Από το 2009, που ξέσπασε η ελληνική κρίση χρέους, ένας ενδημικός παραλογισμός κατέλαβε τους πάντες εντός της χώρας. Η προσπάθεια απόδοσης των ευθυνών σε τρίτους. Συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, αδυναμίες, σφάλματα, ιδεοληψίες δεκαετιών, ήσαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ σε αυτό το τόπο.

Επιχειρήθηκε να αποσιωπηθούν, ενώ παράλληλα υποκαταστάθηκαν στο δημόσιο διάλογο από κραυγές, κατάρες και μια μονομερή έμφαση στην απόσειση από το εγχώριο πολιτικό προσωπικό και τη πλειονότητα των πολιτών των ευθυνών τους για την έλευση της κρίσης. Όλες οι αιτίες του κακού αποδόθηκαν σε εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι έκτοτε δαιμονοποιήθηκαν.

Ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, η κυβέρνηση του οποίου συνήψε τη δανειακή σύμβαση με τη τριμερή των δανειστών, ευθύς εξ αρχής ακολούθησε μια παρελκυστική πολιτική άρνησης εφαρμογής των συμφωνηθέντων και ταυτόχρονης μετάθεσης ευθυνών στις ασύδοτες αγορές και στους ευρωπαίους εταίρους, αποποιούμενος οιαδήποτε ατομική ή κομματική ευθύνη και ασκώντας ουσιαστικά πολιτική εξαγωγής ευθυνών.

Το ΠΑΣΟΚ, το κατ’ εξοχήν κόμμα των παροχών, βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να είναι αυτό που επωμίστηκε το βάρος της εξόδου από τη κρίση τη δύσκολη ώρα. Για το ξεπέρασμα της ήταν υποχρεωμένο να ασκήσει πολιτικές εντελώς αντίθετες με τη λογική, την ιδεολογία και το παρελθόν του. Και δεν το άντεξε. Απέτυχε και «απήλθε» συρρικνούμενο ιδεολογικά και εκλογικά.

Αλλά και η ΝΔ έχει κάθε συμφέρον να αναμασά τα περί διεθνούς κρίσης και των επιπτώσεων της στην Ελλάδα. Σαφής στόχος της η προστασία της περιόδου της δικής της διακυβέρνησης υπό τη φωτισμένη ηγεσία του Κ. Καραμανλή του νεότερου. Με κάθε τρόπο έπρεπε να μείνουν στο απυρόβλητο και να λησμονηθούν οι επεκτατικές πολιτικές της και το όργιο μεγέθυνσης του κράτους με αναρίθμητες προσλήψεις και δημιουργία νέων φορέων κατά τα 5,5 χρόνια της παραμονής της στην εξουσία.

Το «επίτευγμα» του 2009 με δημοσιονομικό έλλειμμα 15,4% του ΑΕΠ, που μεταφραζόταν σε 36 δίς ευρώ περισσότερες δαπάνες από έσοδα, θα παραμείνει μάλλον ιστορικά αξεπέραστο και αντικείμενο έρευνας και προβληματισμού των οικονομολόγων της επόμενης περιόδου. Οι ευθύνες της ΝΔ για τη πυροδότηση της κρίσης ελλειμμάτων, χρέους και αδυναμίας δανεισμού από τις αγορές ήσαν εγκληματικές. Όποτε το θέμα αυτό ανακύπτει έκτοτε στο δημόσιο διάλογο, οι πρωτεργάτες και τα εξαπτέρυγα της περιόδου των «επιτευγμάτων» οργίζονται και ορθώνουν προστατευτικό τείχος για τον τότε πρωθυπουργό, ο οποίος κατά ένα μυστήριο τρόπο έχει καταφέρει να βρίσκεται απεκδυμένος από κάθε ευθύνη και εκτός του «κάδρου» των αποδιοπομπαίων σήμερα (!;)

Η αριστερά επίσης, στο σύνολο των εκδοχών της, υποβαθμίζει διαχρονικά τις ευθύνες στο εσωτερικό της χώρας και στρέφει τα βέλη της προς την εσπερία. Κατανοητό. Για την αριστερά περίοπτη θέση στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο καταλαμβάνει το επιχείρημα ότι η κρίση οφείλεται στη παγκοσμιοποίηση. Ότι είναι ενδημικό στοιχείο του καπιταλισμού, ο οποίος σε συνδυασμό με τον επάρατο νεοφιλελευθερισμό είναι γενεσιουργοί παράγοντες της κρίσης και επομένως η αντιμετώπιση της πρέπει να στηριχτεί στην εξάλειψη αυτών των παραγόντων.

