Φορολογικές δηλώσεις και βεβαιώσεις αποδοχών
Σιγά σιγά, οδεύουμε προς την έναρξη του γνωστού ετήσιου αγώνα δρόμου, που δεν είναι άλλος από την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων
Σιγά σιγά, οδεύουμε προς την έναρξη του γνωστού ετήσιου αγώνα δρόμου, που δεν είναι άλλος από την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων
Σιγά σιγά, οδεύουμε προς την έναρξη του γνωστού ετήσιου αγώνα δρόμου, που δεν είναι άλλος από την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων.
Μία από τις εργασίες που θα πρέπει να γίνουν, προκειμένου να είναι όλα έτοιμα, είναι η υποβολή των βεβαιώσεων αποδοχών από τους επαγγελματίες βάσει όσων ορίζει η ΠΟΛ.1025/2017. Προθεσμία υποβολής των βεβαιώσεων είναι η 31η Μαρτίου μέχρι στιγμής.
Οι κωδικοί 301 (καθαρά ποσά από μισθούς, ημερομίσθια κ.λπ.), 325 (Αμοιβές μελών Δ.Σ), 313 (Φόρος που αναλογεί), 315 (Φόρος που παρακρατήθηκε). Οι κωδικοί αυτοί για άλλη μία φορά θα είναι προ συμπληρωμένοι βάσει αυτών που έχουν περιληφθεί στις βεβαιώσεις αποδοχών των εργοδοτών, χωρίς να δίνεται η δυνατότητα στον φορολογούμενο να διορθώσει το ποσό που εμφανίζεται σε περίπτωση που διαπιστώσει κάποιο λάθος.
Σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε τα εισοδήματα φορολογούνται κατά τον χρόνο που δημιουργήθηκε το δικαίωμα είσπραξής τους. Μοναδική εξαίρεση αυτού του κανόνα αποτελούν οι ανείσπρακτοι μισθοί, οι οποίοι μπορούν να φορολογηθούν το έτος που εισπράχθηκαν.
Ο νόμος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Κατ εξαίρεση, για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο, χρόνος απόκτησης του εν λόγω εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται, εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο. Βάσει αυτού καταλαβαίνουμε ότι η διαδικασία υποβολής της βεβαίωσης αποδοχών αποτελεί σημαντικό κριτήριο προκειμένου να μπορέσει ο μισθωτός να καρπωθεί τη δυνατότητα που του δίνει ο νόμος.
Ένα από τα συνηθέστερα σημεία προστριβής του μισθωτού με τον εργοδότη του είναι όταν υπάρχουν απλήρωτες αποδοχές προς αυτόν. Τελικός αποδέκτης τις περισσότερες φορές – για να μην πούμε πάντα – αυτής της προστριβής, είμαστε οι λογιστές των επιχειρήσεων που είμαστε οι υπεύθυνοι αποστολής των εν λόγω βεβαιώσεων.
Σύμφωνα με την Εγκύκλιο, όταν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να γίνουν οι εξής ενέργειες, μετά τη σχετική υπόδειξη από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης βέβαια:
Εκτός από τα ανωτέρω, θα πρέπει κατ’ αναλογία να χωριστούν οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου, αλλά και οι παρακρατούμενοι φόροι.
Ο τρόπος δήλωσης των αποδοχών δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι αυτές έχουν εισπραχθεί, κάτι που βεβαιώνεται με άλλες διαδικασίες άλλωστε, όπως για παράδειγμα είναι η υπογραφή στην απόδειξη μισθοδοσίας. Όμως, ανάλογα με τον τρόπο δήλωσης των αποδοχών μπορεί να αλλάξουν κατά πολύ τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης της φορολογικής δήλωσης του μισθωτού. Για παράδειγμα, εάν ο εν λόγω μισθωτός παράλληλα έχει κι άλλη εργασία, αθροιστικά οι δύο βεβαιώσεις του ανεβάζουν το φορολογητέο εισόδημα, άρα και τον φόρο. Τότε συνήθως είναι οι περιπτώσεις που γινόμαστε αποδέκτες παραπόνων από την μεριά του μισθωτού.
