“Θετικό είναι το πρόσημο για την Ελλάδα για το έτος 2013, όσον αφορά την εφαρμογή του προγράμματος και την επιστροφή της χώρας σε θετικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς”, υποστηρίζει η Eurobank, στην καθιερωμένη εβδομαδιαία ανάλυσή της “7 Ημέρες Οικονομία”.

Όπως τονίζει η Eurobank, το 2013 ολοκληρώθηκε με θετικό πρόσημο όσον αφορά την προσπάθεια αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας αφού:
– Η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος θα οδηγήσει στη λήψη μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ενώ παράλληλα αυξάνει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
– Η εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για την προσέλκυση επενδύσεων και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του δημοσίου.
– Η επιβράδυνση της ύφεσης είναι γεγονός – μείωση του ΑΕΠ μόνο κατά -3,0% σε ετήσια βάση το 3ο τρίμηνο του 2013 – εξαιτίας κυρίως των εξελίξεων στον τουρισμό.
– Συνέχιση της αβεβαιότητας όσον αφορά τα ανοικτά ζητήματα του δημοσιονομικού κενού του 2014 και της ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής 2014-17 στερεί βαθμούς ελευθερίας από τη διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους.
– Το πρωτογενές πλεόνασμα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2013 οδηγεί στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 0,4% του ΑΕΠ για το σύνολο του 2013. Κρίσιμη η πορεία των φορολογικών εσόδων για το υπόλοιπο του 2013.

Το 2014 ξεκινά με σαφώς καλύτερες προοπτικές από το 2013 για την ελληνική οικονομία. Αν γυρίσουμε ένα χρόνο πίσω θα διαπιστώσουμε ότι τότε – στις αρχές του 2013 – οι φόβοι για μια πιθανή αδυναμία της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της εφαρμογής του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του 2ου Προγράμματος Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας (2ΠΣΕΟ) ήταν όχι μόνο ισχυρή αλλά ενίσχυαν ακόμη τα επιχειρήματα περί πιθανής εξόδου της χώρας από την ζώνη του ευρώ (GREXIT). Άλλωστε, οι διπλές εκλογές του 2012 και ο μεταρρυθμιστικός και πραγματικός χρόνος που χάθηκε δεν απείχαν παρά μερικούς μήνες.

Τώρα όλα αυτά είναι πίσω μας. Το 2014 ξεκινά έχοντας ως βάση μια περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από κρίσιμες αλλαγές στη δομή της ελληνικής οικονομίας. Η βελτίωση αυτή αντικατοπτρίζεται και στη μείωση του κινδύνου της ελληνικής οικονομίας όπως αυτός μετράται από τη διαφορά (spread) μεταξύ των ελληνικών δεκαετών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών τίτλων. Την 7η Ιανουαρίου 2014 το συγκεκριμένο spread ήταν στις 595,3 μ.β. για πρώτη φορά από τα μέσα Ιουνίου 2010 και ενώ είχε φτάσει στις 2679 μ.β. στα μέσα του 2012.

Σαφώς οι αγορές αποτιμούν θετικά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας ιδιαίτερα μετά τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του τέλους του 2012 . Με δεδομένη μάλιστα την υπευθυνότητα όλων των εμπλεκόμενων μερών – τόσο της κυβέρνησης όσον αφορά την περαιτέρω εφαρμογή του 2ΠΣΕΟ όσο και των εταίρων όσον αφορά τις δεσμεύσεις τους περί μείωσης του χρέους – το 2014 θα μπορούσε να αποτελέσει τον πρώτο χρόνο με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο δεν θα λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία ούτε θα μετριάσει άμεσα τις επιπτώσεις της κρίσης στην ελληνική κοινωνία.

Σε μια πρόσφατη μελέτη τους οι Reinhart & Rogoff (2013) σημειώνουν ότι οι περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) θα χρειαστούν τουλάχιστον 8 χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης για να επανακτήσουν το κατά κεφαλήν εισόδημα που απώλεσαν εξαιτίας της κρίσης. Κανείς άλλωστε δεν περιμένει ότι το ποσοστό ανεργίας του 27,4% (σύμφωνα με τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2013) θα επαλειφθεί σε μερικούς μήνες. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πέρα από τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την προσέλκυση βιώσιμων επενδύσεων απαιτείται χρόνος.

