Ο προηγούμενος γενικός ορισμός του προϊσχύσαντος άρθρου 1 παρ. 4α ν. 2251/1994 προστάτευε τον καταναλωτή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι «τελικός αποδέκτης» των αγαθών. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε πως  «καταναλωτής θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους», καθώς και κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Επρόκειτο για έναν ευρύ ορισμό της έννοιας του καταναλωτή, σε αντίθεση με την ανωτέρω στενή ερμηνεία που δίνεται από την κοινοτική έννομη τάξη.

Η προϊσχύουσα ευρεία απόδοση του όρου του καταναλωτή του εθνικού νομοθέτη, δημιούργησε ερμηνευτικούς προβληματισμούς, οδηγώντας ίσως στην άγνοια υπαγωγής από την ολιστική διατύπωση του νόμου. Με το προϊσχύσαν άρθρο 1 παρ. 4α η έννοια του καταναλωτή αποδεσμευόταν από τον μη επαγγελματικό χαρακτήρα της δράσης του προσώπου, ενώ δημιουργούταν η υποψία ότι καταναλωτής θα μπορούσε να είναι κάθε προμηθευόμενος, ενώ είναι προφανές ότι ο νόμος δεν μπορούσε να έχει τέτοιες διαστάσεις, γιατί διαφορετικά θα μετέτρεπε τις σχετικές ρυθμίσεις από ειδικό δίκαιο σε πλέγμα διατάξεων τροποποιητικών του Αστικού Κώδικα.

Σε επίπεδο σκοπιμότητας, η (ίσως μη ηθελημένη) παλαιότερη ευρεία απόδοση του όρου «καταναλωτής» και η απονομή της σε μεγάλο κύκλο ατόμων καταλήγει σε εξασθένισης της πραγματικής χρήσης της διάταξης. Οι ίδιοι οι προμηθευτές επιρρίπτουν όλο και περισσότερες ευθύνες στους καταναλωτές, προκειμένου να προστατευθούν οι ίδιοι, φέρνοντας στην επιφάνεια το ερώτημα εάν ο νομοθέτης ήθελε πραγματικά να εκφρασθεί με τέτοιο ευρύ τρόπο, αφήνοντας άτομα να καρπώνονται τον μανδύα της προστασία του νόμου, ενώ στην πραγματικότητα δεν χρήζουν καμίας προστασίας, δημιουργώντας έτσι μια αξιολογική αντινομία[1]Το τελικό αποτέλεσμα ήταν τόσο ευρύ, ώστε φτάνουμε στο ερώτημα εάν υπάρχει πρόσωπο που να μη θεωρείται καταναλωτής.

Συνεπώς, είχε ήδη τεθεί το ζήτημα της ανάγκης  περιστολής της έννοιας του καταναλωτή.

Κύριο επιχείρημα αυτής της άποψης αποτελεί η ήδη εφαρμοσθείσα στενή έννοια του καταναλωτή στις ευρωπαϊκές Οδηγίες, αλλά και στην νομολογία του ΔΕΕ. H ερμηνεία της ελληνικής διάταξης θα έπρεπε να γίνεται με βάση το κοινοτικό δίκαιο.[2]

Κατά γνώμη Λ.Κοτσίρη[3] ο πραγματικός στόχος των κοινοτικών οδηγιών που αποτέλεσαν την βάση των εγχώριων νομοθετημάτων ήταν η δημιουργία ενός minimum προστασίας του καταναλωτή προς την υιοθέτηση κοινών όρων ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Αυτή η διευρυμένη ερμηνεία του καταναλωτή αντιβαίνει σε αυτό το στόχο. Κατ’άλλη άποψη η λύση μπορεί να βρεθεί στην συσταλτική ερμηνεία του όρου «τελικός αποδέκτης».[4]

Η πρόσφατη εγχώρια νομολογία[5] έλαβε θέση επί του ζητήματος θέτοντας ίσως μια τελολογική συστολή στην ερμηνεία το ορισμού του καταναλωτή, υπό το πρίσμα της καταχρηστικής επίκλησης αυτής της ιδιότητας.

