Θεραπείες άκρως εξατομικευμένες, με λιγότερες παρενέργειες και κυρίως με σημαντική δυνατότητα παράτασης του προσδόκιμου ζωής προσφέρουν σήμερα οι εξελίξεις στο πεδίο της ανοσοθεραπείας σε ογκολογικούς ασθενείς, ακόμη και σε περιπτώσεις που η κλασική χρήση χημειοθεραπείας δείχνει να έχει αποτύχει.
Η ανοσοθεραπεία ήρθε για να αλλάξει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τον καρκίνο. Κι αυτό διότι σε αντίθεση με τα μέσα που είχαν έως σήμερα οι εξειδικευμένοι επιστήμονες στην “φαρέτρα” τους, η νέα αυτή θεραπευτική προσέγγιση, δεν στοχεύει στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων, αλλά στην χρήση του ίδιου του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς ενάντια στον καρκίνο.
“Η ανοσοθεραπεία αλλάζει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη διαχείριση του καρκίνου, αφού με τη βοήθεια μίας νέας ομάδας παραγόντων, οι οποίοι δεν στοχεύουν απ’ ευθείας στον όγκο, το ανοσοποιητικό σύστημα “εκπαιδεύεται” στο να αναγνωρίζει τον καρκίνο και να τον εξαφανίζει” ανέφερε μιλώντας στο περιθώριο του 23ου Συνεδρίου Κλινικής Ογκολογίας που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, ο Dr. Federico Cappuzzo, Διευθυντής του Ογκολογικού Τμήματος του Ospedale Civile, της Ravenna.
Μετά τις στοχευμένες θεραπείες λοιπόν, τις οποίες οι ειδικοί έχουν στη διάθεσή τους εδώ και κάποια χρόνια, η επιστήμη προχωρά ένα βήμα παραπέρα στη θεραπεία των ογκολογικών ασθενών, αξιοποιώντας τον ίδιο τον οργανισμό για την πρόκληση αλλαγών στην ανοσολογική απάντηση απέναντι στο νεόπλασμα.
Τί καινούργιο φέρνει η ανοσοθεραπεία; Όπως εξήγησε στο Marketnews ο Dr. Federico Cappuzzo, η ανοσοθεραπεία εστιάζει στην “αντιμετώπιση” των παραγόντων που δρουν ανασταλτικά στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων από τα Τ-λεμφοκύτταρα, δίνοντας την δυνατότητα επιμήκυνσης του προσδόκιμου επιβίωσης των ασθενών.
Τα Τ- λεμφοκύτταρα αποτελούν μέρος του ανοσοποιητικού μας συστήματος, τα οποία έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν τα καρκινικά κύτταρα και να προσκολλώνται επάνω τους. Στην προσπάθειά τους ωστόσο αυτή, ανασταλτικό ρόλο παίζουν κάποια σημεία ελέγχου, του ανοσοποιητικού, μεταξύ άλλων οι PD1, PD-L1, CTLA-4.
“Η μοντέρνα ανοσοθεραπεία εκπροσωπείται κυρίως από τους αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού, που σημαίνει ότι στοχεύουμε μία συγκεκριμένη πρωτεΐνη που είναι παρούσα στο λεμφοκύτταρο. Το λεμφοκύτταρο ανήκει στο ανοσοποιητικό σύστημα και άρα δεν είναι κάτι που σχετίζεται άμεσα με τον όγκο. Έτσι, στοχεύουμε το λεμφοκύτταρο με όλους αυτούς τους παράγοντες, ρυθμίζοντας την δραστηριοποίηση του λεμφοκυττάρου ”, αναφέρει ο Dr. Cappuzzo.
Μία σειρά κλινικών μελετών μάλιστα έχει επιβεβαιώσει ήδη την αποτελεσματικότητα της προσέγγισης αυτής, ενώ ήδη αρκετοί διαφορετικοί παράγοντες- οι αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού (check point inhibitors) έχουν μπει στην κλινική πρακτική συμβάλλοντας στην μακροχρόνια επιβίωση των ασθενών.
Τα πλεονεκτήματα
Πιο συγκεκριμένα, αν και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ακριβώς το μέγεθος της ωφέλειας, έχουμε ένα 20% των ασθενών με μακρά επιβίωση, η οποία φθάνει τα 3 ή ακόμα και τα 5 χρόνια, με το ποσοστό αυτό μάλιστα να αυξάνεται. “Παρότι θέλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί στα όσα λέμε, και να μην προκαλούμε ψευδαισθήσεις, έχουμε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούμε τον όρο καθοριστική θεραπεία (definitive cure) ακόμη και σε ασθενείς με μεταστατική νόσο”, τονίζει ο Dr. Cappuzzo.
Την ίδια ώρα, ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που έχουμε με την ανοσοθεραπεία είναι ότι χαρακτηρίζεται ως πολύ καλά ανεκτή, με λίγες μόνο περιπτώσεις κάποιες φορές να εμφανίζουν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες, τις οποίες οι γιατροί αντιμετωπίζουν βάσει των υπαρχουσών κατευθυντήρων οδηγιών Κάθε φάρμακο άλλωστε έχει παρενέργειες. Ωστόσο, το ποσοστό των ασθενών που βιώνουν τις παρενέργειες αυτές είναι πραγματικά περιορισμένο (κάτω του 10%).
