Οι πιέσεις που δέχθηκαν οι ευρωπαϊκοί και οι αμερικάνικοι δείκτες την περασμένη εβδομάδα – και οι οποίες ακολούθησαν ένα πολύ «δυνατό» τρίμηνο, ήρθαν τη στιγμή που οι επενδυτές έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών για τα επιτόκια, με την ΕΚΤ να μπαίνει στο επίκεντρο την ερχόμενη εβδομάδα ενόψει της συνεδρίασης της 11ης Απριλίου.
Σύμφωνα με αναλυτές, η Λαγκάρντ αναμένεται να σπάσει την παράδοση και η ΕΚΤ να προχωρήσει πρώτη, σε σχέση με τη Fed, στις μειώσεις, αλλά όχι πριν τον Ιούνιο.
Ο επικεφαλής της Fed Τζερόμ Πάουελ, δήλωσε ότι θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να αξιολογήσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής την τρέχουσα κατάσταση του πληθωρισμού, διατηρώντας έτσι αβέβαιο το χρονοδιάγραμμα πιθανών μειώσεων των επιτοκίων. Όπως τόνισε, ο ίδιος και οι συνάδελφοί του δεν βιάζονται να χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική. «Δεν αναμένουμε ότι θα είναι σκόπιμο να μειώσουμε τα επιτόκια πολιτικής μας μέχρι να έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς τα κάτω προς το 2%», όπως είπε. «Δεδομένης της ισχύος της οικονομίας και της προόδου στον πληθωρισμό μέχρι στιγμής, έχουμε χρόνο να αφήσουμε τα εισερχόμενα δεδομένα να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις μας για την πολιτική», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Οι δηλώσεις ήρθαν έπειτα και από τα νέα στοιχεία για τη μεταποιητική δραστηριότητα στις ΗΠΑ. Ειδικότερα, ο μεταποιητικός δείκτης PMI του ISM ενισχύθηκε στις 50,3 μονάδες τον προηγούμενο μήνα από 47,8 μονάδες το Φεβρουάριο, στην υψηλότερη μέτρηση από τον Σεπτέμβριο του 2022. Τα ισχυρά στοιχεία για τον κλάδο της μεταποίησης επιβεβαίωσαν ότι η αμερικανική οικονομία διαθέτει αντοχές, μειώνοντας τις πιθανότητες για μείωση επιτοκίων από την Fed τον Ιούνιο.
Σε ότι αφορά την ΕΚΤ, η συνεδρίαση του Απριλίου να αναμένεται να δώσει περισσότερες ενδείξεις για τον ρυθμό μειώσεων που θα ακολουθήσει. Κατά τον οίκο αξιολόγησης S&P, η πρώτη μείωση επιτοκίων αναμένεται τον Ιούνιο, ενώ ο κύκλος μείωσης θα είναι σταδιακός, ελλείψει κάποιου εξωτερικού σοκ. Η S&P βασίζει αυτές τις προβλέψεις σε δηλώσεις των τελευταίων τριών μηνών της Κριστίν Λαγκάρντ και άλλων μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Συνεχίζει να προβλέπει τρεις μειώσεις των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης για το 2024 (πιθανώς τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο) με την ΕΚΤ να βασίζεται σε κάθε μείωση στις νέες προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό και στα ενημερωμένα στοιχεία για τους μισθούς.
Ο επικεφαλής της ισπανικής κεντρικής τράπεζας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Πάμπλο Ερνάντεθ ντε Κος, είπε πως το βασικό σενάριο για τον ίδιο είναι πως ο Ιούνιος θα ανοίξει τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων. Την επόμενη εβδομάδα θα πρέπει να κάνουμε μια συζήτηση στην οποία θα μοιραστούμε τις εκτιμήσεις μας για το τι συνέβη από την τελευταία συνάντηση και θα δούμε ποιο είναι το συμπέρασμα — αλλά πλέον το βασικό μου σενάριο είναι ότι τον Ιούνιο θα μπορούσε να γίνει η πρώτη μείωση των επιτοκίων», είπε. Οι εκτιμήσεις του ντε Κος βρίσκουν σύμφωνους τους περισσότερους συναδέλφους του στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, αν και υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι η πρώτη μείωση θα μπορούσε να έρθει νωρίτερα στη συνεδρίαση του Απριλίου.
Η ΕΚΤ τονίζει πάντως σε κάθε ευκαιρία το τελευταίο διάστημα πως οι αποφάσεις της είναι ανεξάρτητες από τις κινήσεις ή αποφάσεις της Fed. «Εξαρτόμαστε από δεδομένα και όχι από τη Fed», όπως έχει δηλώσει χαρακτηριστικά η Κριστίν Λαγκάρντ.
Πράγματι, πολλές φορές στην ιστορία η ΕΚΤ έχει ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από την Fed. Για παράδειγμα, η Fed αύξησε τα επιτόκια σε κάθε συνεδρίαση μεταξύ Ιουνίου 2004 και Ιουνίου 2006, με 17 αυξήσεις, ενώ η πρώτη αύξηση της ΕΚΤ ήταν στα τέλη του 2005 και ο οι συνολικά εννέα αυξήσεις ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 2008.
Επίσης, η Fed μείωσε τα επιτόκια σκατά 275 μ.β μεταξύ Σεπτεμβρίου 2007 και Απριλίου 2008, ενώ η ΕΚΤ διατήρησε τα επιτόκια αμετάβλητα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η επόμενη κίνηση της ΕΚΤ ήταν μια αύξηση τον Ιούλιο του 2008.
Και το 2011 η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια δύο φορές και στη συνέχεια αντέστρεψε πορεία, φέρνοντας τελικά τα επιτόκια σε αρνητικό έδαφος στην κορύφωση της κρίσης χρέους. Αντίθετα, η Fed διατήρησε τα επιτόκια αμετάβλητα στο 0,25% μεταξύ 2008-2016.
Τον Δεκέμβριο του 2015, η Fed εισήλθε σε μια τριετή περίοδο σταδιακής ομαλοποίησης των επιτοκίων, αυξάνοντας συνολικά κατά 200 μ.β, ενώ η ΕΚΤ μείωσε τότε το επιτόκιο καταθέσεων και ξανά τον Μάρτιο του 2016.
Ωστόσο, όπως επισήμανε και το Bloomberg, oι τάσεις που καθοδηγούν τις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου συνήθως δεν αργούν να διαχυθούν σε άλλες περιοχές, επηρεάζοντας σχεδόν αμέσως τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες – καθώς και τον πληθωρισμό, το εμπόριο και άλλες μετρήσεις πιο μακροπρόθεσμα. Έτσι, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν μπορούν πραγματικά να ξεφύγουν από τις εξελίξεις στην Fed όταν αξιολογούν την τύχη των δικών τους οικονομιών.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι μια πιο επιθετική χαλάρωση για τη ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να επιφέρει μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις – το χαμηλότερο κόστος δανεισμού σε σχέση με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να αποδυναμώσει το ενιαίο νόμισμα και να αποτελέσει πρόσθετο κίνδυνο μέσω των υψηλότερων τιμών των εισαγωγών.
Συνεπώς, οι όποιες αποφάσεις της Fed επηρεάζουν άμεσα την ευρωζώνη και το ευρώ οπότε η απόκλιση πολιτικής έχει σημαντικούς περιορισμούς για τη Φρανκφούρτη…
Facebook Comments