρη της, θα μπει στον πειρασμό κυρίως γιατί η γραμμή εξυπηρέτησης της εταιρίας «εξολόθρευσης ηλικιωμένων» είναι και η μοναδική συντροφιά της.

   Η συνταρακτική, στα όρια του εφιάλτη, ταινία, που προβλήθηκε στο Ένα Κάποιο Βλέμμα, στο φεστιβάλ των Καννών και διακρίθηκε ιδιαίτερα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα φιλμ για τον άκρατο καπιταλισμό και τις πολιτικές που ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε πολλές αναπτυγμένες οικονομικά χώρες. Χώρες που, αφού πέτυχαν τον κατακερματισμό των κοινωνιών, την αποξένωση στις οικογένειες, στοχεύουν τους πιο ευάλωτους. Το στόρι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και φαντασίας, αλλά εδώ είναι φανερό ότι μιλάει για το αύριο, αν όχι και για το σήμερα. Για διεστραμμένα σχέδια, όπου η εμπορικότητα μπαίνει σε όλες τις πτυχές της ζωής, ακόμη και τον θάνατο.

   Μία σίγουρη «δουλίτσα» για την επιχειρηματικότητα, ειδικά αν τα κράτη και οι κυβερνήσεις παίρνουν το απόθεμα από την εργασία των φτωχών ανθρώπων και το μοιράζουν σε εταιρείες. Και ταυτόχρονα, τα κράτη κερδίζουν τα χρήματα από τις πενιχρές συντάξεις, την ιατρική περίθαλψη, τις δομές για ηλικιωμένους κλπ.

   Με μία πρωτοφανή ωριμότητα, η Χαγιακάουα, χωρίς να υψώσει τη φωνή, κρατώντας ψυχρούς τόνους, θα αποφύγει τις εύκολες συγκινησιακές εξάρσεις και θα αφήσει να μιλήσει η ιστορία της, οι συγκλονιστικές εικόνες (η σούπα όχι ως τροφή αλλά για να θερμάνει τα παγωμένα χέρια, η γηραιά ηρωίδα ως κινούμενο φωτεινό κολονάκι σε κεντρικό δρόμο, το ψάξιμο των υπαρχόντων που αφήνουν οι εκλιπόντες, θυμίζοντας τα κρεματόρια των ναζιστών…) απ’ τις οποίες απουσιάζουν τα γενικά πλάνα, ενώ πολλές φορές οι σκηνές έχουν τους ηθοποιούς πλάτη ή ως μακρινές φιγούρες, προσδίδοντας μία συστολή για τα όσα περιγράφει η ταινία. Άλλωστε, η μοναδική διέξοδος που δίνει η σκηνοθέτις στη γενική αδιαφορία για το απάνθρωπο σχέδιο είναι το ηθικό δίλημμα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι απλοί «πωλητές» του προγράμματος. Αυτοί τουλάχιστον που συνειδητοποιούν το έγκλημα στο οποίο συμμετέχουν για έναν μισθό.

   Και βεβαίως διαθέτει και ένα φινάλε που απαντά με διακριτικότητα αλλά σαφώς στα παράλογα σχέδια, που γλυκομίλητα θέλουν να πλασάρουν την ευθανασία, ως προσφορά στους ηλικιωμένους, βάζοντας μπροστά ψευτοδιλήμματα, ενώ το επόμενο βήμα είναι το «Σχέδιο 75» και όπως προβλέπει και η ταινία, γιατί όχι και το «Σχέδιο 65».

   Τεράστια, όμως, είναι και η συμβολή της 80χρονης καταξιωμένης πρωταγωνίστριας, Τσιέκο Μπάισο, η οποία με μία απίστευτη απλότητα και φυσικότητα, θα φωτίσει την ανθρωπιά που φτάνει στη δύση της. Μια εκπληκτική ερμηνεία, που μας φέρνει στο μυαλό τον Κάρλο Μπατίστι, στο αριστούργημα του Βιτόριο ντε Σίκα «Umberto D».

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στην Ιαπωνία, το κυβερνητικό πρόγραμμα «Σχέδιο 75» παροτρύνει τους ηλικιωμένους πολίτες να επιλέξουν οικειοθελώς την ευθανασία, ως λύση στο πρόβλημα μιας ολοένα και πιο γερασμένης κοινωνίας. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με περιορισμένα μέσα επιβίωσης, ένας πραγματιστής «πωλητής» του Πλάνου 75 και ένας νεαρός εργάτης από τις Φιλιππίνες αντιμετωπίζουν διλήμματα ζωής και θανάτου.

