Η αϋπνία είναι μια συνήθης διαταραχή του ύπνου που χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία χαλάρωσης ώστε να επέλθει ο ύπνος και/ή τη δυσκολία παραμονής σε κατάσταση ύπνου, παρά τις χρονικές δυνατότητες του ατόμου να απολαύσει επαρκή ύπνο.

Τα άτομα που πάσχουν από αϋπνία συνήθως δεν αισθάνονται ξεκούραστα όταν ξυπνούν, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η αϋπνία έχει σοβαρό αντίκτυπο στα επίπεδα ενέργειας, στη διάθεση, την υγεία, την επαγγελματική ζωή και την ποιότητα ζωής γενικότερα.

Οι περισσότεροι ενήλικες χρειάζονται επτά με οκτώ ώρες ύπνου κάθε βράδυ, με την ιδανική διάρκεια ύπνου να ποικίλλει ελαφρώς από άτομο σε άτομο.

Ένα επεισόδιο αϋπνίας μπορεί να είναι μεμονωμένο και να μην διαρκέσει πολύ, σε κάποιες περιπτώσεις όμως η αϋπνία κρατά για μήνες ή και χρόνια και τότε η διαταραχή χαρακτηρίζεται ως χρόνια.

Η αϋπνία μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή να μην οφείλεται σε κάποια άλλη διαταραχή ή ασθένεια, ή δευτεροπαθής, δηλαδή απότοκο άλλου προβλήματος.

Ποια είναι τα βασικότερα συμπτώματα της αϋπνίας

– Δυσκολία χαλάρωσης τη νύχτα ώστε να επέλθει ο ύπνος

– Διακοπή του ύπνου μέσα στη νύχτα

– Πολύ πρωινό ξύπνημα

– Αίσθημα κούρασης το πρωί

– Κούραση και υπνηλία μέσα στην ημέρα

– Νευρικότητα, κατάθλιψη, άγχος

– Δυσκολία συγκέντρωσης και απομνημόνευσης

– Συχνά λάθη και/ή ατυχήματα

– Πονοκέφαλος (κεφαλαλγία τάσης)

– Ενοχλήσεις στο στομάχι και το γαστρεντερικό γενικότερα

– Επίμονες ανησυχίες σχετικά με τον ύπνο

Κριτήρια για την αναγνώριση της αϋπνίας

Τα άτομα με αϋπνία χρειάζονται τουλάχιστον 30 λεπτά μέχρι να κοιμηθούν και δεν κοιμούνται περισσότερες από έξι ώρες για τρία ή και περισσότερα βράδια την εβδομάδα για ένα μήνα ή και περισσότερο.

Ποια τα αίτια της αϋπνίας

Συνήθη αίτια της αϋπνίας είναι τα εξής:

– Στρες: Ανησυχίες σχετικά με τη δουλειά, το σχολείο, τις σπουδές, την υγεία ή την οικογένεια κρατούν το μυαλό σε εγρήγορση τις βραδινές ώρες, δυσκολεύοντας τον ύπνο. Στρεσόγονα συμβάντα, όπως ο θάνατος ή η ασθένεια ενός αγαπημένου προσώπου, ένα διαζύγιο, μια απόλυση, μπορεί επίσης να οδηγήσουν στην αϋπνία.

– Άγχος: Αγχώδεις διαταραχές, όπως το μετατραυματικό στρες, συνδέονται με τον κακό ύπνο και την αϋπνία.

– Κατάθλιψη: Η κατάθλιψη συνδέεται τόσο με τις υπερβολικές ώρες ύπνου όσο και με τις δυσκολίες στον ύπνο. Η αϋπνία συνοδεύει ποικίλες ψυχικές διαταραχές πέραν της κατάθλιψης.

– Υποκείμενη ασθένεια: Ο χρόνιος πόνος, οι δυσκολίες στην αναπνοή, η συχνουρία (νυκτουρία), συμβάλλουν στην εκδήλωση της αϋπνίας. Παθήσεις που έχουν συνδεθεί με την αϋπνία είναι η αρθρίτιδα, ο καρκίνος, η καρδιακή ανεπάρκεια, η πνευμονοπάθεια, η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, οι διαταραχές του θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός), το εγκεφαλικό επεισόδιο, το Πάρκινσον, το Αλτσχάιμερ.

– Αλλαγές στο περιβάλλον ή στο ωράριο εργασίας: Οι αλλαγές στο καθημερινό πρόγραμμα μπορεί να απορρυθμίσουν το βιολογικό ρολόι του οργανισμού, δυσκολεύοντας τον ύπνο.

