Ο ταχύτατος ρυθμός με τον οποίο ένας-ένας οι οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα στο δεύτερο μισό του 2023 είχε (λανθασμένα) οδηγήσει στις υπερ-αισιόδοξες εκτιμήσεις ότι και η Moody’s θα δώσει το investment grade κατά την αξιολόγησή της τον Μάρτιο.
Η αλήθεια είναι πως, εκτός του ότι δεν αναμενόταν να κάνει αυτή την κίνηση ακόμη, είναι προτιμότερο που δεν την έκανε και είναι ακόμη καλύτερο να την κάνει το 2025. Θα εξηγήσουμε γιατί.
Σε μία μικρή… ανασκόπηση, η Scope Ratings ήταν ο πρώτος οίκος που έδωσε επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2023, ακολούθησαν η DBRS τον Σεπτέμβριο, η S&P τον Οκτώβριο και η Fitch τον Δεκέμβριο του 2023. Η Moody’s η οποία αποτελεί και τον πιο αυστηρό και πιο «αργό» οίκο γενικότερα, προχώρησε σε διπλή αναβάθμιση τον Σεπτέμβριο, αφήνοντας την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (στο Ba1), δίνοντας σταθερές προοπτικές αξιολόγησης, ενώ κατά την πρόσφατη ετυμηγορία της διατήρησε την βαθμολογία της.
Ο οίκος ξεκαθάρισε σε κάθε περίπτωση πως το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας και η αξιολόγηση Ba1, που είναι μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, καθορίζονται από τέσσερις παράγοντες. Βάσει αυτών καταλήγει στην τελική του αξιολόγηση.
Έτσι, πρώτος παράγοντας είναι η οικονομική ισχύς, η οποία βαθμολογείται στο «baa1». Δεύτερος, η ισχύς των θεσμών και της διακυβέρνησης που αξιολογούνται με «baa2». Τρίτος παράγοντας είναι η δημοσιονομική ισχύς που αξιολογείται με «ba2», μία βαθμίδα κάτω από αξιόχρεο (κυρίως λόγω του υψηλού χρέους). Και τέταρτος είναι η ευαισθησία της Ελλάδας στον κίνδυνο γεγονότων βαθμολογείται με «ba» (τρία σκαλοπάτια κάτω από το αξιόχρεο), που σημαίνει ότι «υπόκειται σε σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο» κυρίως λόγω του τραπεζικού κλάδου. Κατά τον οίκο, ο κίνδυνος του τραπεζικού τομέα παραμένει ένα από τα βασικά τρωτά σημεία της Ελλάδας, παρά τη σημαντικά βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού. Συνεπώς οι δύο τελευταίοι παράγοντες είναι σαφές ότι φρενάρουν την αναβάθμιση της χώρας.
Ο οίκος Moody’s δεν έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα τονίζοντας πως παρά τη μείωση που αναμένεται, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και υπογραμμίζοντας το ακόμα μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ διαμήνυσε πως η επιτυχή εφαρμογή των υπόλοιπων μεταρρυθμίσεων, ιδίως στο δικαστικό σύστημα, που θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της δημοσιονομικής ευρωστίας και την επεξεργασία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα στήριζαν μια υψηλότερη βαθμολογία.
Επιπλέον, όπως είπε, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς, και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα μέσω της διεύρυνσης της εξαγωγικής βάσης θα χρειαστούν χρόνο.
Τέλος επισήμανε πως χρειάζονται περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, μειώνοντας τη μεταβλητότητα της κερδοφορίας και φέρνοντας τους δείκτες ποιότητας ενεργητικού και τους δείκτες κεφαλαιοποίησης πιο κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, θα ήταν επίσης πιστωτικά θετικές.
Τα παραπάνω ουσιαστικά σκιαγραφούν τους λόγους που ακόμα φρενάρουν την αναβάθμιση.
Πάντως, δεδομένου ότι ο οίκος πριν μόλις έξι μήνες είχε δώσει διπλή αναβάθμιση στην Ελλάδα, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση τόσο σύντομα εφόσον δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά κάτι στα μεγέθη της οικονομίας. Επιπλέον, οι σταθερές προοπτικές που δίνει, σημαίνει ότι μία νέα αναβάθμιση είναι πιθανή σε περισσότερο από 12-18 μήνες, ενώ είναι γνωστό ότι η Moody’s αποτελεί τον πιο… δυσκίνητο οίκο. Για παράδειγμα, για να φτάσουμε στη δίπολη αναβάθμιση του περασμένου Σεπτεμβρίου, χρειάστηκε να περιμένουμε τρία ολόκληρα χρόνια, από τον Νοέμβριο του 2020. Και για να φτάσει στην αναβάθμιση τον του 2020, ο οίκος χρειάστηκε 20 μήνες.
Η απόφαση της Moody’s, ωστόσο, δεν αποτελεί αρνητική είδηση.
Και αυτό γιατί την «χρειαζόμαστε» το 2025.
Γιατί;
Εκτός του ότι η Ελλάδα έχει πλέον μέση βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας, απολαμβάνει ήδη αρκετές εισροές οι οποίες φτάνουν τα 8-10 δισ. ευρώ στα ελληνικά ομόλογα. Αυτό σε συνδυασμό με τα ομόλογα που συνεχίζει να αγοράζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτό το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP (εκτιμώνται στα 6-7 δισ. ευρώ στο σύνολο του 2024), υπερκαλύπτουν την εκδοτική δραστηριότητα του 2024 (που έχει τοποθετηθεί στα 10 δισ. ευρώ).
Αντίθετα, καθώς το 2025 δεν θα υπάρχει πλέον η στήριξη των αγορών ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, οι εισροές και οι νέοι επενδυτές που θα φέρει η επενδυτική βαθμίδα της Moody’s θα είναι σαφώς πιο «χρήσιμα» τότε. Εκτιμάται πως όταν η Moody’s αναβαθμίσει σε investment grade το ελληνικό αξιόχρεο, οι εισροές στα ελληνικά ομόλογα θα είναι διπλάσιες και θα φτάσουν έως τα 20 δισ. ευρώ. Αυτό το νέο «αίμα» επενδυτών θα είναι πολύ πιο χρήσιμο του χρόνου παρά φέτος…
Facebook Comments