Η πολιτική ως παρηγορία
Στις μέρες μας, ολοένα και περισσότερο η πολιτική φλερτάρει με τις αρχές και τα θεωρήματα της πρακτικής ψυχολογίας.
Στις μέρες μας, ολοένα και περισσότερο η πολιτική φλερτάρει με τις αρχές και τα θεωρήματα της πρακτικής ψυχολογίας.
Χαίρομαι ως ψυχολόγος. Αλλά, για στάσου! Μου λέτε αγαπημένοι μου λειτουργοί ότι σας ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν εσωτερικά οι πολίτες στις κυκλοθυμικές αλλαγές των νόμων που διέπουν την οργάνωση του Κράτους;
Ισχυρίζεστε ευαισθησία μπροστά στην ασφυκτική φορολόγηση συναισθάνεστε το θάνατο της επιχειρηματικότητας, νοιώθετε δέος για την υστερόβουλη ερμηνεία των κανόνων που εξασφαλίζουν κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη;
Όπως φανερώνουν μελέτες της τελευταίας δεκαετίας, αυτό που πραγματοποιείται στη σχέση πολιτικής και ψυχολογίας, είναι μια μετατόπιση στις προτιμήσεις των πολιτών από τα επιχειρήματα που επικεντρώνονται στην κοινή οικονομική λογική (και ως εκ τούτου στοχεύουν στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης), στα επιχειρήματα που επιτυγχάνουν τη μέγιστη, δυνατή συναίνεση από την πλευρά των ψηφοφόρων. Στη δεύτερη περίπτωση, τα κριτήρια αποδοχής είναι συναισθηματικά.
Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα στα οποία θα κληθεί να απαντήσει ο πολιτικός επιστήμονας του μέλλοντος, είναι το αν αυτή τη στιγμή παγκοσμίως ζούμε «το τέλος της λογικής». Όχι όμως με την έννοια του παραλογισμού, αλλά εννοώντας ότι οφείλουμε να παραμένουμε νηφάλιοι στις διαφορετικές ερμηνείες των λόγων μας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδεολογικές τους προεκτάσεις και τη δυνατότητα αφομοίωσής τους από το λαό.
Με άλλα λόγια, τα επιχειρήματα και οι θέσεις αποδεικνύονται «λογικά», όσο υπάρχει αλληλεπίδραση με το λαό. Οι απόψεις, οι προγραμματικές δηλώσεις έχουν σημασία στο βαθμό που οι πολίτες ανταποκρίνονται σε αυτά με διάθεση συνεργασίας. Η παραπάνω θεωρία δεν δέχεται ότι υπάρχει μία αλήθεια, η δική μου ή η δική σου. Υπάρχει «η δική μας», μια κοινή αντίληψη των πραγμάτων που προκύπτει από αυτό που ζούμε αυτή τη στιγμή, συνυφασμένη με τις εμπειρίες μας.
Όταν λέμε ότι «όλα είναι ψυχολογία», καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική δραστηριότητα είναι κάτι περισσότερο από ψηφία και νούμερα: είναι μια διαδραστική σχέση με το λαό. Αυτή η σχέση θα φέρει την επιθυμητή αλλαγή στις κοινωνίες και όχι το αντίθετο. Τίποτα το κακό δεν έχει αυτή η άποψη.
Στην Ελλάδα όμως, ως συνήθως, βρισκόμαστε ένα βήμα πιο μπροστά: στο απόλυτο κενό. Οι ανάγκες του λαού δεν λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό προγραμμάτων που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να αναπτυχθεί και να διευρύνει τους ορίζοντές του. Αντίθετα, ο λαός αποδυναμώνεται με το γνωστό, οριζόντιο τρόπο. Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, στον αντίποδα των εκβιαστικών μέτρων, υπάρχουν οι παρατάξεις που προσεγγίζουν επικοινωνιακά το λαό μέσω της παρηγορίας. Χαϊδεύοντας δηλαδή αυτιά, επιλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις εκείνες που θα αγγίξουν τις ευαίσθητες χορδές των ανθρώπων, όσο χρειάζεται και μέχρι τις επόμενες εκλογές. Να είστε σίγουροι ότι και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, αυτός που απουσιάζει από το κάδρο είναι ο άνθρωπος, ενώ η «ψυχολογία» – που έχει γίνει καραμέλα στο στόμα υποψηφίων και δημοσιογράφων – χρησιμοποιείται ως ένα εκχυδαϊσμένο τερτίπι.
Ας αφήσουμε λοιπόν τις συνιστώσες των κομμάτων (αφού δεν γνωρίζουμε ποιος από τους δύο επινόησε τον άλλο, όπως θα έλεγε και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ) την καθιστική διαμαρτυρία των τηλεοπτικών πάνελ που στοχεύουν μόνο στην ψυχαγωγία, την πόζα ικανών ανθρώπων που θα μπορούσαν να πάρουν την τύχη στα χέρια τους αν δεν τους χώριζε ο εγωισμός και ας λύσουμε το μυστήριο της συνισταμένης: από μια συλλογική δύναμη, από τις διεργασίες που θα ενώσουν το λαό σε μια δημιουργική προσπάθεια, θα προκύψει ο επόμενος ηγέτης…
Facebook Comments