– Κακές συνήθειες στον ύπνο: Μερικές από αυτές είναι το ακανόνιστο πρόγραμμα ύπνου, οι δραστηριότητες που προκαλούν διέγερση τη νύχτα, το ακατάλληλο περιβάλλον ύπνου.

– Φαρμακευτική αγωγή: Για παράδειγμα, αντικαταθλιπτικά, φάρμακα για την καρδιά, φάρμακα που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, φάρμακα για τις αλλεργίες, διεγέρτες, κορτικοστεροειδή. Επίσης, μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, όπως συνδυασμοί παυσίπονων, αποσυμφορητικά, και συμπληρώματα αδυνατίσματος ενδέχεται να περιέχουν καφεΐνη και άλλες διεγερτικές ουσίες.

– Καφεΐνη, νικοτίνη, αλκοόλ: Ο καφές, το τσάι, τα αναψυκτικά τύπου κόλα και άλλα καφεϊνούχα ποτά και ροφήματα έχουν διεγερτική δράση και δεν πρέπει να καταναλώνονται από το απόγευμα και μετά. Η νικοτίνη αποτελεί επίσης διεγερτική ουσία. Το αλκοόλ έχει κατασταλτική δράση και προωθεί τη χαλάρωση, όμως δεν επιτρέπει στον οργανισμό να περάσει στα βαθύτερα στάδια του ύπνου και συχνά προκαλεί διακοπές στον ύπνο κατά τη διάρκεια της νύχτας.

– Υπερβολική κατανάλωση φαγητού το βράδυ: Ένα μεγάλο γεύμα το βράδυ προκαλεί δυσφορία και δυσκολεύει τον ύπνο. Μπορεί επίσης να προκαλέσει καούρα ή παλινδρόμηση οξέων, παράγοντες που επίσης συμβάλλουν στην αϋπνία.

Αϋπνία και ηλικία

Η αϋπνία είναι συνηθέστερη στις μεγαλύτερες ηλικίες, λόγω αλλαγών στις συνήθειες του ύπνου, αλλαγές στα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, προβλημάτων υγείας κ.α.

Οι δυσκολίες στον ύπνο δεν αποκλείεται να εμφανιστούν επίσης σε παιδιά και εφήβους. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή οφείλονται συνήθως σε διαφορετικές αιτίες, όπως σε διαφορετική «ρύθμιση» του βιολογικού ρολογιού.

Επιπλοκές από την αϋπνία

Εάν η αϋπνία αποτελεί χρόνιο πρόβλημα και δεν αντιμετωπιστεί, επηρεάζει τόσο την υγεία όσο και την ποιότητα ζωής του ατόμου.

Η χρόνια αϋπνία συνδέεται με χαμηλότερες επιδόσεις στη δουλειά, με αυξημένο κίνδυνο ατυχημάτων (τροχαία, πτώσεις κ.α.), κακή ψυχική υγεία (κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές κ.α.), υπερβολική αύξηση του βάρους, αυξημένο κίνδυνο και πιο σοβαρά συμπτώματα υπέρτασης, καρδιοπάθειας, διαβήτη, κ.α., αυξημένο κίνδυνο κατάχρησης ουσιών.

Θεραπείες και μέθοδοι αντιμετώπισης

Οι αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου και η αντιμετώπιση υποκείμενων προβλημάτων που πιθανώς προκαλούν την αϋπνία είναι δύο απαραίτητα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αϋπνίας.

– Συμπεριφορικές θεραπείες: Εκπαιδεύουν το άτομο να υιοθετήσει καλές συνήθειες στον ύπνο και να βελτιώσει το περιβάλλον του ύπνου. Περιλαμβάνουν την εκπαίδευση σχετικά με τις καλές συνήθειες ύπνου, τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, τις τεχνικές χαλάρωσης, τον έλεγχο ερεθισμάτων, τη φωτοθεραπεία κ.α.

– Φαρμακευτική αγωγή: Ο γιατρός μπορεί να προτείνει συνταγογραφούμενα ή μη συνταγογραφούμενα φάρμακα για την αντιμετώπιση της σοβαρής, χρόνιας αϋπνίας.

– Εναλλακτικές θεραπείες: Συμπλήρωμα μελατονίνης, βαλεριάνα, βελονισμός, γιόγκα, διαλογισμός.


Πηγή: Mayo Clinic

Facebook Comments