Παρ όλα αυτά συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους της ελληνικής κρίσης. Βασίζουμε την άποψη μας σε μια σειρά από εξελίξεις που έλαβαν χώρα μέσα στο 2013, όπως:

1. Η διαφαινόμενη επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013. Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 αναμένεται στο 0,4% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2014. Για πρώτη φορά από το 2002 (0,7% του ΑΕΠ) η Ελλάδα θα καταγράψει δημοσιονομικό πλεόνασμα. Η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος ένα χρόνο νωρίτερα από την πρόβλεψη του 2ΠΣΕΟ μειώνει τον χρόνο που απαιτείται για τη λύση στο πρόβλημα ελάφρυνσης του χρέους.

Πλέον οι εταίροι της ευρωζώνης είναι αναγκαίο να λάβουν μέτρα ελάφρυνσης του χρέους σύμφωνα με την δέσμευση τους στο Eurogroup του τέλους Νοεμβρίου 2012 μέσα στο 2014. Αναμένουμε τη δημοσιοποίηση του σχετικού σχεδίου ελάφρυνσης του χρέους μετά τις Ευρωεκλογές του 2014 αλλά δεν αποκλείουμε ένα προσχέδιο της λύσης να δημοσιευθεί πριν από τις ευρωεκλογές. Ως κρίσιμη θεωρούμε την ημερομηνία του Eurogroup της 5ης Μαΐου 2013 μετά και από την επίσημη επιβεβαίωση του ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2013 από την Eurostat. Δε θα πρέπει κανείς να παραγνωρίζει και την συμβολική σημασία του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το πρωτογενές ισοζύγιο του 2009 ήταν -15,8% και -10,5% αντίστοιχα. Λίγοι τότε πίστευαν ότι μέσα σε τρία χρόνια η Ελλάδα θα μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και το πρωτογενές πλεόνασμα στο -6,2% και -5,0% του ΑΕΠ το 2012 και στα αναμενόμενα -2,4% και 0,4% του ΑΕΠ το 2013. Η επίτευξη των συγκεκριμένων μειώσεων δείχνει την αποφασιστικότητα των ελληνικών αρχών για την δημοσιονομική σύγκλιση και θα συμβάλλει σημαντικά στην βελτίωση του επενδυτικού κλίματος για την ελληνική οικονομία. Βέβαια το πρωτογενές πλεόνασμα επιτεύχθηκε κυρίως μέσω οριζόντιων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις και αυξήσεων των φορολογικών συντελεστών και κατά δεύτερο λόγο από περικοπή δαπανών.

2. Η συνεχιζόμενη βελτίωση όσον αφορά την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το 2012 ολοκληρώθηκε με την εφαρμογή μιας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ψηφίστηκαν μετά από πιέσεις των δανειστών με τη χρήση των δόσεων του 2ΠΣΕΟ ως βασικού εργαλείου διαπραγμάτευσης.

Η συγκεκριμένη πρακτική συνεχίστηκε το 2013 αλλά χρησιμοποιήθηκε για την εξασφάλιση της ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του στενού αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μια σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και στην βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού και ενίσχυσης της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας ολοκληρώθηκαν επιτυχώς (μέτρα για την απλοποίηση της διαδικασίας εισαγωγών – εξαγωγών, αύξηση ωρών λειτουργίας κεντρικών τελωνείων, απελευθέρωση επαγγελμάτων, νέος κώδικας δικηγορικού επαγγέλματος, κτλ).

Παράλληλα, ολοκληρώθηκε επιτυχώς η ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή τους στ αγορές αλλά και στην αύξηση της ιδιωτικής συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Η λήψη μέτρων για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημοσίου τομέα ίσως ήταν η σημαντικότερη καινοτομία όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η κυβέρνηση – μετά και από την πίεση των εκπροσώπων των δανειστών όπως ήδη αναφέρθηκε – έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει σε αλλαγές στον δημόσιο τομέα. Αν και οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί (βλέπε κλείσιμο κρατικής τηλεόρασης και δημιουργία νέου σχετικού φορέα, ολοκλήρωση μόνο του πρώτου «κύματος» διαθεσιμότητας, απολύσεις κτλ) και μόνο η έναρξη μιας προσπάθειας που κανείς δεν είχε τολμήσει τις τελευταίες δεκαετίες είναι αξιοσημείωτη.

Απομένει βέβαια να διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια στον δημόσιο τομέα θα συνεχιστεί και την επόμενη περίοδο. Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές στο παρελθόν κρίσιμος παράγοντας για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων είναι η ανάληψη της “ιδιοκτησίας του προγράμματος” από την ελληνική κυβέρνηση αλλά και τις ελληνικές αρχές γενικότερα.

