Το «κλειδί» για την αποφυγή νέων μέτρων εντοπίζει το τελευταίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank, το οποίο δεδομένων των εκτιμήσεων της κυβέρνησης, αλλά και της Κομισιόν, εκτιμά, για άλλη μία φορά, πως το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 θα ανέλθει σε μεγαλύτερα επίπεδα, διαψεύδοντας τα προγνωστικά για 0,34 δισ. ευρώ.

Βελτιωμένες φορολογικές πρακτικές, με σκοπό να συγκεντρωθούν όσα έσοδα διέφυγαν το 2012 και το 2013, προτείνουν οι αναλυτές, ενώ σε ό,τι αφορά στον νέο ενιαίο φόρο ακινήτων, καταδεικνύουν τα «μελανά» σημεία, προβάλλοντας τη θέση πως η επιβάρυνση είναι υπερβολική.

 

Σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, οι οποίοι επικαλούνται τόσο την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και τα στοιχεία της κυβέρνησης για το εννεάμηνο και για τη βλετιωμένη πορεία των εσόδων, θεωρού «πραγματικό δυστύχημα για τη χώρα το ότι στην τρέχουσα περίοδο συζητείται η επιβολή νέων μέτρων ύψους 0,55 δισ. ευρώ ή 2 δισ. ευρώ ή 2,5 δισ. ευρώ ή 2,9 δισ. ευρώ ή ό,τι άλλο για το 2014».

 

Συγκεκριμένα, το μόνο που χρειάζεται, όπως λένε, μετά και τη δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών στην περίοδο 2010 – 2013, για την ομαλή εκτέλεση των προϋπολογισμών το 2014 – 2016 και – το κυριότερο-  για την αποκατάσταση «κάποιας στοιχειώδους έννοιας δικαιοσύνης», θα ήταν η βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών αρχών για είσπραξη του 10%, ετησίως, των εσόδων που διέφυγαν το 2012 και το 2013, λόγω πραγματικής φοροδιαφυγής σε μεγάλο βαθμό από τον ΦΠΑ.

 

Καλύτερη φορολογική πολιτική για την είσπραξη των εσόδων που χάθηκαν, μέσω της φοροδιαφυγής, το 2012 και το 2013, ζητούν, λοιπόν, οι αναλυτές και σημειώνουν πως το κράτος «δεν μπορεί να ζητεί να εισπράξει φόρους από νοικοκυριά και επιχειρήσεις που έχουν περιέλθει σε πραγματική οικονομική αδυναμία να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, λόγω ανεργίας, μείωσης κύκλου εργασιών και καταγραφής ζημιών».

 

Άλλωστε, όπως παρατηρούν, οι φόροι δεν βεβαιώνονται σε ζημιογόνες επιχειρήσεις και σε άνεργους εργαζόμενους που δεν έχουν εισόδημα, ούτε ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε επιχειρήσεις που δεν καταγράφουν θετική προστιθέμενη αξία στη δραστηριότητά τους.

 

Επιπλέον, οι τεράστιες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις από μη καταβολή του ΦΠΑ ή των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία είναι επιπρόσθετες αυτών που δεν καταγράφηκαν καν στις (αναρίθμητες) περιπτώσεις που η πώληση των προϊόντων ή η παροχή υπηρεσιών γίνεται χωρίς την έκδοση αποδείξεων.

 

Όπως καταλήγει η ανάλυση, «το μόνο που απαιτείται είναι η είσπραξη έστω και ενός μέρους των αναλογούντων φορολογικών εσόδων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις που έχουν πράγματι έσοδα από πώληση προϊόντων και παροχή υπηρεσιών και ακόμη και πραγματικά βεβαιωμένα κέρδη».

 

ΕΝΦΑ: Εύλογοι οι φορολογικοί συντελεστές; Υπερβολικά υψηλή η επιβάρυνση;

 

«Ο νέος ενιαίος φόρος ακινήτων (ΕΝΦΑ) θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξομάλυνση της αγοράς ακινήτων, καθώς πρώτον καταργούνται οι επώδυνοι φόροι ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ) του παρελθόντος που είχαν επιβληθεί δήθεν για αναδιανεμητικούς λόγους και που κατέληγαν σε οιονεί δήμευση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, χωρίς να προσφέρουν στα δημόσια έσοδα πάνω από 500 εκατ. ευρώ το χρόνο».

