Πώς μιλάς για υγεία χωρίς τις ενδιάμεσες δομές;
Γράφει η Δέσποινα Λιμνιωτάκη

Γράφει η Δέσποινα Λιμνιωτάκη
Στις αρχές του 2025, υπήρξε ένα ρεπορτάζ τοπικής εφημερίδας που ζητούσε τη γνώμη του Διευθυντή των ΤΕΠ του Βενιζελείου Νοσοκομείου Κρήτης κ. ‘Οθωνα Φρουδάκη, ο οποίος σημείωσε το εξής συγκλονιστικό: σχεδόν 7 στους 10 ανθρώπους που καταφεύγουν στα επείγοντα του νοσοκομείου, θα μπορούσαν να απευθυνθούν σε ένα κέντρο υγείας ή στην ΤΟΜΥ της γειτονιάς τους.
Το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν το πράττουν, δημιουργεί συμφόρηση στα επείγοντα, πολύωρες αναμονές και φυσικά τη δυσαρέσκεια των ασθενών που είναι φυσικό να θέλουν να βρουν άμεσα μια απάντηση στο πρόβλημα που τους απασχολεί.
Επτά στους δέκα ασθενείς που δεν χρειάζονται νοσοκομείο αλλά σπεύδουν σε αυτό, είναι ένα τεράστιο νούμερο ανθρώπων που βρίσκονται σε σύγχυση ως προς τη σοβαρότητα της κατάστασης τους αλλά και τις διαθέσιμες επιλογές που υπάρχουν για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης.
Το θέμα της υπερφόρτωσης των επειγόντων τμημάτων των νοσοκομείων, δεν είναι κάτι καινούριο, ούτε περιορίζεται σε συγκεκριμένα νοσοκομεία ή περιοχές. Αυτά που δεν έχουν ποτέ πραγματικά συζητηθεί όμως, αφορούν στον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες έχουν συνηθίσει να σκέπτονται το νοσοκομείο ως μοναδικό έγκυρο καταφύγιο για τις ανησυχίες υγείας που έχουν και η ταυτόχρονη απαξίωση των ενδιάμεσων δομών, οι οποίες είτε υπολειτουργούν, είτε χρησιμοποιούνται για σκοπούς συνταγογράφησης και μόνο, χωρίς το τελευταίο να κάνει αλγεινή εντύπωση σε κανένα: οι ενδιάμεσες δομές για συνταγογράφηση, τα νοσοκομεία για θεραπεία. Πώς όμως αυτό συνάδει με τα πρότυπα της κοινοτικής υγείας και της πρωτοβάθμιας φροντίδας που ονειρευόμαστε; Και με ποιον ακριβώς τρόπο τα νοσοκομεία που παραπαίουν, ιδιαίτερα στην επαρχία, θα συνεχίσουν να σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος όχι απλά των ασθενειών αλλά και της πρόληψης και της ανακουφιστικής φροντίδας που εκλιπαρείται από αυτά;
Στην Ελλάδα, υπάρχει έντονη η κουλτούρα νοσοκομείου, η αγωνία του ασθενή να βρεθεί μέσα στην κεντρική δομή που έχει μέσα του μυθοποιήσει ως μοναδική και σωτήρια, για το πρόβλημα του. Φυσικά, στη διαμόρφωση αυτής της κουλτούρας, μεγάλο ρόλο παίζει η υποστελέχωση των κοινοτικών δομών και των κέντρων υγείας, η αδιαφορία για τον θεσμό του προσωπικού γιατρού, η ακρίβεια στη διαχείριση της υγείας που αποτρέπει τεράστιες ομάδες ανθρώπων από το να επιστρέψουν στους ιδιώτες αλλά κυρίως μια γενικότερη νοοτροπία που δεν επενδύει στην πρόληψη, δεν διεκδικεί ποιότητα διαβίωσης αλλά τρέχει να “θεραπευτεί”, συχνά κατόπιν εορτής. Και είναι πολλοί διαχειριστές της υγείας που συντηρούν αυτή τη νοοτροπία και δεν κάνουν συντονισμένες προσπάθειες βελτίωσης των παραπάνω.