Επίσης, το φορολογητέο εισόδημα είναι αυτό που λαμβάνεται ως βάση μίας σειράς επιδομάτων. Το επίδομα τέκνων, το επίδομα θέρμανσης, το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης, ακόμα κι ο κοινωνικός τουρισμός από τον ΟΑΕΔ, είναι μία σειρά επιδομάτων που βάσει υπολογισμού και ένταξης σε αυτά, αποτελούν το φορολογητέο εισόδημα. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει την έκφραση από κάποιον «χάνω το επίδομα για κάτι που δεν έχω εισπράξει». Ακόμη κι όταν κάποιος θέλει να διαπραγματευτεί το δάνειο που έχει λάβει από την τράπεζα, αυτό που του ζητούν είναι το εκκαθαριστικό και ανάλογα με το εισόδημα γίνεται η διαπραγμάτευση.
Από την άλλη βέβαια, εάν εμφανιστούν ανείσπρακτες μισθωτές υπηρεσίες μπορεί ο μισθωτός να έχει πρόβλημα με την κάλυψη των τεκμηρίων του οπότε να έχουμε παράπονα άλλου είδους.
Το θέμα είναι ότι εάν η επιχείρηση δεν έχει βιβλία διπλογραφικά με τα μέχρι τώρα δεδομένα ήταν αδύνατον να μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά εάν οι μισθοί έχουν πληρωθεί ή όχι. Ακόμα κι αν τα βιβλία ήταν διπλογραφικά, εάν οι μισθωτοί λάμβαναν την αμοιβή τους με μετρητά, πάλι θα υπήρχε η πιθανότητα να ενημερωνόμασταν λάθος. Από 22/12/2016 βέβαια, για να εκπίπτει η μισθοδοσία από τα έξοδα, θα πρέπει να έχει πληρωθεί τραπεζικά, άρα από το 2017 και μετά το δεδομένο αυτό θα είναι ευκολότερα ελέγξιμο από εμάς.
Το πρόβλημα επαναλαμβάνω είναι ότι ο φορολογούμενος δεν έχει δικαίωμα με κανέναν τρόπο να αλλάξει τα στοιχεία ακόμα κι εάν το ζητήσει εγγράφως από την υπηρεσία.
Πέρυσι, στην περίοδο υποβολής των δηλώσεων, μου είχε περιγράψει υπάλληλος μεγάλης εταιρείας που δεν είχε εισπράξει ούτε ένα ευρώ το 2015 την υπόθεση αυτή:
Μπαίνοντας να υποβάλλει τη δήλωσή του, είδε με έκπληξη ότι έχει να φορολογηθεί για όλα τα δεδουλευμένα ύψους περίπου 18.000 ευρώ, χωρίς να έχει εισπράξει τίποτα από αυτά. Στην προσπάθειά του να αλλάξει τα στοιχεία αυτά, κατέληγε στο κενό όπου κι εάν απευθύνθηκε. Παντού κατέληγε ότι η μόνη επιλογή ήταν η δικαστική οδός!!! Ο συνάδελφος από την άλλη δεν είχε επιλογή – ούτε τη δυνατότητα φυσικά – να αλλάξει κατά την κρίση του τις βεβαιώσεις αποδοχών.
Σε κάθε περίπτωση, καλό θα ήταν οι πελάτες μας να μας βεβαιώνουν με κάποιο έγγραφο τρόπο (email, Υ/Δ, κ.λπ.) ότι έχουν καταβάλει τους μισθούς.
Τέλος, κλείνοντας, θα πρέπει να τονίσουμε στους αρμοδίους ότι το σύστημα των βεβαιώσεων αποδοχών θα πρέπει να είναι ανοιχτό όλη τη χρονική περίοδο υποβολής των φορολογικών δηλώσεων, η προθεσμία υποβολής τους να συμβαδίζει με αυτές ή έστω να μην προβλέπεται πρόστιμο στις διορθώσεις αυτών όταν η αρχική έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα.
Σε συνεργασία με τον Ηλία Χατζηγεωργίου – Φοροτεχνικό
Facebook Comments