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στις αναλύσεις της παντοειδούς αριστεράς, αλλά και του «τριτοκοσμικού» ΠΑΣΟΚ, κυριαρχούσε η θεωρία της εξάρτησης από τα διεθνή – εξωγενή ιμπεριαλιστικά κέντρα. Μάλιστα  αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι η βασικότερη ιδεολογική παράμετρος του ΠΑΣΟΚ ήταν η θεωρία της «άνισης ανάπτυξης» (1) μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας». Σύμφωνα με αυτή το ιμπεριαλιστικό «κέντρο» μεριμνούσε για τα δικά του συμφέροντα και με τις ποικίλες μορφές εξάρτησης που είχε υφάνει σε βάρος της «περιφέρειας», την κρατούσε υπανάπτυκτη, σε όφελος της δικής του ανάπτυξης (2). Επομένως οι περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, ήταν αδύνατο να αναβαθμίσουν τη θέση τους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας εάν δεν αποδρούσαν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του «κέντρου» (3). Μοιραία (κατά μεσσιανικό αναπόδεικτο τρόπο) η μόνη αναπτυξιακή τους διέξοδος ήταν η οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής αυτάρκους οικονομίας. (4)

Η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ και αργότερα στην ευρωζώνη έθεσε σύντομα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τις θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις, που όμως σημάδεψαν τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης δύο γεννεών.

Η ελληνική αριστερά, το λαϊκίστικο δημοκοπικό ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι κοινωνιστές της λαϊκής δεξιάς έχουν σημαντικότατους λόγους να συμπίπτουν στη θεωρία της απόδοσης ευθυνών σε ξένα κέντρα. Επικέντρωση στους ενδογενείς παράγοντες της κρίσης θα σήμαινε ανάγκη θεμελιακών ανατροπών σε παραγωγικές δομές, αντιλήψεις δεκαετιών, συμπεριφορές, ιδεοληψίες και προτάσεις διεξόδου. Όλες οι αναλύσεις και οι μελέτες δείχνουν ότι οι βασικές αποφάσεις για τη (μη) ανάπτυξη της χώρας, την οικοδόμηση ενός οικονομικού μοντέλου παρασιτικού αντί παραγωγικού, τη διαφθορά, την υπόθαλψη και εξυπηρέτηση ειδικών προσοδοθηρικών συμφερόντων, το προστατευτισμό επαγγελμάτων και αγορών, τον αρνητισμό απέναντι στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, τις παντοειδείς στρεβλώσεις, έχουν ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό: σχετίζονται με το κράτος.

Αναγνώριση από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα των ενδογενών αιτίων της κρίσης θα  τα οδηγούσε αφενός στον επιμερισμό των ευθυνών τους για τη χρεοκοπία, αφετέρου στην έντονη αμφισβήτηση του κράτους και του ρόλου του από τη κοινωνία.

Σοσιαλδημοκράτες δημοκόποι και λαϊκοδεξιοί κοινωνιστές είναι σταθεροί υπέρμαχοι του κρατισμού. Όχι από ιδεολογική εμμονή, μα για λόγους συμφέροντος. Στην ιστορική τους διαδρομή ως φορείς άσκησης εξουσίας άλωσαν το κράτος, το κομματικοποίησαν, το μετέτρεψαν σε κυβερνητικό λάφυρο και πελατειακό μηχανισμό εξαχρείωσης συνειδήσεων και εξυπηρέτησης συμφερόντων.  Χωρίς τον έλεγχο του διακυβεύεται η κυβερνησιμότητα τους, η ίδια τους η υπόσταση.

Η αριστερά πάλι φοβάται κάθε αμφισβήτηση του κράτους, όχι τόσο ως θεσμού, αλλά ως συγκεκριμένου μοντέλου λειτουργίας στην ελληνική διάσταση του κολεκτιβισμού.. Η αριστερά ήταν πάντοτε αντίθετη σε κάθε μείωση της κρατικής παρουσίας, ακόμη και της πιό ασήμαντης, ανεξάρτητα από το κόστος που σώρευε εκείνη για τη κοινωνία και την οικονομία. Το κράτος είναι το εργαλείο, μέσω του οποίου μπορεί να υλοποιηθεί η αντίληψη της για τη διακυβέρνηση μιας χώρας (5).

Υπερασπίστηκε πάντοτε σθεναρά και σταθερά την απόλυτη ακαμψία, αφού, κάθε φορά που απαιτούνταν αλλαγές σε ρυθμίσεις, που είχαν αποφασιστεί παλαιότερα και στις οποίες η ίδια είχε αντιταχθεί, εκ των υστέρων υπερασπιζόταν τη μη αλλαγή τους.

