Η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα και η επαναχάραξη του χάρτη στην Κεντροαριστερά


Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από τη Βουλή και η ταυτόχρονη προαναγγελία ίδρυσης νέου κόμματος δεν αιφνιδίασαν το Μέγαρο Μαξίμου, ούτε και τις πολιτικές αγορές.
Είχαν προβλεφθεί ως φυσική συνέχεια μιας μακράς διαδικασίας αποστασιοποίησης του πρώην πρωθυπουργού από τον ΣΥΡΙΖΑ και του πολιτικού rebranding που επιχειρεί για να επαναπροσδιορίσει τη θέση του στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η εξέλιξη αυτή ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, όχι όμως απαραίτητα με νέα πρόσωπα — αλλά με παλιές σκιές, ιδεολογικές αποσκευές και αναπάντητα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα της Αριστεράς.
Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να ιδρύσει νέο κόμμα εντάσσεται σε μια στρατηγική «επανεκκίνησης» της προσωπικής του εικόνας. Στόχος του, σύμφωνα με στενούς συνεργάτες, είναι να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο ακροατήριο που έχει απομακρυνθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εξακολουθεί να αναζητά πολιτική έκφραση στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, φέρει έντονο άρωμα déjà vu: επιχειρείται μια αναβίωση του αντιδεξιού αφηγήματος της περιόδου 2012-2015, με επίκεντρο τη σύγκρουση με τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η διαφορά, ωστόσο, είναι πως το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον του 2025 δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνο της δεκαετίας της κρίσης. Η Αριστερά σήμερα δεν έχει απέναντί της ένα αποδυναμωμένο πολιτικό σύστημα, αλλά έναν πρωθυπουργό που ελέγχει την κυβερνητική ατζέντα, διατηρεί υψηλά ποσοστά αποδοχής και έχει παγιώσει την εικόνα σταθερότητας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι πλέον ο «αντίπαλος της λιτότητας», αλλά ο αρχιτέκτονας μιας σταθερής οικονομίας με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το Μέγαρο Μαξίμου είχε σταθμίσει το ενδεχόμενο της επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα στην πολιτική με νέα ταυτότητα. «Δεν μας αιφνιδίασε, ήταν ζήτημα χρόνου», σημειώνει χαρακτηριστικά κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, υπογραμμίζοντας ότι η νέα πρωτοβουλία του Τσίπρα αφορά περισσότερο «αναδιάταξη δυνάμεων στον χώρο της Κεντροαριστεράς» παρά πραγματική απειλή για τη Νέα Δημοκρατία.
Το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν πρόκειται, όπως λένε, να αναβιώσει το δίπολο «Μητσοτάκης-Τσίπρας», θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα πολιτικό κεφάλαιο που έχει κλείσει. «Οι πολίτες απάντησαν δύο φορές, το 2019 και το 2023, ποιος εμπνέει εμπιστοσύνη και ποιος όχι», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, αφήνοντας σαφές μήνυμα πως το βάρος της κυβέρνησης πέφτει στην επίλυση των καθημερινών προβλημάτων και όχι στην ανακύκλωση πολιτικών φαντασμάτων.
Η πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα να ιδρύσει νέο κόμμα ερμηνεύεται ως απόπειρα συνολικής ανασύνταξης της Αριστεράς. Ο ίδιος γνωρίζει ότι το brand «ΣΥΡΙΖΑ» έχει υποστεί σοβαρή φθορά. Η ήττα του κόμματος στις διαδοχικές εκλογές, η εσωστρέφεια, αλλά και η απομάκρυνση ιστορικών στελεχών το έχουν αποδυναμώσει πολιτικά και επικοινωνιακά. Ο Τσίπρας επιχειρεί, με όρους marketing, ένα πολιτικό «relaunch»: νέα ονομασία, νέα δομή, νέο αφήγημα.
Ωστόσο, το πρόβλημα της Αριστεράς δεν είναι επικοινωνιακό αλλά ουσιαστικό: έχει χάσει τη συνοχή της, τον κοινωνικό της προσανατολισμό και την ιδεολογική της πυξίδα. Από κόμμα διαμαρτυρίας που εξέφραζε τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε ένα άχρωμο, εσωστρεφές μόρφωμα χωρίς σαφή ταυτότητα. Ο νέος πολιτικός φορέας του Τσίπρα θα πρέπει να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα: είναι ένα κόμμα ριζοσπαστικής Αριστεράς ή ένα κεντροαριστερό project εξουσίας; Θέλει να συγκρουστεί ή να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη;
Χωρίς καθαρή απάντηση, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί ανάμεσα σε δύο ακροατήρια — εκείνο που νοσταλγεί τις αντισυστημικές του μέρες και εκείνο που ζητά υπεύθυνη κυβερνησιμότητα.
Η γραμμή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι σαφής: αποφυγή πόλωσης, αλλά και διαρκής υπενθύμιση των «έργων και ημερών» του 2015-2019. Η φράση του Παύλου Μαρινάκη ήταν χαρακτηριστική:
«Την τελευταία φορά που ο κ. Τσίπρας μιλούσε για φουρτούνες και λιμάνια, ψάχναμε σωσίβια».
