Το φρέσκο ψωμί στην Ελλάδα, παραμένει από το 2020 το 2ο φθηνότερο στην Ευρώπη

Η Ελλάδα είναι από τις φθηνότερες χώρες της Ευρώπης στο ψωμί, με τους περισσότερους φούρνους αλλά και με την πορεία της κατανάλωσης ψωμιού να παρουσιάζει σταδιακά μείωση τα τελευταία χρόνια.
Αυτά προκύπτουν από την πανελλήνια έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος με αντικείμενο «Το παρόν και το μέλλον της Αρτοποιίας στην Ελλάδα».
Τα ευρήματα της έρευνας παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου κύκλου κατάρτισης βιοτεχνών αρτοποιών του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η τιμή φρέσκου λευκού ψωμιού (φραντζόλα 500γρ.) στην Ελλάδα, παραμένει από το 2020 η δεύτερη χαμηλότερη της ευρωζώνης (πρώτη η Εσθονία). Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θέση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί από την 6η (2020), στην 5η χαμηλότερη τιμή το 2024, μετά τις Βουλγαρία, Ρουμανία, Εσθονία και Πολωνία.
Στην Ελλάδα, η τιμή διαμορφώνεται στο 1,21 ευρώ και είναι 48% χαμηλότερη συγκριτικά με το Μ.Ο. Ευρωπαϊκής τιμής (1,80 ευρώ). Σε σχέση με το 2020, η τιμή μεταβλήθηκε κατά 39%, λίγο περισσότερο από το Μ.Ο. της μεταβολής στην Ευρώπη.
Η αύξηση της τιμής του ψωμιού στη χώρα, που είναι χαμηλότερη σε σχέση με τις τιμές στην Ευρώπη, προκλήθηκε λόγω της αύξησης:
Το κόστος εργασίας αυξήθηκε σε σχέση με το 2019:
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2021 στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταγράφηκαν 133.851 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ψωμιού, φρέσκων ειδών ζαχαροπλαστικής και κέικ. Με βάση τον πληθυσμό, η αναλογία ανά 10.000 κατοίκους ήταν 2,98 επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, ο αριθμός των επιχειρήσεων στον κλάδο, ήταν 8.391. Ανά 10.000 άτομα, λειτουργούσαν 8 τέτοιες επιχειρήσεις, κάτι που αποτελεί την υψηλότερη επίδοση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο καθαρός κύκλος εργασιών στη παραγωγή ψωμιού, φρέσκων ειδών ζαχαροπλαστικής και κέικ για το 2021, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν 90 δισ. ευρώ και ο αντίστοιχος μέσος όρος κύκλου εργασιών ανά επιχείρηση, ανήλθε σε 672.389 ευρώ. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 23η θέση της σχετικής λίστας, μία θέση πριν το τέλος. Ο καθαρός κύκλος εργασιών, ανήλθε σε 1.856 εκατ., για τις 8.391 επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας έτσι το μέσο όρο κύκλου εργασιών ανά επιχείρηση στις 221.294 ευρώ.
Κατά την τελευταία δεκαετία (2014 – 2024) στον κλάδο των εμπορικών επιχειρήσεων ψωμιού, αρτοσκευασμάτων και λοιπών ειδών αρτοποιίας, έχουν συσταθεί συνολικά, 2.622 επιχειρήσεις, ενώ έχουν διαγραφεί 429 επιχειρήσεις. Την τελευταία δεκαετία έχουν προστεθεί στο ΓΕΜΗ 2.193 επιχειρήσεις στον κλάδο των εμπορικών επιχειρήσεων ψωμιού, αρτοσκευασμάτων και λοιπών ειδών αρτοποιίας.
Έχει μειωθεί η κατανάλωση
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η πορεία της κατανάλωσης του ψωμιού στην Ελλάδα σε κιλά, παρουσιάζει μία σταδιακή μείωση από το 2019 μέχρι το 2022. Η κατανάλωση ψωμιού, έχει μειωθεί κατά 22.164 τόνους από το 2019 μέχρι το 2022. Όμως ταυτόχρονα, το διαθέσιμο εισόδημα, έχει μειωθεί κατά 30%. Η κατανάλωση άσπρου ψωμιού ακολουθεί την πορεία της συνολικής κατανάλωσης ψωμιού μέχρι το 2021, ενώ αντίθετα η κατανάλωση μαύρου ψωμιού, έχει την αντίθετη πορεία. Το 2022, οι ποσότητες ψωμιού που καταναλώθηκαν, μειώθηκαν σε σχέση με το 2019 (-5,05%). Το 2022, η κατανάλωση άσπρου ψωμιού, αυξάνεται σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ η κατανάλωση του μαύρου ψωμιού, μειώνεται σημαντικά. Η μέση δαπάνη για προϊόντα άρτου, διαμορφώνεται στα 24,18 ευρώ το μήνα και η μεγαλύτερη κατανάλωση γίνεται από νοικοκυριά με εισόδημα από 1.800- 2.000 ευρώ. Οι καταναλωτές, όσον αφορά στις επιπλέον υπηρεσίες που θα ήθελαν από το φούρνο της γειτονιάς, είναι η προσθήκη καφέ, έτοιμου φαγητού και σαλάτας, αλλά και εξιδεικευμένων προϊόντων, για παράδειγμα χωρίς γλουτένη, αλεύρι σίτου κ.ά.
Στην εκδήλωση όπου παρουσιάστηκε η έρευνα, για την κοστολόγηση και τιμολόγηση των προϊόντων αρτοποιίας, ο σύμβουλος του ΒΕΑ για την αγορά και τις επιχειρήσεις, Στέφανος Κομνηνός, επεσήμανε την ανάγκη καταγραφής όλων των εξόδων για την τελική διαμόρφωση της τιμής του προϊόντος, την εξέλιξη κα την επιβίωση της επιχείρησης. Ο κ. Κομνηνός, επισήμανε ότι το επιμελητήριο υποστηρίζει τους βιοτέχνες αρτοποιούς σχετικά με την υιοθέτηση ορθής μεθοδολογίας για την κοστολόγηση των προϊόντων τους.
Από την πλευρά του ο τεχνολόγος Τροφίμων, Σύμβουλος Τεχνολογίας και Καινοτομίας (LESAFFRE HELLAS) Μιχάλης Ορεστίδης, αναφέρθηκε στη μέθοδο αργής ωρίμανσης των προϊόντων άρτου και τα πλεονεκτήματά της, επισημαίνοντας ότι, με αυτό τον τρόπο οι αρτοποιοί έχουν την ευελιξία του χρόνου παραγωγής ποιοτικότερων και γευστικότερων προϊόντων. Ακόμη, ο κ. Ορεστίδης τόνισε, ότι οι αρτοποιοί εξακολουθούν να έχουν τέσσερα σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη βιομηχανία, καθώς μπορούν και διατηρούν την κοινωνική σχέση με τους πελάτες τους, ο καταναλωτής μπορεί να «μυρίσει» το φρέσκο προϊόν που παράγουν, η τραγανή κόρα του ψωμιού δεν υπάρχει σε κανένα συσκευασμένο προϊόν και έχουν τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων, που επιθυμούν οι καταναλωτές για να συνεχίσουν να τους επιλέγουν.
Facebook Comments