Οι πολίτες – ψηφοφόροι, από τη δική τους μεριά, αμέσως μετά τη συνειδητοποίηση του βάθους και του εύρους της κρίσης, κινήθηκαν στη λογική ότι, αφού το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, τα καθεστωτικά κυβερνητικά κόμματα, υιοθέτησαν πολιτικές που (έστω επιδερμικά) ανέτρεπαν τη πρότερη (επιθυμητή) καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, καλό είναι να τους «αντισταθούν». Υιοθέτησαν λοιπόν με πολύ μεγάλη ευκολία  όσες ανερμάτιστες συνωμοσιολογικές θεωρίες  απέδιδαν τις ευθύνες σε ξένα κέντρα, τα οποία, υποτίθεται, είχαν λόγους και συμφέροντα να πλήξουν τη βιωσιμότητα της χώρας και των κατοίκων της. Όσα κόμματα  ικανοποίησαν με το λόγο τους το θυμικό του κόσμου, επιβραβεύτηκαν ισχυροποιούμενα εκλογικά..   

Η αριστερά (πρωτευόντως η δημοκοπική – Σύριζα) θεωρήθηκε ως εκείνος ο χώρος – καταφύγιο, με τις περισσότερες πιθανότητες να περισώσει τα θεσμικά και οικονομικά «κεκτημένα» των πολιτών της χώρας, τα οποία είχαν διαμορφωθεί μέχρι λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης και τα οποία απειλούνταν και απειλούνται με απομείωση ή εξαφάνιση τους από τις «μνημονιακές» πολιτικές προσαρμογής. Έτσι τουλάχιστον το εξέλαβε η κοινωνία, αδιαφορώντας εάν η αριστερά είναι σε θέση να «εγγυηθεί» και την απαραίτητη διαθεσιμότητα πόρων για τη διάσωση των κεκτημένων.

Ήταν λοιπόν παράλογο να αναμένει κανείς την ανάδειξη από μέρους της ίδιας της αριστεράς των ενδογενών παθογενειών της χώρας και της ανάγκης αντιμετώπισης τους. Πέραν των εγγενών ιδεολογικών της αγκυλώσεων που δεν το επέτρεπαν, μια τέτοια ενέργεια θα της αφαιρούσε καίρια εργαλεία πολιτικής επιρροής για τη προσέλκυση των «αγανακτισμένων».

Τελικά, η αριστερά, για μια ακόμη φορά, λειτούργησε και λειτουργεί ως συντηρητικό καταφύγιο, με σκοπό τη διατήρηση της απόλυτης ακινησίας.

Συμπερασματικά, με την επιχείρηση μετάθεσης – διάχυσης των αιτίων της κρίσης στο διεθνές περιβάλλον, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό επιτυγχάνει ταυτοχρόνως:

  • Τη παράκαμψη της ανάγκης αναζήτησης των εγγενών εσωτερικών παθογενειών, οι οποίες είναι καθαρά δημιούργημα του πολιτικού συστήματος στο σύνολο του. Των μεν κομμάτων εξουσίας, επειδή βεβαίως οι επιλογές τους μετασχηματίζονταν απευθείας σε εφαρμοσμένη πολιτική, των δε κομμάτων της αντιπολίτευσης, επειδή με τη στάση τους και τις επιλεκτικές πιέσεις τους επηρέασαν επιλογές, όχι μόνο στο πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας (κινητοποιήσεις) και σε ιδεολογικό, που εν τέλει επικαθόριζε καταθλιπτικά τις πολιτικές αποφάσεις

 

  • Την αποφυγή ομολογίας της δικής του χρεοκοπίας και της αποτυχίας διακυβέρνησης και διαχείρισης της καθημερινότητας μας.

 

  • Τη δικαιολόγηση της συνεχούς αναβλητικότητας του, προς αποφυγή πολιτικού κόστους, συναρτώντας την ευθέως με την αναβλητικότητα των οργάνων της ευρωζώνης να λάβουν οριστικές αποφάσεις για τη θωράκιση του κοινού νομίσματος.

 

  • Την αποφυγή τέλος της αναζήτησης λύσεων και της εκπόνησης ενός εθνικού σχεδίου εξόδου από τη κρίση, ουσιαστικά ενός νέου οικονομικού μοντέλου για τα επόμενα χρόνια. Διότι οι λύσεις συνεπάγονται μεταρρυθμίσεις και σαρωτικές διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες με τη σειρά τους συνεπάγονται συγκρούσεις με παγιωμένες καταστάσεις και ιδεοληψίες εντός της κοινωνίας. Συνεπώς επιφέρουν υψηλό πολιτικό κόστος.

 

Βιβλιογραφία:

 

  1. Σαμίρ Αμίν : « Η Άνιση Ανάπτυξη», 1976, εκδόσεις Καστανιώτη.
  2. Στέργιος Μπαμπανάσης – Κώστας Σούλας : «Η Ελλάδα στη περιφέρεια των αναπτυγμένων χωρών», 1976, εκδόσεις Θεμέλιο.
  3. Κώστας Λάμπος : «Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας», 1983, εκδόσεις Αιχμή.
  4. Μάριος Νικολινάκος : «Εξάρτηση και οικονομική ανάπτυξη», 1977. εκδόσεις Νέα σύνορα-Λιβάνης.
  5. Μιχάλης Μάλλιος : «Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα», 1975, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή.

Facebook Comments