Η πλήρης άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν την περασμένη εβδομάδα επικέντρωσαν το διεθνές ενδιαφέρον στις άμεσες οικονομικές συνέπειες που θα έχει η επανενεργοποίηση του πετρελαιοπαραγωγικού δυναμικού της δεύτερης σημαντικότερης χώρας του ΟΠΕΚ για την παγκόσμια τιμή του αργού.

Η προοπτική και μόνο επιστροφής των ιρανικών εξαγωγών στις διεθνείς αγορές στα επίπεδα πριν από την επιβολή του ευρωπαϊκού μποϋκοτάζ εξαγωγών που επιβλήθηκε τον Ιούνιο του 2012 από την Ε.Ε και εφαρμόσθηκε με σαουδαραβική υποστήριξη στους σημαντικότερους Ασιατικούς καταναλωτές ιρανικού πετρελαίου έως και πριν από μερικές εβδομάδες, συνεπάγεται την επιστροφή στις διεθνείς αγορές περί των 600.000 βαρελίων/ημέρα έως τις αρχές Ιουνίου.

Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη υπερπροσφορά και τη διατήρηση της σαουδαραβικής πολιτικής να μην περικόψει την δική της παραγωγή για να ανακάμψουν τις τιμές, η άμεση αντίδραση της αγοράς ήταν να προβλέψει την περαιτέρω πτώση των τιμών έως το πρώτο εξάμηνο του έτους παρά το γεγονός ότι η κινεζική ζήτηση πετρελαίου συνεχίζει αμείωτη συγκριτικά με το 2015. Αν λάβει κανείς υπόψιν ότι η πτώση των τιμών ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2014 μετά την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να συνεπικουρήσει την πτώση των τιμών ώστε να θέσει εκτός συναγωνισμού τις μη-συμβατικές μορφές παραγωγής πετρελαίου των ΗΠΑ και του Καναδά, η περαιτέρω πτώση της τιμής λόγω της αγοραστικής αναπροσαρμογής που θα προκαλέσει η επιστροφή των ιρανικών εξαγωγών συνάδει με τη γεωστρατηγική επιδίωξη του Ριάντ.

Η Σαουδική Αραβία που υφίσταται σημαντική οικονομική ζημία από τη μείωση των τιμών παράγοντας σχεδόν στο 93% της δυναμικότητάς της, υπολόγιζε ότι εάν η τιμή του αργού έπεφτε περίπου στα $80/βαρέλι αυτό θα αρκούσε για να σταματήσει την άνοδο και να επιφέρει την αναστροφή της αύξησης στην αμερικανική και καναδική παραγωγή πετρελαίου. Δυστυχώς για την ίδια αυτό άρχισε να συμβαίνει μόλις οι τιμές έφτασαν στα $50/βαρέλι και δεν έχει ακόμη πλήρως ολοκληρωθεί κάτι που απαιτεί από τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέϊτ, και τα Η.Α.Ε. (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), τους σημαντικότερους συμμάχους του Ριάντ, να διατηρήσουν την παρούσα πολιτική μη περικοπής της παραγωγής τους..

Η στρατηγική του Ριάντ έχει σε μεγάλο βαθμό λειτουργήσει ανακόπτοντας την πορεία επενδύσεων σε πετρελαϊκές υποδομές και σε πεδία παραγωγής που πολύ απλά δεν είναι βιώσιμα υπό ένα χαμηλό καθεστώς τιμών, ανακτώντας εν μέρει το θεμελιώδες στρατηγικό πλεονέκτημα των κρατών του Περσικού Κόλπου, που μπορούν να έχουν κέρδος από τις εξαγωγές πετρελαίου ακόμη και εάν οι τιμές του αργού φτάσουν-όπως έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1990- στα $8/βαρέλι. Πρόσφατη έρευνα της Wood Mackenzie που αφορά το 2015 ανέφερε ότι μια μέση τιμή πετρελαίου στα $60/βαρέλι οδήγησε σε πάγωμα ή σε ακύρωση επενδύσεων σε 68 διαφορετικά σχέδια παραγωγής πετρελαίου συνολικής αξίας $380 δις που θα μπορούσαν να προσθέσουν στην αγορά  2,9 εκβ/η (εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα).

