Με την πρόσφατη υπ’ αρ. 23/2017 Απόφασή του, το Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου ακυρώνει στο σύνολό της Διαταγή Πληρωμής που εξέδωσε Τράπεζα κατά δανειολήπτη λόγω παράνομης μετακύλισης και ανατοκισμού της Εισφοράς του ν. 128/75, αναγνωρίζοντας ότι από το επιτασσόμενο προς καταβολή ποσό της διαταγής πληρωμής δεν προσδιορίζεται το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί στην εισφορά του ν. 128/1975, γεγονός που καθιστά τον τρόπο χρέωσης του ποσού της εισφοράς του ν. 128/1975 και τον ανατοκισμό αυτού, αδιαφανή, και την απαίτηση μη εκκαθαρισμένη και κρίνοντας ότι δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, λόγω της ενσωμάτωσης στον λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της Τράπεζας κατά του οφειλέτη, κάνοντας δεκτή την ανακοπή του δανειολήπτη.
Πρόκειται για Απόφαση ιδιαίτερα θετική για τον δανειολήπτη, αφού διαγιγνώσκεται το ανεκκαθάριστο και μη νόμιμο του συνόλου του ποσού που η Τράπεζα αξίωνε ως οφειλή, λόγω της συγκεκριμένης αδιαφανούς πρακτικής, η οποία ακολουθείται στο σύνολο σχεδόν των δανειακών συμβάσεων, με την μετακύλιση και, στην συνέχεια, τον ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/75, με το εξαιρετικά ενδιαφέρον σκεπτικό της Απόφασης, το οποίο παρατίθεται στην συνέχεια:
«ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ
Αριθμός Αποφάσεως
23/2017
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ
Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου ……………………. και τη γραμματέα ……………… .
Συνεδρίασε Δημόσια στο ακροατήριο του στις 21.10.2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ανακόπτοντα …………………, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής, επί της οδού ………. αριθμ. …. με ΑΦΜ ……….. της Δ.Ο.Υ ………………. ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του Δικηγόρου, Ιωάννη Βαονάκη.
Της καθ’ ής η ανακοπή: Της ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «………………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «……» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….. αριθμ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα. Στο δικαστήριο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου …….. .
Ο Ανακόπτων άσκησε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου την από 19-11-2013 ανακοπή του, η οποία έλαβε αριθμό 604/2013 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 20-2-2013 κατά την οποία αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή του ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί, για τους λεπτομερώς αναφερόμενους σε αυτή λόγους, η υπ’ αριθ. 1523/2013 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, η οποία εκδόθηκε με βάση την αναφερόμενη σε αυτή σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, το ποσό των 18.836,59 Ε πλέον τόκων και εξόδων. Η ανακοπή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ( άρθρα 14 παρ.1 και 33 του ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 632,633, 583,του ΚΠολΔ (βλ. ΕΑ12136/1990 ΕλλΔικ 32, 157, ΒφΘεσ 3208/88 Αρμ. 1989, 985).
Περαιτέρω, η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στους ανακόπτοντες, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 1 εδ.α’ του ΚΠολΔ. Από την προσκομιζόμενη με αριθμό 6.572Γ’/30-10-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………………, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα την 30-10-2013 η δε κρινόμενη ανακοπή κοινοποιήθηκε στην καθ’ ης την στις 20/11/2013 όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό 98ε/20-11-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ),δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Πρέπει δε, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Περαιτέρω στην παρ.3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 ορίζεται ότι «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω i του παρόντος λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστόν ένα (1) τοις χιλίοις ετησίως επί του μόνου ετησίου ύψους των εντός έκαστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων των πιστώσεων προς τράπεζας και ως προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως ως αυτή τροποποιήθηκε συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθείσαν εισφορών».
Στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, εξάλλου, στην οποία αναφέρονται τα προηγούμενα, προβλέπεται άνοιγμα κοινού λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδος για επιστροφή διαφόρων τόκων σε εξαγωγικές επιχειρήσεις. Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ακόμη, ότι ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε με σύμβαση μεταξύ των τραπεζών στις 19 Μαρτίου 1962 και αργότερα στις 30.1.1969 και εγκρίθηκε με τις αποφάσεις 1265/1962 και 1520/1969, αντίστοιχα, της νομισματικής επιτροπής, οι οποίες εγκρίθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η παραπάνω εισφορά δεν αποτελεί φόρο, προμήθεια ή έξοδο των τραπεζών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μετακύλισή της στους δανειολήπτες, αλλά η προσαύξηση συμβατικής μεταξύ των τραπεζών υποχρέωσης λόγω των προαναφερόμενων συμβάσεων που κατήρτισαν στις 19.3.1962 και 30.1.1969. Πέραν αυτού στην παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 2515/1997, που ρυθμίζει την ίδια εισφορά στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζεται ότι η «εισφορά αυτή (ν. 128/1975) επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδύναμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος προς απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος».