 

Αυτά σημειώνει, αρχικώς, η ανάλυση για τον νέο ενιαίο φόρο ακινήτων και συνεχίζει με σειρά ερωτημάτων:

 

«Αλήθεια, με το ισχύον σύστημα, ποιος μεγάλος επενδυτής θα φέρει τα λεφτά του στην χώρα για να επενδύσει σε ακίνητη περιουσία;», διερωτώνται οι αναλυτές, ενώ λίγο παρακάτω εκθέτει ένα ακόμη καίριο ερώτημα που σχετίζεται με το εάν φορολογικοί οι συντελεστές – που επιβάλλονται επί των πλασματικών και όχι πραγματικών αντικειμενικών αξιών των ακινήτων – είναι εύλογοι ή όχι.

 

Όπως αναφέρεται, ο ΕΝΦΑ επιβάλλεται στο κάθε ακίνητο χωριστά, αναλόγως της αξίας του, που αντανακλά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υποδομών και υπηρεσιών της περιοχής, και τις συνακόλουθες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς.

 

O ΕΝΦΑ επιβάλλεται σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο αναλογικά προς τις (πλασματικές) αντικειμενικές αξίες κάθε περιοχής, που βρίσκονται κατά κανόνα σε ευθεία αντιστοιχία με τις χαμηλότερες πραγματικές αξίες των ακινήτων σε κάθε περιοχή.

 

Με τον τρόπο αυτόν, οι φορολογικοί συντελεστές κυμαίνονται σε 0,35% με 0,45% επί των πλασματικών, υψηλότερων των πραγματικών, αντικειμενικών αξιών.

 

Αυτό σημαίνει, όπως σημειώνουν οι αναλυτές,  ότι, με δεδομένη την επιθυμητή εισπρακτική απόδοση του φόρου, αν χρησιμοποιηθούν οι πραγματικές αξίες των ακινήτων ως βάση υπολογισμού του φόρου, τότε η πραγματική επιβάρυνση θα κυμαίνεται κατά υπολογισμούς μεταξύ 0,5% και 0,6% (αν η διαφορά αντικειμενικών και πραγματικών αξιών είναι π.χ. 30%) ή και παραπάνω ή παρακάτω αναλόγως της διαφοράς αυτής κατά περιοχή.

 

Η Alpha Bank τονίζει πως η γενική αρχή στην φορολογία την ακινήτων είναι ότι πρέπει να σχετίζεται με την απόδοση (πραγματική ή τεκμαρτή) των ακινήτων και προχωρεί σε συγκεκριμένα παραδείγματα:

 

– Τα ενοίκια στην Ελλάδα φορολογούνται με 10% μέχρι 12.000 ευρώ τον χρόνο και 33% για το υπερβάλλον. Αν υποθέσουμε ότι ο μέσος φορολογικός συντελεστής στα ενοίκια είναι 15% και η ετήσια απόδοση του ακινήτου είναι στο 4% επί της αξίας του ακινήτου, τότε ένα φόρος ακίνητης περιουσίας που εφαρμόζεται καθολικά (ανεξαρτήτως εάν η απόδοση είναι πραγματική ή τεκμαρτή), θα πρέπει να κυμαίνεται στο 0,6%.

 

Και βεβαίως, με την λογική αυτή και για λόγους φορολογικής ισότητας, ο φόρος επί των ενοικίων θα έπρεπε να καταργηθεί ή να μειωθεί σημαντικά, ή αντίστροφα, ο φόρος επί της αξίας του ακινήτου να είναι πολύ χαμηλότερος για τα ακίνητα που δεν έχουν καμία πραγματική παρά μόνο τεκμαρτή απόδοση.

 

– Η φορολόγηση οικοπέδων θα πρέπει να γίνεται με τους ίδιους φορολογικούς συντελεστές επί της αξίας του οικοπέδου, και όχι με υψηλότερους όπως είναι η πρόταση του ΕΝΦΑ, που δεν φαίνεται να έχει καμία δικαιολογητική βάση. Και εδώ ισχύει η ίδια ανάλυση περί της διαφοράς μεταξύ πραγματικής και τεκμαρτής απόδοσης.