Το Μέγαρο Μαξίμου θεωρεί ότι κάθε προσπάθεια του Τσίπρα να παρουσιαστεί ως «νέα αρχή» προσφέρει ευκαιρία να θυμίσει στους πολίτες το κόστος των capital controls, το διχαστικό δημοψήφισμα και την απώλεια άνω των 100 δισ. ευρώ από την οικονομία. Με άλλα λόγια, θα αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση αλλά θα κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια στιγμή, κυβερνητικοί κύκλοι τονίζουν πως ο πραγματικός «πήχης» της κυβέρνησης δεν είναι ο Τσίπρας αλλά οι ίδιες οι δεσμεύσεις της προς τους πολίτες: αποτελεσματικότητα, μεταρρυθμίσεις και συνέπεια. «Ο αντίπαλος μας είναι ο εαυτός μας», αναφέρουν χαρακτηριστικά στελέχη της ΝΔ, υπονοώντας ότι η κυβέρνηση θα κριθεί από το έργο της, όχι από τη ρητορική αντιπαράθεση με την Αριστερά.
Η ίδρυση ενός νέου κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα αναμένεται να επιταχύνει τις διεργασίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο πρώην πρωθυπουργός φιλοδοξεί να «καπελώσει» τον Ανδρουλάκη και να ηγηθεί ενός νέου μπλοκ που θα συσπειρώσει απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Η βάση του ΠΑΣΟΚ παραμένει καχύποπτη απέναντι στον Τσίπρα, θεωρώντας ότι επιχείρησε στο παρελθόν να «εξαφανίσει» τον ιστορικό φορέα της δημοκρατικής Αριστεράς. Από την άλλη, μεγάλο τμήμα των πρώην ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ έχει μετακινηθεί στο Κέντρο ή απέχει πολιτικά. Το «νέο κόμμα» θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα ποια είναι η κοινωνική του ρίζα: η νεολαία, η μεσαία τάξη ή οι χαμηλόμισθοι;
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η κίνηση Τσίπρα μπορεί να αναζωογονήσει προσωρινά τον πολιτικό διάλογο, αλλά δύσκολα θα αλλάξει τις ισορροπίες στην κάλπη. Οι κεντρώοι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να φοβούνται μια «παλινόρθωση ΣΥΡΙΖΑ» όπως το 2019. Αντίθετα, ζητούν από την κυβέρνηση λύσεις στα ζητήματα της ακρίβειας, του κόστους ζωής και της ασφάλειας.
Παράλληλα, η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί και τις δικές της εσωκομματικές προκλήσεις. Η υπόθεση Πάνου Ρούτσι και οι διαφορετικές τοποθετήσεις στελεχών όπως οι Νίκος Δένδιας, Άδωνις Γεωργιάδης και Δημήτρης Αβραμόπουλος κατέδειξαν ότι εντός της ΝΔ συνυπάρχουν διαφορετικές εκφράσεις πολιτικού ύφους και ευαισθησίας. Παρά τις διαφοροποιήσεις, το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει να κρατήσει κλειστό το εσωκομματικό μέτωπο και να εστιάσει στην παραγωγή έργου.
Η παρουσίαση του βιβλίου του Ευριπίδη Στυλιανίδη για την τεχνητή νοημοσύνη, με τη συμμετοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και η εκδήλωση του Αλέξη Πατέλη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, επιβεβαιώνουν τη στρατηγική του πρωθυπουργού να δείχνει ένα κόμμα σε διαρκή ανανέωση και ιδεολογικό εύρος: από το τεχνοκρατικό Κέντρο έως τη φιλελεύθερη δεξιά.
Σε αυτό το περιβάλλον, η κίνηση Τσίπρα λειτουργεί περισσότερο ως πολιτικό «αντίβαρο» παρά ως απειλή. Ο ίδιος επιχειρεί να ξανασυσπειρώσει την Αριστερά, την ώρα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται στον άξονα της σταθερότητας και της ανάπτυξης.
Το πολιτικό 2025 ξεκινά με δύο παράλληλες αφηγήσεις: ο Αλέξης Τσίπρας μιλά για «επιστροφή της κοινωνικής δικαιοσύνης» και «αναγέννηση της Αριστεράς», ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει στο τρίπτυχο «μεταρρυθμίσεις – ανάπτυξη – αξιοπιστία».
Η έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης θα εξαρτηθεί από το ποιος θα καταφέρει να πείσει τη μεσαία τάξη. Αν ο Τσίπρας περιοριστεί σε αντιδεξιά ρητορική χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, το νέο κόμμα του θα έχει την τύχη πολλών αποτυχημένων σχηματισμών της μεταπολίτευσης. Αν όμως καταφέρει να ανανεώσει το αφήγημα της Αριστεράς με ρεαλισμό και προγραμματική σαφήνεια, ίσως επανακτήσει τον ρόλο του ρυθμιστή.
Προς το παρόν, πάντως, το πλεονέκτημα παραμένει στο Μέγαρο Μαξίμου, καθώς οι πολίτες δείχνουν να προτιμούν την πολιτική σταθερότητα από την αμφίβολη «νέα αρχή» του Αλέξη Τσίπρα.
Γιώργος Ευγενίδης
Facebook Comments