Τραχύς, ωμός, οξύς, άπληστος, περιφρονητικός, σκληρός, ειρωνικός, πληθωρικός. Με μια λέξη ανασφαλής. Καταπιεσμένη φύση. Ο Καραγάτσης υπήρξε το κλασικό παράδειγμα-υπόδειγμα του ανθρώπου που μετουσιώνει το τραύμα σε θαύμα, μεταφράζοντας την ανασφάλεια και την επιβλητική ενόρμηση σε τέχνη του λόγου.
Έπλασε πρωταγωνιστές ακραίους, περιφρονώντας όσους ζουν συμβατικά και μέτρια. Αγάπησε και αποθέωσε τα άκρα, και γι αυτό τον ευχαριστούμε. Μέσα από τα άκρα του μας δίδαξε το μέτρον άριστον.
Ανεπιτήδευτα. Παρατηρήσαμε και κρίναμε τα δικά του σκοτάδια, και στην επισήμανση τους είχαμε την ευκαιρία να κοιτάξουμε καλύτερα μέσα μας. Την εσωτερική του πάλη ο Καραγάτσης, την μετέδωσε στους αναγνώστες του χωρίς να το επιδιώξει, προκαλώντας 64 χρόνια μετά τον θάνατό του ακόμη αναταράξεις. Ήταν αυτός που μέσα από την τραχύτητα των έργων του κινητοποίησε την σκέψη και την κρίση.
Εξυπηρέτησε και υπηρέτησε τη λειτουργία της τέχνης για τον άνθρωπο. Επέλεξε να μη δημιουργήσει κάτι απλώς όμορφο αντανακλώντας τον στόχο η τέχνη για την τέχνη, αλλα προκάλεσε σκέψεις, συναισθήματα, στάσεις και κρίσεις. Κάθε άλλο παρά αδιάφορος και ήσυχος πέρασε, καθώς διαχρονικά υπήρξε η αφορμή έντονης κριτικής -όπως και ο Καζαντζάκης. Όσοι στάθηκαν «ανίκανοι να ορμήσουν στο κέντρο της ζωής» δεν τον αφορούσαν, και δεν τους απευθύνεται. Υπήρξε διαχρονικά τολμηρός. Λογοτέχνης της «γενιάς του 30’» που προσέγγισε τον ρεαλισμό στην πιο άμεση κι ανεπιτήδευτη εκδοχή του, αυτή του σαρκικού έρωτα. Αποδεικνύοντας την -πρωτότυπα για την εποχή του- ψυχαναλυτική του σκέψη, αναγνώρισε ως βασικό κίνητρο της ανθρώπινης δραστηριότητας το σεξουαλικο ένστικτο. Κατά τον πατέρα της ψυχανάλυσης, Φρόυντ, το βασικό ένστικτο της ζωής, ονομάζεται κι ένστικτο του έρωτα.
Ο Καραγάτσης αποτέλεσε τον λογοτέχνη που μετέφερε τις βασικές αρχές της ψυχανάλυσης στην τέχνη, και τον ευχαριστούμε γι αυτό. Θα ήμασταν ανίκανοι κριτικοί του εάν μέναμε στο σεξουαλικό του πλαίσιο. Εκείνος χρησιμοποίησε το σεξ για την ερμηνεία όσων (τον) απασχολούν. Η Μαρίνα ανοίγει τη συζήτηση για την ανάγκη της αίσθησης του ανήκειν -η οποία βάλλεται και στο σήμερα- και πώς αυτή συνδέεται με τη διαχείριση των κρίσιμων στη ζωή. Η ίδια της δεν ανήκε ποτέ πουθενά. Κόρη μιας σεξεργάτριας μητέρας κι ενός απόντα πατέρα, εγκατέλειψε τη γενέτειρά της και προσπάθησε -μάταια- να συνδεθεί με μια χώρα και με μια οικογένεια που ποτέ δεν την αποδέχτηκε. Μάλιστα, αυτό αποτελεί κοινό πεδίο σχολιασμού στα σημαντικότερα έργα του Καραγάτση, καθώς τα ξενόφερτα ιδανικά δεν βρήκαν καθόλου πρόσφορο έδαφος, και οι ήρωες των έργων του απέτυχαν παταγωδώς να πραγματώσουν στις ελληνικές συνθήκες.