Στην πραγματικότητα το Ριάντ έβαζε σταδιακά πετρέλαιο στην αγορά από το 2014 μειώνοντας την πλεονασματική του παραγωγική δυνατότητα στο μόλις 1 εκατομμύριο βαρέλια/ημέρα, το χαμηλότερο σημείο της τελευταίας 15 ετίας. Εάν θα χρειαζόταν να συντηρήσει και για επιπρόσθετο χρονικό διάστημα τις χαμηλές τιμές τότε το Ριάντ ίσως έφτανε στο πρωτοφανές εδώ και 50 χρόνια σημείο να παράγει στο 100% της δυναμικότητας του που αγγίζει τα 13 εκβ/η. Το γεγονός ότι το Ιράν επιστρέφει στις αγορές αποτρέπει αυτόν τον κίνδυνο για τη Σαουδική Αραβία και παράλληλα μειώνει τα άμεσα δυνητικά έσοδα που θα μπορούσε να έχει το Ιράν από την πώληση του αργού του στις διεθνείς αγορές. Κατά μια αξιοσημείωτη “διαστροφή” όσο πιο γρήγορα και βίαια ανακτήσει το Ιράν την προ του 2012 αγοραστική του ισχύ τόσο χαμηλότερα θα κατεβάσει την τιμή και τόσο περισσότερο θα μειώσει τα πραγματικά του έσοδα.

Μετά τα μέσα του 2016 η δυναμική αυτή θα αρχίσει φυσικά να αντιστρέφεται καθώς η Τεχεράνη θα φτάσει στα προ-κρίσης επίπεδα της παραγωγής της και το Ριάντ θα πρέπει να λάβει μια κρίσιμη απόφαση: Θα συνεχίσει να μην περικόπτει την παραγωγή του σπρώχνοντας τις τιμές ακόμη πιο κάτω μετά τον Οκτώβριο του 2016 ή θα διευθύνει μια συντονισμένη μείωση της παραγωγής τόσο εντός ΟΠΕΚ όσο κυρίως μεταξύ του ΟΠΕΚ και των μεγάλων εκτός ΟΠΕΚ παραγωγών με σημαντικότερη τη Ρωσία, που επίσης βλάπτεται αποφασιστικά από το 13ετές ναδίρ των τιμών? Το Ριάντ θα πρέπει να συντονίσει την παραγωγή τόσο με την Τεχεράνη όσο και με τη Μόσχα (που επέτυχε παρά τις κυρώσεις ρεκόρ 25ετίας στην αύξηση της παραγωγής της στα τέλη του 2015) πείθοντας αμφότερες τις πρωτεύουσες να μειώσουν ταυτόχρονα με το ίδιο την παραγωγή τους ώστε να ανακάμψουν οι τιμές.

Το εάν θα το πετύχει θα εξαρτηθεί όχι μόνο από το εάν θα συνεργαστεί σε τακτικό επίπεδο με τη Ρωσία, όπως το επέτυχε την περίοδο 1999-2002, αλλά κυρίως το πως θα συμπεριφερθεί το Ιράν σε γεωστρατηγικό επίπεδο μετά την αυξημένη οικονομική και διπλωματική ώθηση που θα διασφαλίσει από την άρση των κυρώσεων. Ο βασικός φόβος της Σαουδικής Αραβίας που αποτελεί μετά το Ισραήλ το μεγαλύτερο πολέμιο της συμφωνίας Ιράν-Δύσης για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, είναι ότι η πρόσβαση του Ιράν στα σχεδόν $50 δις που είχαν δεσμευθεί στο πλαίσιο των κυρώσεων σε ξένες τράπεζες, θα χρησιμοποιηθούν από την Ισλαμική Δημοκρατία για να χρηματοδοτηθούν οι γεωστρατηγικοί εταίροι της Τεχεράνης σε όλα τα μέτωπα του ιρανο-(σαουδ)αραβικού ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού στη Μέση Ανατολή, από το Ιράκ και τη Συρία έως την Υεμένη, το Λίβανο (Χέζμπολα/Hezballah) και την πολιτική διεκδίκηση των σιιτικών αραβικών πληθυσμών στο Μπαχρέϊν, το Κουβέϊτ και την ίδια τη Σαουδική Αραβία.

