Εναν ξεκάθαρο διαχωρισμό ανάμεσα στην «ήπια αποκλιμάκωση του πληθωρισμού» και τον «κακό αποπληθωρισμό», όπου οι αρνητικές προοπτικές προκαλούν σπιράλ διολίσθησης τιμών, μισθών και παραγωγής. Και μια καλύτερη αντίληψη για την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε το 2013. Ο χαμηλός πληθωρισμός στην ευρωζώνη από τα τέλη του 2013, δημιουργήθηκε από την πτώση των τιμών ενέργειας και εμπορευμάτων, την εκτόνωση της επίδρασης προηγούμενων φορολογικών αυξήσεων σε κάποιες χώρες, την ανατίμηση του ευρώ και τις σχετικές προσαρμογές των αξιών σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία που προσπαθούν να ανακτήσουν ανταγωνιστικότητα στις τιμές.
Οι προβλέψεις για τον φετινό πληθωρισμό από τους περισσότερους θεσμούς, κινούνται για το 2014 από το 0,9% ως το 1,5%, για το 2015 από 1,2% ως 1,4% και για το 2016 από 1,5% ως 1,8%. Μέσα στο περιβάλλον της προβλεπόμενης σταδιακής οικονομικής ανάκαμψης και των ανοδικών εγχώριων πιέσεων στις αξίες, το προσωπικό της ΕΚΤ περιμένει πληθωρισμό 1,7% στα τέλη του 2016.
Ο τρέχον πληθωρισμός στο 0,5% ερμηνεύεται ως πολύ χαμηλότερος από τον «στόχο» της ΕΚΤ και ο αποπληθωρισμός εμφανίζεται ως άμεσος κίνδυνος. Το ΔΝΤ συμβουλεύει την ΕΚΤ, ακόμη κι αν αποφευχθεί ο αποπληθωρισμός, να πολεμήσει τον υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό. Η εξήγησή του είναι ότι ο υπερβολικά χαμηλός πληθωρισμός δυσκολεύει την προσπάθεια ορισμένων μελών της ευρωζώνης να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Και ότι αυξάνει τα πραγματικά επιτόκια, με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στην πραγματική αξία του χρέους.
Πράγματι, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη είναι χαμηλός. Γιατί όμως είναι τόσο χαμηλός; Έχει πράγματι φτάσει σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα που δικαιολογούν ευρείες ανησυχίες για άμεσο αποπληθωρισμό; Δεν υπάρχουν ενδείξεις αποπληθωρισμού σε επίπεδο ευρωζώνης. Μόνο λίγα κράτη μέλη έχουν δει αρνητικούς συντελεστές πληθωρισμού, κυρίως εξαιτίας της συνεχιζόμενης και αναπόφευκτης διαδικασίας προσαρμογής στις σχετικές τιμές σε αυτές τις χώρες. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, μόνο η Ελλάδα θα εμφανίσει ποσοστό πληθωρισμού που θα είναι ελαφρώς αρνητικό το 2014.
Είναι πιθανό να ζούμε σε μια παρατεταμένη περίοδο σταθερότητας τιμών. Αυτή είναι καλή εξέλιξη. Αυξάνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και εντέλει θα στηρίξει την ιδιωτική κατανάλωση. Οι πληθωριστικές προοπτικές είναι λογικές και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα νοικοκυριά και οι εταιρίες καθυστερούν τις αγορές εξαιτίας αρνητικών προοπτικών. Οι προειδοποιήσεις για απευθείας αποπληθωρισμό και τα αιτήματα προς την ΕΚΤ να αναλάβει δράση, είναι αποπροσανατολισμένα και ανεύθυνα. Οσο περισσότερο συνεχίζεται αυτή η συζήτηση και όσο περισσότερο δυναμώνουν οι τόνοι, τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι για «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Οσον αφορά την «λειτουργία βραχυπρόθεσμης αντίδρασης» της ΕΚΤ, εξακολουθεί να ισχύει η απουσία κατανόησης για την στρατηγική της και τον «στόχο». Πολλοί αναλυτές και σχολιαστές υποθέτουν ότι η ΕΚΤ –όπως άλλες κεντρικές τράπεζες- στοχεύει σε πληθωρισμό σε συγκριτικά βραχύ χρονικό ορίζοντα και ότι ο στόχος αυτός είναι «χαμηλότερα αλλά κοντά στο 2%». Δεν είναι ορθό. Η ΕΚΤ ποτέ δεν δεσμεύθηκε σε στόχευση πληθωρισμού.
Η στρατηγική της κοιτάζει στο μέλλον με μεσοπρόθεσμο προσανατολισμό, λαμβάνοντας υπόψη την χρονική απόκλιση ανάμεσα στην λήψη μιας νομισματικής απόφασης και στην επίδρασή της στην οικονομία. Δεν αντιδρά άμεσα στις μεταβολές των σχετικών τιμών. Και δεν στοχεύει πληθωρισμό σε σχετικά μικρό και καθορισμένο χρονικό ορίζοντα.
Η στρατηγική αυτή προσέγγιση καθρεφτίζεται στον ορισμό της ΕΚΤ για την σταθερότητα τιμών. Αυτός παραμένει αμετάβλητος από το 1998-99 ως ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού υπό του 2%. Η ΕΚΤ αποσαφήνισε το 2003 ότι, «εντός αυτού του ορισμού», σκοπεύει να κρατήσει τα ποσοστά του πληθωρισμού χαμηλότερα, αλλά κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα.
Καθώς η οικονομική ανάκαμψη στην ευρωζώνη σταθεροποιείται και οι προγνωστικοί δείκτες ανεβαίνουν, το πιθανότερο μεσοπρόθεσμο σενάριο είναι σταθερές τιμές και μέτρια ανάκαμψη μέσα στα ερχόμενα δύο χρόνια. Δεν χρειάζεται περαιτέρω δράση από την ΕΚΤ.
Τυχόν περαιτέρω δράση θα έχει αμφισβητήσιμη επίδραση και θα οδηγήσει σε αδικαιολόγητα υπερβολικά χαλαρή στάση νομισματικής πολιτικής για πολύ μεγάλο διάστημα, με ανεπιθύμητες μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις. Επιπλέον, θα περιπλέξει δραματικά την έξοδο από τις στρατηγικές χαμηλών επιτοκίων και παροχής ρευστότητας. Για να αποφύγει μια χαμένη δεκαετία, είναι απαραίτητο αντίθετα, να υπάρχουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σοβαρές δημοσιονομικές στρατηγικές και ένας ισχυρός τραπεζικός τομέας, με καλή κεφαλαιοποίηση.
Facebook Comments