Ο διαχωρισμός του νόμου είναι εύλογος στην περίπτωση αυτή, διότι τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού δεν δεσμεύονται από τις προαναφερόμενες συμβάσεις μεταξύ των τραπεζών, που αποτέλεσαν τη βάση της ρυθμίσεως. Από το σύνολο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η εισφορά αυτή του ν.128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που Λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες-πελάτες αυτών. Έναντι του δικαιούχου της εισφοράς ( Τράπεζας της Ελλάδος) υπόχρεος για την καταβολή είναι το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος. Και βέβαια, είναι δυνατή η διά συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (ΑΚ 361, 471 επ.), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή ( Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (ΑΚ 478). Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους ( Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος σ, 444, Κρητικός σε: AK Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 478 αρ. 2),σε κάθε περίπτωση δε υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ, ιδίως των άρθρων 174 και 281 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, 361 ΑΚ 15). Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του ν. 128/1975, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή (βλ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές 1983, σ.280 και με άλλη αιτιολογία ως προς τη θεμελίωση του παρανόμου βλ, ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003.643, ΕφΑθ 1431/2004 ΕΕ,[ππΔ 2004.591).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ισχυρίζεται ότι η απαίτηση που ενσωματώνεται στη διαταγή πληρωμής περιέχει ποσά τα οποία προέρχονται από συνυπολογισμό της εισφοράς του ν.128/75 στο συμβατικό επιτόκιο, η οποία ανατοκιζόμενη σταδιακά, προσαυξάνει παράνομα και σε μεγάλο βαθμό την απαίτησή της καθ’ης και ότι συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι η απαίτηση της καθ’ης καθίσταται μη εκκαθαρισμένη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προπαρατεθείσες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και τα έγγραφα που τα διάδικα μέρη προσάγουν και επικαλούνται και τις προτάσεις αυτών αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά την κρίση του δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά: Με βάση την με αριθμό 1523/2013 διαταγή πληρωμής του δικαστή του ανωτέρω δικαστηρίου ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 18.839,56 Ε, ως χρεωστικό υπόλοιπο, προερχόμενο από την με αριθμό ……………. σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που σύνηψε ο ανακόπτων με την καθ’ ης την 3-6-2011. Η ανωτέρω πιστοδότρια τράπεζα προχώρησε στο κλείσιμο του ανωτέρω λογαριασμού και στην καταγγελία της σχετικής σύμβασης πιστώσεως την 13-12-2011 με την επίδοση στον ανακόπτοντα της από 13-12-2011 εξώδικης γνωστοποίησης-πρόσκλησης, με την οποία τον καλούσε να της καταβάλει το ποσό των 18.839,56 ευρώ, εντόκως με επιτόκιο υπερημερίας από την επόμενη της ημέρας κλεισίματος. Από την επίδικη σύμβαση προκύπτει ότι η επιβάρυνση του πιστούχου με την εισφορά του ν. 128/1975. Το ποσοστό της εισφοράς η καθ’ ης το έχει συμπεριλάβει στο συμβατικό επιτόκιο (αριθμός 3.1 όρος της σύμβασης).
Συνεπώς η καθ’ ης κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως και ανατόκιζε τα ποσά της (αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους ( εκτοκισμός) περιέχοντες και τα ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά. Ο παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γίνεται με την ενσωμάτωση της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεων τόκων. Περαιτέρω από το επιτασσόμενο προς καταβολή ποσό της διαταγής πληρωμής δεν προσδιορίζεται το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί στην εισφορά του ν 128/1975, γεγονός που καθιστά τον τρόπο χρέωσης του ποσού της εισφοράς του ν 128/1975 και τον ανατοκισμό αυτού, αδιαφανή, και την απαίτηση μη εκκαθαρισμένη. Δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, λόγω της ενσωμάτωσης στον λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ης (ΑΠ 1356/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 124/2007 Αρμ 2009.1190). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο παραπάνω λόγος ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων ανακοπής. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η με αριθμό 1523/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου.
Τέλος τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ης η ανακοπή, λόγω της ήττας της ( άρθρο 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ΄αριθ. 1523/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος τα οποία ορίζει σε …..,…. ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του στο Χαλάνδρι, σε έκτακτη , δημόσια συνεδρίαση την 17.2.2017.»
Facebook Comments