Oxford Economics: Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης κατά ένα έτος μπορεί να μειώσει το χρέος της Ελλάδας κατά 25% του ΑΕΠ


Η γήρανση του πληθυσμού θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών συνταξιοδοτικών συστημάτων και επιβαρύνει τις δημόσιες δαπάνες, τονίζει σε νέα της ανάλυση η Oxford Economics.
Μία απλή αλλά πολιτικά δύσκολη μεταρρύθμιση – η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης κατά ένα έτος – θα μπορούσε να προσφέρει τεράστια οφέλη για τα δημόσια οικονομικά της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με την έκθεση, μια τέτοια μεταρρύθμιση θα οδηγούσε σε μείωση του δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης κατά 14% του ΑΕΠ έως το 2060, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση θα άγγιζε σχεδόν το 25% του ΑΕΠ. Παράλληλα, η αύξηση της απασχόλησης που θα προκύψει θα μπορούσε να ενισχύσει το αναπτυξιακό δυναμικό της Ευρωζώνης κατά 1%.
Η Oxford Economics χαρακτηρίζει την πρόταση «εύκολη συνταγή για ένα πικρό φάρμακο». Από τη μία πλευρά, τα οφέλη είναι προφανή: χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, βελτίωση των δημοσιονομικών ισοζυγίων και μείωση των πληρωμών τόκων. Από την άλλη, το πολιτικό κόστος είναι υψηλό, καθώς η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης είναι μέτρο βαθιά αντιδημοφιλές, περιορίζοντας τις πιθανότητες επανεκλογής κυβερνήσεων που θα το υιοθετήσουν.
Ήδη οι συντάξεις αποτελούν πάνω από το 20% των συνολικών δαπανών των χωρών της Ευρωζώνης, ένα ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί λόγω της γήρανσης. Μάλιστα, σε πολλές χώρες –ανάμεσά τους η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία– οι πολίτες άνω των 66 ετών απολαμβάνουν υψηλότερα εισοδήματα από τον μέσο όρο του πληθυσμού, γεγονός που εντείνει την πίεση στα δημόσια οικονομικά.
Το σενάριο της Oxford Economics προβλέπει σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης σε διάστημα έξι ετών, ξεκινώντας από το 2026. Έτσι, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να μειώσουν το κοινωνικό και πολιτικό κόστος της μεταρρύθμισης, παρουσιάζοντάς τη ως ένα βήμα-βήμα σχέδιο.
Η αλλαγή αυτή θα είχε ισχυρή επιρροή στην πλευρά της προσφοράς, καθώς οι εργαζόμενοι θα παραμένουν στην αγορά εργασίας περισσότερο. Αυτό σημαίνει αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και του συνολικού αριθμού εργαζομένων, αλλά και προσωρινή αύξηση της ανεργίας, καθώς όσοι βρίσκονται κοντά στη συνταξιοδότηση και χάσουν τη δουλειά τους δύσκολα θα επανεκπαιδευτούν.
Η Oxford Economics υπολογίζει ότι μέχρι το 2060 οι εξοικονομήσεις από τη μείωση συνταξιοδοτικών δαπανών θα ξεπεράσουν το 1,5 τρισ. ευρώ, ενώ οι μειωμένες πληρωμές τόκων θα αγγίξουν τα 2,3 τρισ. ευρώ.
Συνολικά, η Ευρωζώνη θα μπορούσε να δει το δημόσιο χρέος να μειώνεται στο 64% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, έναντι 78% στο βασικό σενάριο χωρίς μεταρρύθμιση.
Ο αντίκτυπος στα επιτόκια θα ήταν επίσης θετικός. Το χαμηλότερο δημόσιο χρέος θα οδηγούσε σε μειωμένες αποδόσεις ομολόγων και σε χαμηλότερο «ασφάλιστρο διάρκειας», βελτιώνοντας την πιστοληπτική εικόνα των κρατών.
Η Oxford Economics εκτιμά ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα ωφεληθούν περισσότερο. Για την Ελλάδα, η μείωση του δημόσιου χρέους υπολογίζεται σε περίπου 25% του ΑΕΠ, ένα μέγεθος που μπορεί να αλλάξει καθοριστικά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Η Ισπανία θα καταγράψει αντίστοιχα θεαματική μείωση, άνω του 25%, ενώ σε χώρες με χαμηλότερο χρέος, όπως η Ιρλανδία, το όφελος θα περιοριστεί σε περίπου 2% του ΑΕΠ. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται σε παράγοντες όπως η δημογραφική διάρθρωση και ο βαθμός γενναιοδωρίας των συνταξιοδοτικών παροχών.
Παρά τα προφανή οφέλη, η εφαρμογή μιας τέτοιας μεταρρύθμισης θα είναι πολιτικά δύσκολη. Η Oxford Economics υπολογίζει ότι η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης θα μπορούσε να αυξήσει τον αριθμό των ανέργων κατά 1,6 εκατομμύρια στην Ευρωζώνη και να ανεβάσει το διαρθρωτικό ποσοστό ανεργίας κατά περίπου 0,9%.
Επιπλέον, οι προβολές βασίζονται στην παραδοχή ότι οι κυβερνήσεις θα παραμείνουν δημοσιονομικά υπεύθυνες τις επόμενες δεκαετίες, κάτι που δεν είναι δεδομένο. Σε περίπτωση που οι επιπλέον εξοικονομήσεις διοχετευθούν σε άλλες δαπάνες, τα δημοσιονομικά κέρδη μπορεί να χαθούν.
Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης κατά ένα έτος αναδεικνύεται, σύμφωνα με την Oxford Economics, ως ένα μέτρο με τεράστια μακροπρόθεσμα οφέλη για την Ευρωζώνη και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, όπου θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του δημόσιου χρέους κατά 25% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, αποτελεί μια μεταρρύθμιση με υψηλό πολιτικό κόστος, ένα «πικρό φάρμακο» που δύσκολα θα αποδεχθούν κοινωνίες και κυβερνήσεις. Το δίλημμα για την Ευρώπη είναι σαφές: να τολμήσει μια δύσκολη αλλά σωτήρια αλλαγή ή να συνεχίσει σε ένα μονοπάτι αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων.
Ελευθερία Κούρταλη
Facebook Comments