Το πραγματικό επαχθές χρέος της Ελλάδας
«Επαχθές» χαρακτηρίζεται διεθνώς ένα κρατικό χρέος ή τμήμα αυτού, όταν «επάγει άχθος» επί των ώμων μιας κοινωνίας εξαναγκαστικά
«Επαχθές» χαρακτηρίζεται διεθνώς ένα κρατικό χρέος ή τμήμα αυτού, όταν «επάγει άχθος» επί των ώμων μιας κοινωνίας εξαναγκαστικά
Όταν η επωμιζόμενη το χρέος κοινωνία δεν μετέχει στη χρήση του προϊόντος του δανεισμού. Ως τέτοιο λοιπόν είναι το αποτέλεσμα δανείων, που συνάπτονται είτε με παράνομες κυβερνητικές αποφάσεις (από κυβερνήσεις δηλαδή που δεν απολαμβάνουν λαϊκής νομιμοποιήσεως), είτε συμφωνάται η αποπληρωμή τους με ληστρικά επιτόκια δανεισμού (πολύ πάνω από τα επίπεδα της αγοράς τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή).
Στην Ελλάδα, από την ημέρα της εντάξεως της στο τριμερή μηχανισμό στηρίξεως και την από αυτόν χρηματοδότηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, επειδή οι συνοδευτικοί του όροι (που ανελήφθησαν ως προαπαιτούμενοι της στηρίξεως και επέβαλαν τη λήψη περιοριστικών μέτρων) ήσαν επώδυνοι, με δυσμενείς επιπτώσεις για τα εισοδήματα των πολιτών, διάφοροι πολιτικοί χώροι άρχισαν να κάνουν χρήση του ευρηματικού ιδεολογήματος του «επαχθούς χρέους», προκειμένου να καρπωθούν πολιτικό όφελος.
Απευθύνθηκαν στα ταπεινότερα ένστικτα των πολιτών, που αναζητούσαν δικαιολογητική βάση, επί της οποίας να εδράσουν την αντίθεση τους στις ακολουθούμενες δυσάρεστες πολιτικές, τις οποίες υφίστανται, παρά την «αθωότητα» τους.
Προσπάθησαν να διοχετεύσουν στη κοινωνία τη πεποίθηση ότι κακώς καλείται εκείνη να υποστεί τα περιοριστικά μέτρα και να σηκώσει το βάρος της αποπληρωμής των σωρευμένων χρεών, αφού δεν ευθύνεται γι αυτά, αλλά είναι θύμα σκευωριών άλλων, εγχωρίων και εξωχωρίων, παραγόντων (ποίων άραγε;). Διεκήρυξαν ότι τα δάνεια που επί 35 χρόνια λαμβάνει η χώρα χρησιμοποιήθηκαν για πλουτισμό περιορισμένου αριθμού ιδιωτών (επιχειρηματιών ; πολιτικών 😉 και ως εκ τούτου δεν πρέπει να τα αναγνωρίσουμε ως κοινωνία και κατά συνέπεια οφείλουμε να αρνηθούμε την εξόφληση τους.
Όλα τα κοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα, πλήν των δύο καθεστωτικών, που ασκούν διαχρονικά τη διακυβέρνηση της χώρας, έκαναν χρήση του εφευρήματος. Τόσο εκείνα της αριστεράς (ΚΚΕ, σύριζα), όσο και εκείνα που γεννήθηκαν από τη μήτρα της λαϊκής δεξιάς (ΑΝΕΞΕΛ) ή γιγαντώθηκαν ως αποτέλεσμα της κρίσεως (ΧΑ). Ας θυμηθούμε ενδεικτικά τη παρά φύση συμμαχία και εκλογική σύμπραξη της συντηρητικότατης «Δημοκρατικής Αναγεννήσεως» του κου Παπαθεμελή και της νεοσύστατης αριστεράς κινήσεως «ΕΠΑΜ» του κου Καζάκη, εκ των πρώτων που ύψωσαν το λάβαρο του επαχθούς χρέους και της αναγκαιότητας μη πληρωμής του. Μια σύμπραξη που, υπό τη χαρακτηριστική ονομασία «ΟΧΙ», στήριξε το σύνολο της εκλογικής της καμπάνιας ακριβώς στην επικοινώνηση στους ψηφοφόρους του μηνύματος αρνήσεως πληρωμών προς τους διεθνείς τοκογλύφους!
Δυστυχώς για όλους τους δημοκόπους και λαϊκιστές απανταχού της χώρας, το ιδεολογικό τους κατασκεύασμα υπήρξε βραχύβιας αποτελεσματικότητας και απαξιώθηκε σύντομα από μόνο του, αφού τα επιχειρήματα, με τα οποία επιχείρησαν να το στηρίξουν, ήσαν χονδροειδέστατα και ανυποστήρικτα. Η Ελλάδα είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία από το 1974 και οι κυβερνήσεις της είναι αιρετές, εκλεγόμενες από τους πολίτες με δημοκρατικό τρόπο. Απολαμβάνουν επομένως λαϊκής νομιμοποιήσεως. Τουλάχιστον όσον αφορά τον τρόπο εκλογής τους.
Επί πλέον τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ και εντεύθεν, είναι τα χαμηλότερα δυνατά. Από το 2002 έως και την αρχή της κρίσεως ήσαν σχεδόν παρομοίου ύψους με τα Γερμανικά, ενώ μετά τη σύναψη της δανειακής συμβάσεως με τη τριμερή παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (περίπου 2,5-3%), 4 και 5 φορές χαμηλότερα από τα επίπεδα που θα ήταν διατεθειμένες να μας δανείσουν οι αγορές (εάν και εφόσον).
Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους είναι πράγματι «επαχθές», όχι όμως εκ του λόγου, στον οποίο το αποδίδει η παραπάνω αντίληψη. Πρόκειται για το χρέος που φόρτωσε στη χώρα ο τρόπος ασκήσεως της πολιτικής εκ μέρους τόσο των κυβερνητικών ελίτ (όσο και του συνόλου της αντιπολιτεύσεως δια της εξωθήσεως των εκάστοτε κυβερνώντων), μέσα από ένα ευρύτατο φάσμα αποφάσεων και πρακτικών, που περιβάλλονταν μέν από όρους «νομιμότητας», αλλά ουσιαστικά αντανακλούσαν, ακόμη και μέσα στη σημερινή κρίση, είτε συναλλαγές της εξουσίας με εστίες συμφερόντων, είτε επιλογές που εξυπηρετούσαν όχι το δημόσιο, μα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα.
Ουσιαστικά η κρίση ανέδειξε το τεράστιο εγγενές, συστημικό, ηθικό και αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας μας. Ανέδειξε τη σθεναρή άρνηση των κυβερνήσεων να ανατρέψουν, έστω στο «και πέντε», τη καθεστηκυία στρεβλή σκανδαλώδη «τάξη πραγμάτων», που τα κόμματα τους έχουν οικοδομήσει πέτρα πέτρα από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν και αποτελεί ένα πλέγμα σχέσεων και δομών, που συνίσταται από:
Αποτέλεσμα της απροθυμίας των πολιτικών να μεταρρυθμίσουν το «οικοδόμημα» ήταν και παραμένει ο άδικος επιμερισμός των συνεπειών της κρίσεως. Το βάρος κλήθηκε να σηκώσει το σύνολο της κοινωνίας και ανισομερώς, ακόμη και οι πλέον αδύναμοι, ασχέτως εάν δεν ωφελήθηκαν όλοι και στον ίδιο βαθμό, από τη διανομή του προϊόντος του δανεισμού.
Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ωφελειών προσπορίστηκαν οι σχετιζόμενοι με τις παντοειδείς δημόσιες δομές. Είτε ως εργαζόμενοι στο εσωτερικό τους, είτε ως εξωτερικοί συνεργάτες αυτών. Ωφελήθηκαν οι αγρότες και οι συνταξιούχοι. Οι κάθε είδους συντεχνίες, που τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα του εκβιασμού της κοινωνίας, προκειμένου να επιτυγχάνουν τις επιδιώξεις τους. Οι διαπλεκόμενοι παρατρεχάμενοι της εκάστοτε εξουσίας. Οι πολιτικές ελίτ. Ο ιδιωτικός τομέας αντιθέτως επωμίστηκε δυσανάλογα μεγάλο μέρος των βαρών. Και σχεδόν κατέρρευσε. Τόσο στην υπαλληλική εκδοχή του, όσο και στην εργοδοτική.
Εκτός του πολιτικού συστήματος όμως, άρνηση προέβαλε και η κοινωνία. Η πλειοψηφία των πολιτών «πείστηκε» (ή ήθελε να πειστεί) από μεγάλη μερίδα του πολιτικού συστήματος ότι τα θεσπιζόμενα μέτρα προσαρμογής οφείλονται στις δανειακές συμβάσεις με τη τριμερή (μνημόνια). Και τις στοχοποίησε. Εξέλαβε ως αίτιο το αιτιατό. Στη πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα ακριβώς της αρνήσεως του πολιτικού συστήματος να θίξει τα κέντρα της βαθιάς ανισότητας και ανισορροπίας στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή, και πρωτίστως στο δημόσιο τομέα.
Πρόκειται για τις περιβόητες «κόκκινες γραμμές» του συστήματος. Αυτή η άρνηση σηματοδοτεί τη τεράστια ποιοτική διαφοροποίηση της Ελλάδας από τις ώριμες δημοκρατίες της ΕΕ, στις οποίες τόσο το κράτος, όσο και η κοινωνική δικαιοσύνη, είναι κατακτήσεις αιώνων, κατακτήσεις βαθιές. Σε καμία από αυτές τις χώρες δεν είναι εφικτή η λειτουργία του πολιτικού συστήματος με τόσο κυνικό και αρπακτικό τρόπο, όσο στη δική μας, για τη συντήρηση παρόμοιων καταστάσεων και ανισορροπιών.
Αντιθέτως ένας συνδυασμός καταλλήλων θεσμών, κουλτούρας, κανόνων και πρακτικών, κοινωνίας πολιτών, συναισθήσεως ευθύνης, λειτουργεί προς όφελος της αναπτύξεως, της σταθερότητας, του αισθήματος ισονομίας στην αντιμετώπιση των πάντων, της διαρκούς βελτιώσεως της θέσεως αυτών των χωρών στο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας.
Το «επαχθές χρέος» που ως κοινωνία καθολικά δημιουργήσαμε στο εσωτερικό της οικονομίας μας, το μερίδιο του κράτους και των πολιτικών στη διόγκωση του, καθώς και σκέψεις για ορθολογικές πολιτικές αντιμετωπίσεως του, οι εμπνευστές του ιδεολογήματος του επαχθούς χρέους δεν θέλησαν να τα προσεγγίσουν. Είναι προφανές ότι αυτό το είδος «επαχθούς χρέους» γίνεται σιωπηρά αποδεκτό από πολιτικές ελίτ και μεγάλους πληθυσμιακά επαγγελματικούς χώρους, καθώς επιτρέπει στα συστήματα εξουσίας και στις κάθε είδους προσοδοθηρικές ομάδες να αντλούν οφέλη, να αναβαθμίζουν τη θέση τους, να διευρύνουν την επιρροή τους και να αναπαράγονται.
Βιβλιογραφία:
Facebook Comments