Οι επιδόσεις σε αυτό τον τομέα έχουν βελτιωθεί σημαντικά αλλά ακόμα κρίνουμε ότι δεν είναι ικανοποιητικές. Μεγάλο μέρος των ελληνικών αρχών θεωρεί τις μεταρρυθμίσεις ως αναγκαίες μόνο και μόνο για να εξασφαλιστούν οι δόσεις του προγράμματος και όχι για την βελτίωση των συνθηκών της ελληνικής οικονομίας.

Αν οι επιδόσεις όσον αφορά την ανάληψη της ιδιοκτησίας του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν βελτιωθούν θα εξακολουθήσουμε να υποστηρίζουμε την ένα πιθανό 3ΠΣΕΟ με δεσμεύσεις όσον αφορά την εφαρμογή και τη διατήρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Είναι αναγκαίο όμως να γίνει σε κατανοητό ότι κάποια στιγμή οι εκπρόσωποι των δανειστών θα αποχωρήσουν. Μέχρι τότε καλό θα είναι να έχει ολοκληρωθεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια και να έχουν δημιουργηθεί η συνθήκες για την διατήρηση των μεταρρυθμίσεων. Ειδάλλως το πρόβλημα θα μεταβιβαστεί στις επόμενες γενιές.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και μια σειρά από άλλους παράγοντες που επιτρέπουν σημαντικά περιθώρια αισιοδοξίας για το 2014 όπως πχ. η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας της εφαρμογής του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της μείωσης του κόστους εργασίας ή η επιβράδυνση της ύφεσης σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (ο τριμηνιαίος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ είναι στο -3.0% για το 3ο τρίμηνο του 2013). Θεωρούμε όμως ότι η επιτυχία της δημοσιονομικής προσπάθειας και η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος αρκούν για να καταδείξουν ότι το 2013 ολοκληρώθηκε με θετικό πρόσημο για την προσπάθεια αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας.

Το αμέσως επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι ποια είναι τα σημεία ενδιαφέροντος για το 2014. Παράλληλα, επισημαίνουμε πως η ενίσχυση των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα και συνεπώς και η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με την προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Αναμένουμε επιτάχυνση των συγκεκριμένων διαδικασιών τους πρώτους μήνες του 2014.

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε ότι η Ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί θεσμικό κεκτημένο της χώρας εξαιτίας της συμμετοχής στην Ένωση και δεν μπορεί να αποτελέσει απλά μία ακόμη ευκαιρία για εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση. Η επιτυχημένη ολοκλήρωση των ζητημάτων που θα προκρίνει (πχ βλέπε συμφωνία για το μεταναστευτικό) μπορεί να λειτουργήσει ως ένας ακόμη παράγοντας ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στην χώρα.

Το πρωτογενές ισοζύγιο της κεντρικής κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2013 ήταν θετικό (πρωτογενές πλεόνασμα) και διαμορφώθηκε στα €2,7 δισ. Συνεχίζεται η βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου τόσο σε ετήσια βάση όσο και σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του Προϋπολογισμού 2014. Για την αντίστοιχη περίοδο του 2012 το πρωτογενές ισοζύγιο ήταν αρνητικό στα €1,4 δισ. ενώ ο αντίστοιχος στόχος του Προϋπολογισμού 2014 ήταν για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του €1,7 δισ. (βελτίωση κατά 63,4%).

Η βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου της Κεντρικής Κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2013 είναι αδιαμφισβήτητα σημαντική και σηματοδοτεί την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα για το σύνολο του 2013. Το ζητούμενο από εδώ και πέρα είναι η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος για το σύνολο του 2013. Υπενθυμίζουμε ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2013 είναι €0,8 δισ. ή 0,4% του ΑΕΠ σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό 2014.

Για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα σχετικά με το πρωτογενές πλεόνασμα της περιόδου Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2013 θα αφαιρέσουμε από αυτό:

1. Τα έσοδα από τη μεταφορά των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από τις Κεντρικές Τράπεζες του Ευρωσυστήματος (Securities Market Programme – SMPs) (€1,5 δισ.) αφού η συγκεκριμένη κατηγορία εσόδων δεν περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος σύμφωνα με τους ορισμούς του 2ου Προγράμματος Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας.