   Το Αγόρι και ο Ερωδιός

   (“The Boy and the Heron”) Περιπέτεια φαντασίας κινουμένων σχεδίων, ιαπωνικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Χαγιάο Μιγιαζάκι.

   Ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς ταινιών κινουμένων σχεδίων και ιδρυτής των φημισμένων Studio Ghibli., που είχε δηλώσει πριν μία δεκαετία ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση, επιστρέφει θριαμβευτικά και διεκδικεί και πάλι το Όσκαρ καλύτερου animation. Ο ήδη βραβευμένος με Όσκαρ, Χαγιάο Μιγιαζάκι («Ο Ψίθυρος της Καρδιάς», «Πριγκίπισσα Μονονόκε», «Το Κάστρο στον Ουρανό»), έχοντας πίσω του την εγγυημένη φροντίδα των στούντιο που ίδρυσε ο ίδιος, δημιουργεί μία πλανεύτρα φαντασίωση, για να ξαναμιλήσει για τις κλασικές του θεματικές, τον παιδικό πόνο, τις περιόδους θλίψης και απόγνωσης, όπως αυτές σφυρηλατήθηκαν στις πυρκαγιές του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

   Ο 80χρονος Μιγιαζάκι, που έχει επηρεαστεί από την κλασική αγγλική παιδική λογοτεχνία, εδώ θυμίζει κάποιες στιγμές τις περιπέτειες της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», αν και το σενάριο, που έγραψε ο ίδιος, προέρχεται από ένα ιαπωνικό μυθιστόρημα του 1937.

   Ένα 12χρονο αγόρι χάνει τη μητέρα του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων και καταφεύγει, με ό,τι έχει απομείνει από την οικογένειά του, στην εξοχή για να αρχίσει μια νέα ζωή. Εκεί κυριαρχεί ένας απειλητικός πύργος. Η φύση κάνει μια αναπάντεχη παύση για να του επιτρέψει να θρηνήσει, μέχρι που θα εμφανιστεί ένας μυστηριώδης ερωδιός, που θα φέρει το αγόρι ακριβώς στο μεταίχμιο που χωρίζει τον κόσμο των ζωντανών από τους νεκρούς. Το αγόρι θα πρέπει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν, ξεχνώντας το ή αναπλάθοντάς το, για να μπορέσει να επιβιώσει, να γλυτώσει τη συναισθηματική και όχι μόνο, συντριβή.

   Ο Μιγιαζάκι, δημιουργώντας υπέροχα χειροποίητα σχέδια, με κάθε κάδρο να αποτελεί μέρος ενός μεγαλειώδους έργου τέχνης, θα φτιάξει ένα σύμπαν, από κάθε είδους υπέροχα πλάσματα, γνωστά στους θαυμαστές του σκηνοθέτη, παίζει με τον σουρεαλισμό και σιγά σιγά αποκαλύπτει την ισχύ της ιστορίας του, των θεματικών του. Για έναν κόσμο που άλλαξε προς το χειρότερο, αλλά πάντα υπάρχει μια ακτίνα φωτός και ελπίδας, από τους νέους και τη φύση, αν σταματήσει η χωρίς ώρια εκμετάλλευσή της. Μια ημιαυτοβιογραφική ταινία για τη ζωή, τον θάνατο και τη δημιουργία, αλλά και μια ωδή για τη φιλία, που μόνο η έμπνευση και η σοφία του Μιγιαζάκι μπορεί να περάσει από το χαρτί στο σελιλόιντ και κατ΄ ευθείαν στην καρδιά του θεατή.

   Ένα animation που προορίζεται για το νεανικό κοινό, που όμως πρέπει να είναι αρκετά πιο ώριμο από πολλούς ενήλικες θεατές του σημερινού σινεμά. Θα ήταν όμως παράλειψη να μην δώσουμε τα εύσημα στην υπέροχη μουσική σύνθεση του, επίσης, οσκαρικού, Τζο Χισαΐσι.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα νεαρό αγόρι, ο Μάχιτο, που του λείπει αφόρητα η νεκρή μητέρα του, επιχειρεί να διεισδύσει σε έναν κόσμο όπου ζωντανοί και νεκροί μοιάζει να συνυπάρχουν. Σε εκείνον τον κόσμο ο θάνατος τελειώνει και η ζωή βρίσκει μια νέα αρχή.

   Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου

   (“Do Not Expect Too Much from the End of the World”) Κωμωδία, ρουμανικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ράντου Ζούντε, με τους Ίλινκα Μανολάτσε, Νίνα Χος, Ούβε Μπολ κα.

   Ο θεατής του βραβευμένου με την Χρυσή Άρκτο «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό», γρήγορα θα καταλάβει ότι ο σημαντικότερος αυτή τη στιγμή σκηνοθέτης της Ρουμανίας Ράντου Ζούντε, έχει απόθεμα σατιρικής διάθεσης για όσα συμβαίνουν στη χώρα του, η οποία τρέχει με ταχύτητα φωτός να προλάβει τη Δύση και κυρίως τα στραβά της.

   Ο Ζούντε («Άφεριμ»), χωρίς να αφήνει τίποτα όρθιο και πάλι, διατηρεί σε πλήρη ανάπτυξη το σαρκαστικό χαρακτηριστικό του χιούμορ, αλλά και τη διεισδυτική κοινωνική του ματιά, για τη Ρουμανία, που συνεχίζει να αναπνέει το μετατραυματικό σοκ του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Και καταφέρνει να συνδέει συλλογικές πεποιθήσεις, ατομικές συμπεριφορές με το ιστορικό βάρος και τις ιδιαιτερότητες της χώρας του, που πρέπει απ’ ό,τι φαίνεται να αντιμετωπίσει και τις θεσμικές της ανασφάλειες.

   Έχοντας και πάλι έναν αντισυμβατικό – και αντιεμπορικό – τίτλο, ο Ζούντε στο πρώτο μέρος θα παρακολουθήσει την Άντζελα, μία κακοπληρωμένη βοηθό παραγωγής που γυρνά στους δρόμους του Βουκουρεστίου, με το αυτοκίνητό της, για το κάστινγκ ενός εταιρικού βίντεο, ενώ στο δεύτερο μέρος περιγράφει τις περιπέτειες ακόμη ενός ροζ βίντεο, που θα βγει στον αέρα και θα πρέπει να κουκουλωθεί για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο.

   Με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ο Ζούντε πετυχαίνει ένα εκθαμβωτικό και ξεκαρδιστικό επίτευγμα κοινωνικής κριτικής, για την καθημερινότητα ενός εργαζόμενου ανθρώπου, που πρέπει να συμβιβαστεί με την ελαστικοποίηση της εργασίας, να κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει, να δώσει τη μάχη για επιβίωση, που οδηγεί στον πρόωρο θάνατο. Και ταυτόχρονα, να κάνει ένα ιδιαιτέρως δηκτικό σχόλιο για τη ρηχότητα των ψηφιακών μέσων, τον αναδυόμενο απολυταρχισμό της εποχής.

   Αν περιόριζε λίγο και τη διάρκεια της σχεδόν τρίωρης ταινίας του, ο Ζούντε με αυτή τη διάθεση διακωμώδησης των πάντων, αλλά και τη φρέσκα ματιά του πάνω σε καυτά ζητήματα που αφορούν πλέον όλους μας, θα τα είχε καταφέρει στον απόλυτο βαθμό.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Άντζελα διασχίζει το Βουκουρέστι κάνοντας το κάστινγκ για ένα βίντεο που της ανατέθηκε από μια πολυεθνική. Ένας συνεντευξιαζόμενος αποκαλύπτει την ευθύνη της εταιρείας για το ατύχημα του και ξεσπά ένα σκάνδαλο.

   Άργκαϊλ

   (“Argylle”) Περιπέτεια, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μάθιου Βον, με τους Χένρι Καβίλ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Σαμ Ρόκγουελ, Τζον Σίνα, Αριάνα Ντε Μπόουζ, Μπράιαν Κράνστον, Σάμιουελ Τζάκσον κα.

   Κεφάτη και διασκεδαστική κοσμοπολίτικη κατασκοπική περιπέτεια, η ιδέα της οποίας μοιάζει να πηγάζει από περιπέτειες του είδους της δεκαετίας του ’80 και ειδικά την τεράστια επιτυχία «Κυνηγώντας το Πράσινο Διαμάντι», με το τότε απολαυστικό ζευγάρι των Μάικλ Ντάγκλας – Κάθλιν Τέρνερ.

