Με μία φράση, η έκδοση του νέου 30ετούς ομολόγου αποτελεί μία άκρως θετική πιστωτική εξέλιξη για την Ελλάδα ενόψει των αξιολογήσεων των οίκων που ακολουθούν το επόμενο διάστημα.

Η έκδοση η οποία και έγραψε «ιστορία», ήταν ένα ιδιαίτερα δύσκολο και τολμηρό εγχείρημα, το οποίο είχε αρκετές πιθανότητες να πάει… στραβά. Η τεράστια επιτυχία της ωστόσο δικαιώνει απόλυτα τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αλλά και τον οίκο αξιολόγησης S&P, προσθέτει σημαντικούς «πόντους» στο ελληνικό story και βάζει σε δύσκολη θέση τον οίκο Moody’s, ο οποίος είναι ο μόνος που κρατά την Ελλάδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Αυτή η έκδοση κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Ήταν μία στρατηγική κίνηση η οποία βοηθά στα επόμενα πολύ θετικά βήματα που αναμένονται στο μέτωπο της μείωσης του χρέους. Πλέον, το Ελληνικό Δημόσιο έχει καλύψει ήδη από τον Απρίλιο το 82% της εκδοτικής δραστηριότητας για φέτος. Αυτό δίνει στο ΟΔΔΗΧ το πλεονέκτημα να πλοηγηθεί χωρίς άγχος μέσα στις όποιες αβεβαιότητες προκύψουν το επόμενο διάστημα (ευρωεκλογές, προεδρικές εκλογές ΗΠΑ) καθώς κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι συνθήκες αργότερα θα είναι καλύτερες απ’ ότι αυτή τη στιγμή.

Δεν ήταν όλοι οι primary dealers σύμφωνοι να προχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο σε μία τέτοια κίνηση το τρέχον διάστημα, έπειτα και από την αναταραχή που έφερε στις αγορές η ενίσχυση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή. Ο ΟΔΔΗΧ θα μπορούσε εναλλακτικά να προχωρήσει σε κινήσεις «συντήρησης» όπως είναι μία επανέκδοση υφιστάμενων τίτλων, ώστε να διατηρήσει τη χώρα «παρούσα» στις αγορές και να αυξήσει τη ρευστότητα σε τμήματα της αγοράς που την χρειάζονται. Ωστόσο επέλεξε να ακολουθήσει το αρχικό του πλάνο. Και ο λόγος ήταν ότι το σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας που δημιούργησε η αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας σε θετικές από την S&P, δεν έπρεπε να χαθεί. Μάλιστα ήταν ίσως η μόνη ευκαιρία για την Ελλάδα να εκδώσει 30ετές, σε σχέση με το υπόλοιπο του 2024 αλλά και το 2025.

Η επιλογή του 30ετους τίτλου ήταν μία απόλυτα «στρατηγική» κίνηση συνεπώς, και μία ευκαιρία να αποτυπωθεί η επενδυτική βαθμίδα, που στην ουσία «επιβάλει» το κτίσιμο εκ νέου της ελληνικής καμπύλης αποδόσεων. Άλλωστε ο ΟΔΔΗΧ έχει κτίσει την καμπύλη άλλες τέσσερις φορές τα τελευταία χρόνια ( μία την περίοδο 1997-1999 κατά την μετάβαση επί δραχμής στα σταθερά από τα κυμαινόμενα επιτόκια, μία με τη μετάβαση στο ευρώ το 1999, μία με το PSI το 2012, και μια άλλη το 2018-2023 και την έξοδο από τα μνημόνια έως την επενδυτική βαθμίδα) .

Αυτή η απόφαση ήρθε έπειτα από πολλές επαφές με επενδυτές και δεν εμφανίστηκαν όλοι πρόθυμοι να μπουν σε μία ενδεχόμενη έκδοση 30ετούς ομολόγου της Ελλάδας. Ωστόσο υπήρχαν πολλοί επενδυτές οι οποίο δήλωσαν πολύ πρόθυμοι να συμμετέχουν σε μία τέτοια έκδοση «εάν υπάρχει η κατάλληλη τιμολόγηση».

Η κατάλληλη τιμολόγηση ήταν το «κλειδί» συνεπώς. Και αυτή ήταν που δόθηκε στους επενδυτές ωθώντας την πολύ ισχυρή ζήτηση, η οποία ξεπέρασε τα 33 δισ. ευρώ και ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη που σημειώθηκε σε ελληνικό τίτλο έπειτα από τα 35 δισ. ευρώ προσφορών που συγκέντρωσε το 10ετές που εκδόθηκε τον Ιανουάριο. Η απόδοση στο 4,241% (165 μονάδες βάσης πάνω από το mid swap) είναι μόλις 20 μ.β πάνω από το 30ετές που εξέδωσε η Ισπανία τον Φεβρουάριο, και 20 μ. β χαμηλότερη από το 30ετές της Ιταλίας.

Η έκδοση του 30ετούς ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα ωστόσο. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική καμπύλη αποδόσεων έχει ήδη ένα 30ετές – αυτό που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2021 με λήξη τον Ιούνιο του 2052 (ουσιαστικά 28ετές). Η απόδοσή του κινείται στο 3,85% και ήταν ο μόνος τίτλος από 5ετία και πάνω, που η απόδοσή του ήταν χαμηλότερη από την 30ετία της Ισπανίας. Αυτό, κατά τον ΟΔΔΗΧ, σημαίνει πως υπήρχε μία «στρέβλωση» και η «δίκαιη» τιμολόγηση του θα ήταν 20 μ.β υψηλότερα (4,125%) περίπου. Αυτό το 30ετές είχε εκδοθεί εν μέσω πανδημίας, όταν η ΕΚΤ αγόραζε μαζικά κρατικά ομόλογα υπό το έκτακτο πρόγραμμα PEPP και με εστίαση στην περιφέρεια, Η χαμηλή απόδοση και η υψηλή ζήτηση (26 δισ. ευρώ) που σημειώθηκαν κατά την έκδοσή του οφείλονταν στο γεγονός ότι οι επενδυτές είχαν την ασφάλεια ότι η ΕΚΤ θα το απορροφήσει. Ωστόσο, τώρα που η Ελλάδα έχει επενδυτική βαθμίδα, αυτό το 30ετές δεν είναι ένα «αντιπροσωπευτικό» ομόλογο.

Επίσης η επιλογή του 30ετούς «τώρα» έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να γίνει στο υπόλοιπο του έτους λόγω των αβέβαιων συνθήκων, αλλά ούτε και το 2025.  Το 2025 οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες και το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι ίδια όπως και φέτος. Ωστόσο, το 2025 δεν θα υπάρχει η «άνεση» των 12 δισ. ευρώ που έχει φέτος ο ΟΔΔΗΧ στη διάθεσή του για αποπληρωμές και για κινήσεις μείωσης του χρέους (π.χ πρόωρη πληρωμή διμερών δανείων, ανταλλαγή ομολόγων, μείωση εντόκων). Συνεπώς, ο «χώρος» για πρόσθετη εκδοτική δραστηριότητα (και άρα για ένα 30ετές) τον οποίο και δημιουργούν οι παραπάνω κινήσεις, δεν θα υπάρχει το επόμενο έτος. Και μία  χώρα που θέλει να «σηματοδοτεί» κανονικότητα οφείλει να εκδίδει (και) πολύ μακροπρόθεσμους τίτλους (σχετικά) συχνά…

Facebook Comments