Έχει σημασία επίσης ότι το συχνότερο ανεπιθύμητο σύμπτωμα που παρουσιάζεται σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ανοσοθεραπεία είναι η κόπωση και όχι η αλωπεκία, ή η ναυτία ή οι έμετοι. Δεν παρατηρούνται λοιπόν οι κλασικές ανεπιθύμητες ενέργειες της χημειοθεραπείας με την ανοσοθεραπεία.
Οι έρευνες
Ξεκάθαρα στοιχεία υπάρχουν τόσο από ασθενείς που είχαν λάβει ήδη χημειοθεραπεία (in second line), όσο και από ασθενείς που δεν είχαν προηγουμένως εκτεθεί σε χημειοθεραπεία (in front line). Επίσης για κάποιους ασθενείς με αυξημένες τιμές μίας συγκεκριμένης πρωτεΐνης που αποκαλούμε PDL1, αυτή ενδέχεται να αποτελεί δείκτη απάντησης στη θεραπεία.
Σήμερα έχουμε τέσσερις μεγάλες κλινικές έρευνες, που εξετάζουν διαφορετικούς παράγοντες, με τα ίδια όμως αποτελέσματα. “Κάθε φάρμακο φυσικά παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα. Το pembrolizumab και το nivolumab είναι αρκετά παρόμοια, καθώς στοχεύουν στον PD1. To atezolizumab είναι λίγο διαφορετικό, καθώς στοχεύει στην πρωτεΐνη PD-L1. Υπάρχουν επίσης και κάποιοι άλλοι παράγοντες που στοχεύουν κάποια από τις παραπάνω ή άλλες πρωτεΐνες καθώς και πολλοί άλλοι παράγοντες που αυτή τη στιγμή βρίσκονται υπό διερεύνηση και οι οποίοι στοχεύουν ποικιλοτρόπως στο λεμφοκύτταρο” εξηγεί ο Dr. Cappuzzo.
Ο ίδιος, δε, εξηγεί ότι σε όρους δραστικότητας οι τρεις θεραπείες έχουν περιορισμένες διαφορές και παρόμοια δράση. “Υπάρχουν κάποια δεδομένα που δείχνουν ότι μάλλον το atezolizumab θα μπορούσε να δώσει λιγότερες ανεπιθύμητες πνευμονικές παρενέργειες. Αυτή είναι η μοναδική ένδειξη που έχουμε. Αλλά παγκοσμίως το προφίλ δραστικότητας και ασφάλειας των τριών αυτών παραγόντων είναι παρεμφερές”.
Ο Dr. Cappuzzo ανέφερε επίσης ότι το atezolizumab έχει ακόμη ένα πλεονέκτημα που σχετίζεται με τον προγραμματισμό χορήγησης, καθώς χορηγείται κάθε 3 εβδομάδες, κάτι που είναι πιο βολικό για τους ασθενείς, αφού δεν είναι αναγκασμένοι να προσέρχονται στο νοσοκομείο σε συχνότερη βάση.
Άποψή του πάντως είναι πως πιθανόν ένας μόνος παράγοντας δεν είναι αρκετός για την ραγδαία αύξηση του αριθμού των ασθενών που θα μπορούσαν να επωφεληθούν, αλλά πως στο μέλλον με τον συνδυασμό των διαφόρων παραγόντων με άλλα φάρμακα θα μπορούσαμε ίσως να βελτιώσουμε σημαντικά τα αποτελέσματα των όσων παρατηρούμε τώρα.
“Προς το παρόν να αναφερόμαστε ασφαλώς σε μία μικρή αναλογία ασθενών, αλλά πιθανότατα – το τονίζω- τα στοιχεία αυτά να μπορούν να βρουν εφαρμογή όχι μόνο στο μελάνωμα, αλλά πιθανότατα, και στον καρκίνο του πνεύμονα” επισημαίνει ο Dr. Cappuzzo.
Εξατομικευμένες θεραπείες
Η ανοσοθεραπεία, πρέπει επίσης να σημειωθεί, αφορά σε εξατομικευμένη θεραπευτική αντιμετώπιση, στόχος της οποίας είναι να αντικαταστήσει σταδιακά τη χημειοθεραπεία, ως μοναδική επιλογή των ασθενών.
Είναι ενδεικτικό άλλωστε πως ενώ μόλις την περασμένη χρονιά το 80% των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα υποβάλλονταν σε χημειοθεραπεία, ως θεραπεία πρώτης γραμμής, σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό εκτιμάται ότι έχει περιοριστεί σε 50%. Σε ό,τι αφορά τις δεύτερης γραμμής θεραπείες, δε, η θεραπεία επιλογής πλέον φαίνεται να είναι η ανοσοθεραπεία.
Γι’ αυτό και όπως εκτιμά το Dr. Cappuzzo, “μέσα στα επόμενα χρόνια θα μπορούσαμε να έχουμε αντικαταστήσει τη χημειοθεραπεία σε σημαντικό βαθμό. Δεν μπορούμε να το κάνουμε σήμερα, αλλά ήδη μειώνουμε τον αριθμό των ασθενών στους οποίους η χημειοθεραπεία είναι η μόνη επιλογή που έχουν”.
Facebook Comments