   Ο Μάθιου Βον των δημοφιλών περιπετειών «Kingsman» και «Χάπια, Σφαίρες και 2.000.000 Λίρες», ακολουθεί πιστά τις συνταγές της ταινίας του Ζεμέκις με την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, την αρχική ιδέα, με μία άβγαλτη συγγραφέα που μπλέκει με επικίνδυνους κατασκόπους και σχεδόν εξωφρενικές καταστάσεις. Και φυσικά με τα απαραίτητα κυνηγητά, τις αναπάντεχες καταστάσεις, ένα πρωταγωνιστικό ζευγάρι που βγάζει την απαραίτητη χημεία και ένας συμπρωταγωνιστής που δίνει τον τόνο και τις πιο χιουμοριστικές στιγμές της ταινίας – τότε ήταν ο Ντάνι Ντε Βίτο, τώρα ο Σαμ Ρόκγουελ.

   Μία μοναχική συγγραφέας, που έχει για συντροφιά τον γάτο Τσιπ, γνωρίζει την επιτυχία με μία σειρά κατασκοπικών βιβλίων στα οποία πρωταγωνιστεί ο μυστικός πράκτορας Αργκάιλ, αποστολή του οποίου είναι να αποκαλύψει ένα παγκόσμιο δίκτυο κατασκόπων. Όταν οι μυθιστορηματικές ιστορίες της συνειδητοποιεί ότι γίνονται πραγματικότητα και βρίσκεται ανάμεσα στους ήρωές της και η ίδια, με τη βοήθεια ενός μυστικού αντισυμβατικού πράκτορα θα αναγκαστεί να αποχωριστεί την ήσυχη καθημερινότητά της και τη θαλπωρή του σπιτιού της.

   Ο Βον, χωρίς να διεκδικεί δάφνες ενός σινεμά απαιτήσεων, θα στήσει προσεχτικά έναν ύμνο προς τις διασκεδαστικές περιπέτειες, που διαθέτουν μυστήριο και αγωνία, γυρίσματα σε πολλά σημεία του πλανήτη, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα και εν τέλει μία προσπάθεια αναβίωσης ενός αυθεντικού ψυχαγωγικού σινεμά.

   Το φιλμ διαθέτει ρυθμό, καλοκουρδισμένες σκηνές δράσης, χιούμορ κι ένα ευπρόσωπο καστ, αλλά είναι φανερό ότι του λείπουν οι φρέσκες ιδέες, η πηγαία σκηνοθετική αντίληψη, ακόμη και οι Ντάγκλας και Τέρνερ και η θαυμαστή χημεία που ανέπτυξαν.

   Ο Χένρι Καβίλ υπερβολικά λαμπερός, μοιάζει λιγότερο εύπλαστος και ανθρώπινος από το αρχικό μοντέλο, η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ χαριτωμένη, αλλά όχι και όσο πρέπει γοητευτική, ενώ αυτός που ξεχωρίζει εμφανώς είναι ο υπέροχος ηθοποιός Σαμ Ρόγκγουελ, που αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι δεν έχει πρόβλημα να παίξει οτιδήποτε.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Έλι Κόνγουεϊ, η μοναχική συγγραφέας μιας επιτυχημένης σειράς κατασκοπικών μυθιστορημάτων. Στα βιβλία της πρωταγωνιστεί ο μυστικός πράκτορας Άργκαϊλ, αποστολή του οποίου είναι να αποκαλύψει ένα παγκόσμιο δίκτυο κατασκόπων. Όταν οι ιστορίες της αρχίζουν να συμβαίνουν στην πραγματική ζωή, η Έλι αναγκάζεται να αποχαιρετήσει την ήσυχη ζωή της.

   Ύποπτος

   (“Accused”) Θρίλερ, βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Φίλιπ Μπαραντίνι, με τους Σανέιλ Κουλάρ, Λόριν Αζούφο, Νίτιν Γκανάτρα, Μπεν Μαρς κα.

   Αρκετά ενδιαφέρον αλλά εντελώς άνισο ψυχολογικό θρίλερ, ηλεκτρονικής καταδίωξης, από τον σκηνοθέτη, του προπέρσινου και αξιόλογου «Σημείο Βρασμού», Φίλιπ Μπαραντίνι. Ένα φιλμ, χαμηλού προϋπολογισμού, που εστιάζει πάνω στο ολοένα αυξανόμενο μίσος που διοχετεύεται μέσα από τον καλύτερο αγωγό των σύγχρονων κοινωνιών, όπως αποδεικνύεται, το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενός ψηφιακού κόσμου που παίζει με τις εντυπώσεις, χειραγωγεί και μπορεί να καταστρέφει ανθρώπους έστω και για λίγα «κλικ».