2. Τη διαφορά μεταξύ του στόχου πρωτογενών δαπανών για το ενδεκάμηνο του 2013 και των αντίστοιχων πραγματοποιήσεων (39.8-39.3=€0,5 δισ.). Θεωρούμε πως η συγκεκριμένη συγκράτηση είναι συγκυριακή και ότι οι πρωτογενείς δαπάνες στο τέλος του 2013 θα είναι ίσες με τους αντίστοιχους στόχους όπως αυτοί αποτυπώνονται στον Προϋπολογισμό 2014 (€44,8 δισ.). Ειδάλλως, αν η μείωση των πρωτογενών δαπανών ήταν μόνιμη, θα είχε ήδη συμπεριληφθεί στους στόχους του Προϋπολογισμού 2014 που ψηφίστηκε μόλις στις 7 Δεκεμβρίου 2013.

3. Τη διαφορά μεταξύ του στόχου των δαπανών του ΠΔΕ για το ενδεκάμηνο του 2013 και των αντίστοιχων πραγματοποιήσεων (4,2-3,9=€0,3δισ.). και σε αυτή την περίπτωση θεωρούμε ότι σε ετήσια βάση οι δαπάνες του ΠΔΕ θα είναι ίσες με τους αντίστοιχους στόχους. Ας μην ξεχνάμε πως ήδη ο ετήσιος στόχος για τις δαπάνες του ΠΔΕ έχει μειωθεί στον Προϋπολογισμό 2014 κατά €0,2 δισ. σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ2013-16. Όπως μάλιστα έχουμε επισημάνει πολλές φορές στην παρούσα έκδοση τόσο η μηνιαία συγκράτηση των δαπανών του ΠΔΕ όσο και η ετήσια μείωση του στόχου συνιστά μια αρνητική πρακτική τόσο για τις συνθήκες ρευστότητας όσο και για την μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη.
Αν λοιπόν πραγματοποιήσουμε την παραπάνω αφαίρεση το πρωτογενές πλεόνασμα για την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2013 θα ήταν μόλις €0,4 δισ. (2,7-1,5-0,5-0,3=€0,4 δισ.) ή περίπου 0,2% του ΑΕΠ σε ταμειακή βάση και χωρίς τις απαραίτητες εθνικολογιστικές προσαρμογές. Το γεγονός ότι το πρωτογενές πλεόνασμα παραμένει θετικό είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό αλλά το μέγεθος του δείχνει ότι τους επόμενους μήνες πρέπει να καταβληθεί σημαντική προσπάθεια όσον αφορά την είσπραξη των φορολογικών εσόδων ώστε η εξίσωση των πρωτογενών δαπανών και των δαπανών ΠΔΕ με τους αντίστοιχους στόχους τους να μην επηρεάσουν αρνητικά το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ για το 2013 σε ετήσια βάση.

Το κρίσιμο σημείο για την επίτευξη του παραπάνω στόχου είναι ο ρυθμός αύξησης των φορολογικών εσόδων μέχρι το τέλος του 2013. Πάντως μέχρι τώρα τα αναλυτικά στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης είναι ενθαρρυντικά όσον αφορά τα φορολογικά έσοδα. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση στηρίζει μεγάλο μέρος της υπέρ-απόδοσης όσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 στην καλύτερη της αναμενόμενης πορεία των φορολογικών εσόδων.

Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι ανώδυνο. Το φορολογικό βάρος είναι τεράστιο για τους συνήθεις υπόπτους, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη για πολύ ακόμη. Άλλωστε, όπως επισημαίνεται και σε πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ ένα πιο αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα με δικαιότερη κατανομή των βαρών (π.χ. μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής) θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα τόσο για ην επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης όσο και για την αύξηση της κοινωνικής συνοχής. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι και η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη Ενδιάμεση Έκθεση της για την Νομισματική Πολιτική υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και όχι της επιβολής νέων φόρων ή τη συνεχή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της περιόδου Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2013 οι επιδόσεις όσον αφορά την είσπραξη των φόρων παλαιοτέρων ετών είναι ικανοποιητικές.

Για το ενδεκάμηνο η αύξηση των εισπράξεων από άμεσους φόρους παρελθόντων οικονομικών ετών ήταν 58,8% σε ετήσια βάση και 1,2% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ2013-16. Όσον αφορά τα αντίστοιχα έσοδα από έμμεσους φόρους παρελθόντων οικονομικών ετών παρουσιάζουν αύξηση 19,4% σε ετήσια βάση και οριακή μείωση -4,4% σε σχέση με τον αντίστοιχο στόχο του ΜΠΔΣ2013-16. Όπως έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν, ο ρόλος της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Εσόδων είναι καθοριστικός για την επίτευξη των παραπάνω στόχων.

Facebook Comments