Υπάρχει μια δυσπιστία των ανθρώπων σχετικά με το εάν η κοινότητα μπορεί να φροντίσει το πρόβλημα τους, έγκυρα και αποτελεσματικά. Επιπλέον, τα μεγάλα σε αριθμό πλήθη που συρρέουν στα επείγοντα, πρέπει να βρίσκονται σε μεγάλη ψυχική δυσφορία για να πράττουν κάτι τέτοιο αφού, τουλάχιστον για όσο διαρκούν τα συμπτώματα τους, οι ασθενείς μπαίνουν στη διαδικασία να πιστέψουν ότι χρειάζονται νοσοκομειακή περίθαλψη, εκεί που δεν συντρέχει λόγος. Άλλοι, υποφέρουν από κρίση πανικού που μπορεί να γίνει αισθητή ως καρδιακή δυσλειτουργία, πράγμα που περαιτέρω δείχνει έλλειψη γνώσης πρώτων βοηθειών ψυχικής υγείας. Ο υπαρξιακός φόβος ως ψυχοδυναμική μεταβλητή είναι διάχυτος στον τρόπο που οι Έλληνες αναζητούν απαντήσεις στα προβλήματα τους – απλά δεν είναι ικανός να τους κινητοποιήσει νωρίτερα, ώστε να κάνουν πρόληψη και να αφουγκραστούν τις ανάγκες του οργανισμού τους, προτού είναι αργά. Τα νούμερα φωνάζουν από μόνα τους – επτά στους δέκα ανθρώπους φοβούνται ότι θα καταλήξουν, αν δεν απευθυνθούν άμεσα στα ΤΕΠ. Και όλες οι ενδιάμεσες δομές της Ελλάδας, δεν στέκονται ικανές να ανακουφίσουν αυτή τους την αγωνία.
Στην προσπάθεια για δημόσια υγεία, το βάρος δεν πέφτει τόσο στην ανάπτυξη δράσεων και προγραμμάτων, όσο στο να δείξεις καταρχάς στους πολίτες ότι μπορούν να εμπιστευτούν και ότι δεν χρειάζεται να φοβούνται. Από την άλλη, όσοι σχεδιάζουν προγράμματα πρόληψης χρειάζεται να περάσουν από τη δυσπιστία πολιτικών προσώπων και γραφειοκρατών, οι οποίοι δεν κερδίζουν “πόντους” από το να προτείνουν προγράμματα πρόληψης αλλά από βαρύγδουπα πυροτεχνήματα, «τάδε κέντρο!», «δείνα εγκαίνια δομής χωρίς γιατρούς!». Θα έλεγε κανείς ότι η πρόληψη, μια άχαρη διαδικασία που σε βάζει να αναρωτηθείς για τις επιλογές που έχεις κάνει στη ζωή σου, δεν «πουλάει». Η πρόληψη θέλει χρόνο, αφοσίωση, σχέδιο και διεπιστημονική επιμέλεια, όλα πράγματα τρομερά δυσνόητα και αδιάφορα για την πολιτική σκηνή της χώρας που διαχειρίζεται κυρίως επιδόματα και υποσχέσεις. Έτσι τα νοσοκομεία αφήνονται στην τύχη τους, όχι μόνο ως προς τα συστημικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν αλλά και ως προς τη αντιμετώπιση των ανθρώπων που εκνευρίζονται, τα ρίχνουν στο προσωπικό, ασχημονούν η/και ασκούν βία εναντίον νοσηλευτών, εμποδίζουν δηλαδή το ίδιο το λειτούργημα στο οποίο ορκίζονται αφοσίωση. Πρόκειται για συνθήκη εγκατάλειψης, έναν φαύλο κύκλο αγάπης και μίσους που όμως είναι ζήτημα χρόνου προτού πάει σοβαρά στραβά, στη χώρα. Και από αυτό τον φαύλο κύκλο, απουσιάζει η κοινότητα, με τη μορφή της ενδιάμεσης δομής.
Είμαστε όλοι συνένοχοι στον τρόπο που ανακυκλώνεται η απελπισία και η καθήλωση σε μη λειτουργικές προτάσεις δρομολόγησης των ζητημάτων της υγείας.
Facebook Comments