   Πίσω από την ανωνυμία, τη διάχυση ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών, κατηγοριών χωρίς κόστος, με την ευκολία μίας κουβέντας καφενείου να λαμβάνει διαστάσεις δημόσιας καταγγελίας, το διαδίκτυο γίνεται μηχανισμός χειραγώγησης. Είτε για την προώθηση ενός ασήμαντου προσώπου, είτε για ακριβώς το αντίθετο, τη δολοφονία ενός χαρακτήρα, που είναι και πιο ελκυστικό. Ένα κακό ή δυσάρεστο νέο «πουλάει» καλύτερα.

   Ένας νεαρός, ο Χάρι, φεύγει από το Λονδίνο για να πάει στο σπίτι των γονιών του να φροντίσει τους σκύλους τους, αφού αυτοί φεύγουν για διακοπές. Κατά τη μετάβασή του θα γίνει μία βομβιστική επίθεση στο μετρό του Λονδίνου και το διαδίκτυο και ειδικά το Twitter, μεταφέρει το «σοκ» των χρηστών. Πολύ γρήγορα κι ενώ ο Χάρι έχει ήδη εγκατασταθεί στο σπίτι των γονιών του, με ανοιχτή την τηλεόραση, που όμως δεν βλέπει, θα αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι πλήθος καταγγελιών και «μαρτυριών» φωτογραφίζουν αυτόν ως δράστη της βομβιστικής επίθεσης. Μία φωτογραφία του, από κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, θα γίνει viral και ακόμη και η κοπέλα του, αστειευόμενη, θα του πει ότι μπορεί να είναι αυτός ο δράστης. Ο πανικός του νεαρού αυξάνεται συνεχώς αφού δεν μπορεί να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο απειλητικά όταν η απειλή θα φτάσει στο σπίτι του.

   Εξαιρετική εκκίνηση από τον Μπαραντίνι, καθώς πατάει στέρεα πάνω στη διάσημη χιτσκοκική θεματική του νέου και αθώου που βρίσκεται άθελά του μπλεγμένος σε κάποιο έγκλημα και ταυτόχρονα σχολιάζει την αδιανόητη δύναμη του διαδικτύου, τη διοχέτευση μίσους και φανατισμού, σε μια κοινωνία που ο πιο πιστός σύντροφός της είναι ο υπολογιστής ή το «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο. Μια κοινωνία που άκριτα δίνει μεγαλύτερη σημασία και εμπιστοσύνη στην οποιαδήποτε σαχλαμάρα «ανεβαίνει» στα κοινωνικά δίκτυα, παρά στα ίδια της τα μάτια, ένας κόσμος που τρέφεται με την άγρια αντιπαράθεση και το μίσος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έτοιμος να κατασπαράξει τον ύποπτο – «ένοχο» με συνοπτικές διαδικασίες.

   Όμως, στο δεύτερο μέρος, ο Μπαραντίνι, εγκαταλείπει τον δύσκολο δρόμο της πολλά υποσχόμενης ιστορίας του και καταφεύγει στην ευκολία ενός θρίλερ δράσης, όταν εισβάλουν στο σπίτι του οι μασκοφόροι που αναζητούν τον ένοχο της βομβιστικής επίθεσης. Μία εξέλιξη που θυμίζει όλες αυτές τις ταινίες των horror και που σχεδόν ξεχνάς όλα τα σπουδαία του πρώτου μέρους με τα οποία καταπιάνεται ο σκηνοθέτης.

   Παρά ταύτα, η μιάμισης ώρας ταινία, δεν χάνει πλήρως την αξία της, από την εύκολη και λαθεμένη επιλογή του Μπαραντίνι να μετατρέψει ένα κοινωνικό θρίλερ, σε ένα συμβατικό θρίλερ, με ιδέες από horror και σε αυτό συμβάλει και ο νεαρός πρωταγωνιστής Σανέιλ Κουλάρ.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας νεαρός βρίσκεται να κατηγορείται λανθασμένα ως ύποπτος βομβιστής, σε μια κοινωνία με εμμονή για εκδίκηση. Κατηγορείται για μια βομβιστική επίθεση στο μετρό και πρέπει να επιβιώσει για μια νύχτα καθώς το διαδικτυακό κυνήγι μαγισσών φτάνει στην εξώπορτά του.

Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ

Facebook Comments