Η εκτέλεση του Σιίτη κληρικού Sheikh Nimr al-Nimr, από το Ριάντ στις αρχές του μήνα που οδήγησε και στην άλωση της Σαουδαραβικής πρεσβείας στην Τεχεράνη πρίν από μερικές εβδομάδες έφερε στην επιφάνεια το επίπεδο της ιρανο-σαουδαραβικής αντιπαράθεσης που έχει εμποτισθεί για πρώτη φορά με την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 από ένα εντονότατο θρησκευτικό/δογματικό φανατισμό ανάμεσα στο Σιιτικό Ισλάμ Ιρανικού τύπου και τον υπερσυντηριτικό σαουδαραβικό σαλαφισμό που αποκαλείται ουαχαμπισμός. Παρά το γεγονός ότι το Ριάντ και τα άλλα κράτη της αραβικής πλευράς του Κόλπου βλέπουν πίσω από κάθε πολιτική κίνηση των σιιτικών τους πληθυσμών το χέρι της Τεχεράνης, οι σαουδαραβικές φοβίες έχουν πραγματικό περιεχόμενο σε ότι αφορά πρωτίστως την παγιωμένη ιρανική υποστήριξη στο καθεστώς Άσαντ, τις ιρακινές πολιτοφυλακές και την λιβανική Χέζμπολα.

Οι ρεαλιστικές επιφυλάξεις της Σαουδικής Αραβίας για την ιρανική συμπεριφορά μετα από τη συμφωνία αναστολή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, περιγράφουν παράλληλα και τα απώτατα όρια αισιοδοξίας για το πόσο θα βελτιωθεί/εμβαθυνθεί η ιρανο-αμερικανική επαναπροσέγγιση που κατέστησε δυνατή τη συμβιβαστική συμφωνία για τα πυρηνικά και στα άλλα μεγάλα ανοικτά ζητήματα της Μέσης Ανατολής προεξαρχούντος του Συριακού. Μολονότι Ουάσινγκτον και Τεχεράνη πολεμούν στην ίδια γραμμή αντιπαράθεσης με το “Ισλαμικό Κράτος” στο Ιράκ και τη Συρία οι απόψεις τους αποκλίνουν και θα συνεχίσουν να αποκλίνουν σε ότι αφορά την επίλυση του Συριακού και την ισχύ που διατηρεί το Ιράν στο ιρακινό σιιτικό πολιτικό και παραστρατιωτικό σύστημα, επιρροή που έχει διευρυνθεί καταλυτικά μετά την επίθεση του ISIS και την κατάληψη σχεδόν του 1/4 της ιρακινής επικράτειας το 2014.

Ούτε ο ανώτατος πολιτειακός/εκτελεστικός ηγέτης της Ισλαμικής Δημοκρατίας, Αγιατολάχ Κχαμενεΐ ούτε μεγάλο μέρος των κεντρώων και συντηρητικών Δημοκρατικών επιθυμούν την περαιτέρω βελτίωση των αμερικανο-ιρανικών σχέσεων, ενώ είναι σαφές ότι στην -μάλλον δύσκολη- περίπτωση εκλογής ενός Ρεπουμπλικανού υποψηφίου στον αμερικανό προεδρικό θώκο τον ερχόμενο Νοέμβριο, οι ΗΠΑ είναι πιθανό έως πολύ πιθανό είτε να αναδιαπραγματευθούν μονομερώς τη συμφωνία Ομπάμα για τα πυρηνικά είτε να αποχωρήσουν από αυτή.

Σε κάθε περίπτωση, στο βαθμό που η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να ακολουθεί το αμερικανικό βηματισμό στις σχέσεις της με το Ιράν, οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από την άρση των κυρώσεων εκτός από τους Ιρανούς θα είναι οι Κινέζοι και φυσικά οι Ρώσοι, οι οποίοι ταχέως μετατρέπουν την ακτογραμμή της Συρίας (Λατάκεια) στο μεσογειακό/μεσανατολικό ανάλογο της στρατιωτικής ισχύος που διατηρούσαν στην Κριμαϊκή πρίν αυτήν ενσωματωθεί στη ρωσική επικράτεια το 2014. 

Facebook Comments