Η Μαρίνα ήταν μια ξένη, που η ελεύθερη ζωή της δεν είχε θέση στην τότε ελληνική πραγματικότητα. Το σπουδαιότερο, όμως, εντοπίζεται στην δεξιοτεχνία του Καραγάτση να μεταβιβάζει στην τέχνη του την ανάγκη του για ενδοσκόπηση, δια μέσου της υψηλής εστίασης του στον απόλυτο πρωταγωνιστή του. Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι ένας ύμνος στην τριχοτόμηση του εαυτού, για την αέναη σύγκρουση του θυμοειδούς, συνειδητού “εγώ”, του επιθυμητικού, ανορίωτου και παράλογου “εκείνου”, και του λογιστικού “υπέρ-εγώ”. Η Μαρίνα μετά από όλο το ταξίδι της, ίσως κατάφερε να καταλάβει τη μητέρα που άλλοτε είχε μισήσει και απαρνηθεί.
Λογοτέχνης της “γενιάς του 30’”, ανήκε στο ρεύμα του Αστικού Ρεαλισμού. Κι εδώ είναι που χάνουμε τη σύνδεση με τον Καραγάτση. Οι συγγραφείς που στοιχίζονται κάτω από αυτόν τον τίτλο εμπνέονταν από την επιθυμία να συλλάβουν την ουσία της ιστορικής στιγμής την οποία ζούσαν. Έργο και καθήκον τους να αποθανατίσουν χωρίς να “εξαγνίσουν ρομαντικά” τα δεδομένα της εποχής. Και ναι. Πέφτουμε από τα σύννεφα ερχόμενοι αντιμέτωποι με τις περιγραφές της θέσης της γυναίκας την εποχή της “Χίμαιρας”; Ή τελικά αυτό που μας φοβίζει είναι αυτό που ο Καραγάτσης θα έγραφε σήμερα σε μια νέα του Χίμαιρα; Δεν πρόκειται για έργο διδαχής, αλλά κινητοποίησης.
Μας σοκάρει που το διαβάζουμε σε ένα έργο του 1953 (Η μεγάλη Χίμαιρα, 1936 η πρώτη έκδοση: Χίμαιρα), αλλά όχι που το ζούμε το 2024. Ιδεοληπτικά παραληρήματα δε βοηθούν στην πάταξη της πατριαρχίας, αντιθέτως δίνουν θέση και φωνή σε “λογικοφανείς” τοποθετήσεις στις ειλικρινά σεξιστικές προσεγγίσεις. Σε παρόμοια λογική, να αφαιρέσουμε συνεχίζοντας το “ξεσκαρτάρισμα” με cancel στον Όμηρο που έφτιαξε την πατριαρχικά ορθή, πίστη και υπομονετική Πηνελόπη, και την Ελένη, την πηγή κάθε κακού. Οφείλουμε να προσεγγίζουμε τα δικαιώματα με ωριμότητα και υπευθυνότητα, ώστε να αποτελούν μια συνομιλία για την κοινωνία και την πολιτεία, κι όχι μια καφενειακου τύπου “διάλεξη”.
Η ίδια κοινωνία που σοκάρεται μπροστά στη «μεγάλη χίμαιρα» του Καραγάτση, πλήττεται από τον σεξισμό πιο βαθιά και σημαντικά από ποτέ. Εφηβικά αντιδραστική και ιδεοληπτικά τοξική η αντίδραση μιας κοινωνίας που προκύπτει ανάξια των περιστάσεων, κι επιλέγει να πολεμά αυτοάνοσα όσα -κανονικά- θα έπρεπε να τρέφει. Μας καταπνίγει το παρελθόν που δεν καταφέραμε να στηρίξουμε και να ακολουθήσουμε, κι έτσι επιλέγουμε την εύκολη λύση, να το μηδενίσουμε. Μακάρι να μην είχαμε την ανάγκη να μεμφθούμε τον Καραγάτση, αλλά να καταφέρναμε να τον ερμηνεύσουμε με όρους του σήμερα, και να παράξουμε κάτι νέο, εξελιγμένο και χρήσιμο. Έτσι, το έργο του Καραγάτση είναι εκεί για να εμπνέει πάντα τους τολμηρούς.
Facebook Comments