 

Το άλλο ερώτημα που θίγεται είναι εάν η φορολογική επιβάρυνση με τον ΕΝΦΑ είναι υψηλή ή όχι. Ξεδιπλώνοντας τον συλλογισμό τους, οι αναλυτές, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η επιβάρυνση είναι υπερβολική, προτείνοντας τη δραστική μείωση των υπολοίπων φόρων επί της περιουσίας, έτσι ώστε να υπάρξει κάποια εξισορρόπηση ή τη μείωση 20% περίπου των προτεινόμενων φορολογικών συντελεστών του ΕΝΦΑ.

 

Πώς οδηγούνται στο παραπάνω συμπέρασμα;

 

Η απόδοση του ΕΝΦΑ, εάν θεωρηθεί ότι αποδίδει 3 δισ. ευρώ ετησίως, είναι 1,5% του ΑΕΠ περίπου, ενώ μέχρι τώρα με το προηγούμενο σύστημα των ΦΑΠ (δεν πρέπει να γίνει σύγχυση με τον προσωρινό φόρο μέσω της ΔΕΗ που ήταν ο προάγγελος του ΕΝΦΑ), η απόδοση του φόρου περιουσίας ήταν περίπου 500 εκατ. ευρώ ή 0,25% του ΑΕΠ.

 

Ο μέσος όρος παγκοσμίως αυτού του είδους του φόρου είναι 1% του ΑΕΠ. Συνολικά, όμως, περιλαμβανομένων όλων των φόρων στην ακίνητη περιουσία, ο μέσος όρος είναι 2% του ΑΕΠ.

 

Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι με τους ΦΑΠ, φόρους μεταβίβασης, φόρους κληρονομιάς, δωρεών κ.λπ., φόρους επί των συναλλαγών κ.α., η συνολική επιβάρυνση της περιουσίας ανέρχεται σε 1,5% του ΑΕΠ (0,25 π.μ. από τους ΦΑΠ και 1,25 π.μ. από τους υπόλοιπους φόρους). Σημειώνεται ότι δεν περιλαμβάνονται οι φόροι στα ενοίκια.

Εάν, έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα, τότε με την εισαγωγή του ΕΝΦΑ, η συνολική επιβάρυνση θα ανέλθει σε 2,75% του ΑΕΠ (1,5% του ΑΕΠ από τον ΕΝΦΑ και 1,25% του ΑΕΠ από τους υπόλοιπους φόρους), που θεωρείται υπερβολική.

«Μόνον επτά χώρες του ΟΟΣΑ έχουν συνολική επιβάρυνση άνω του 2,75% του ΑΕΠ», σημειώνουν οι αναλυτές και υπογραμμίζουν:

«Εάν, λοιπόν, η εισαγωγή του ΕΝΦΑ οδηγεί σε υψηλή φορολογική επιβάρυνση σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, η πολιτεία θα πρέπει να προχωρήσει σε δραστική μείωση των υπολοίπων φόρων επί της περιουσίας, έτσι ώστε να υπάρξει κάποια εξισορρόπηση. Εναλλακτικά, θα πρέπει να μειωθούν κατά 20% περίπου οι προτεινόμενοι φορολογικοί συντελεστές του ΕΝΦΑ. Εάν αυτό δεν γίνει σήμερα λόγω Μνημονίου, θα πρέπει τουλάχιστον να ανακοινωθούν μειώσεις από το 2016 και μετά».

Τέλος, στην παρατήρηση στελέχους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε άρθρο στην «Καθημερινή» περί της ουδετερότητας της φορολογίας της περιουσίας όσον αφορά τις αρνητικές επιπτώσεις της στην οικονομία, οι αναλυτές απαντούν ότι αυτό ισχύει για εκλογικευμένη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων η οποία να αντιστοιχεί στην αξία που τους αποδίδεται με τις δαπάνες του κράτους για τις αναγκαίες κρατικές υποδομές και υπηρεσίες.

«Σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει όταν η φορολογία των ακινήτων τείνει να είναι υπερβολική και να αποσκοπεί στην αναδιανομή του εισοδήματος που καταλήγει σε σταδιακή δήμευσή τους», εκτιμούν.

Facebook Comments