Παρότι, με βάση την ανωτέρω θεώρηση το ερμηνευτικό ζήτημα του επενδυτή ως καταναλωτή είχε λυθεί στο μεγαλύτερο μέρος του, η νομοθετική εξουσία σε ήδη ψηφισθέν στη Βουλή Πολυνομοσχέδιο που έλαβε αριθμό νόμου 4512/2018 επιδιώκει την απλούστευση, της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούσε την μέχρι πρόσφατα προστασία των καταναλωτών, με στόχο να εκλείψει η προηγούμενη αβεβαιότητα δικαίου ως προς την οριοθέτησης της έννοιας του καταναλωτή.

 Πλέον, υιοθετείται η λεγόμενη «στενή» ερμηνεία του όρου καταναλωτής, και ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 1α περ.1 έχει ως εξής:

«καταναλωτής: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρα επαγγελματική του δραστηριότητα». [6]

Αυτή η επιλογή του νομοθέτη φαίνεται να είναι ξεκάθαρη υιοθέτηση, αν όχι αντιγραφή του κοινοτικού ορισμού του καταναλωτή, και σύμφωνα με το νομοθέτη, έγινε για λόγους διαχωρισμού των δικαιωμάτων καταναλωτών και τις υποχρεώσεις των προμηθευτών, ειδικά κατά το ηλεκτρονικό εμπόριο. Όντως, και σύμφωνα με έρευνα της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδος, τρείς στους τέσσερις εμπορικούς ιστότοπους αδυνατούσε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις προστασίας που έθετε η ελληνική νομοθεσία.[7]

Ωστόσο αυτό το επιχείρημα διαφαίνεται ως περιττό για τις τραπεζικές εργασίες, και ουσιαστικά αποτελεί «διορθωτική νομοθετική παρέμβαση» και ίσως «απάντηση» στην νομολογιακή αντιμετώπιση του επενδυτή. Όπως και έχει, ούτε ο πλέον υιοθετηθείς από το ελληνικό δίκαιο κοινοτικός ορισμός του καταναλωτή (όπως αναλύθηκε ανωτέρω) δεν αποκλείει παντελώς την συμπερίληψη του επενδυτή στην έννοια του καταναλωτή, και συνεπώς η συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων με την επιταγή της διαφάνειας ως προς τη διατύπωση και το περιεχόμενο των συμβατικών όρων των επενδυτικών συμβάσεων παραμένει μέγιστης σημασίας και οριοθετεί το επίπεδο προστασίας που παρέχεται στον πελάτη.

Απώτερος στόχος αυτής της υποχρέωσης αποτελεί η δυνατότητα των επενδυτών να συγκρίνουν μεταξύ κατανοητών και μη σαφώς διατυπωμένων όρων, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να κατανοήσουν επ ακριβώς το πλαίσιο υπηρεσιών που τους παρέχεται, αλλά και τις σχετικές υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.

____________

 

[1] Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτών, Ελληνικό – Ενωσιακό, Κατʼ άρθρο ερμηνεία του Ν 2251/1994 και άλλων σχετικών νομοθετημάτων, Ε. Αλεξανδρίδου, συνεργασία Ε. Αλεξανδρίδου, Χ. Απαλαγάκη, Δ. Αυγητίδης, Aν. Βαλτούδης, Ρ. Γιοβαννόπουλος, Γ. Δέλλιος, Κ. Δελούκα-Ιγγλέση, Α. Δεσποτίδου, Ν. Ελευθεριάδης, Α. Καραγκουνίδης, Χ. Λιβαδά, Α. Μπεχλιβάνης, Γ. Νούσκαλης, Γ. Παπαϊωάννου, Ευ. Περάκης, Έ. Τζίβα, Κατερίνα Φουντεδάκη, Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, σελ. 85, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2η Έκδοση, 2015

[2] ΕφΑθ 3884/2006

[3] Η έννοια του καταναλωτή (γνμ.) ΔΕΕ 2005 Λ.Κοτσίρης, σελ 1128 επ.

[4] Καράκωστα, Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΧρΙΔ 2003, σελ 97

[5] ΟλΑΠ 13/2015, https://analuseto.gr/opelatistrapezasoskatanalotisolap-132015/

[6] Στο πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνεται η παροχή εξουσιοδότησης στον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης, να εκδίδει με απόφασή του, ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο με τη μορφή συγκέντρωσης όλων των διατάξεων, νομοθετικού ή κανονιστικού χαρακτήρα, όπως κάθε φορά ισχύουν.

[7] http://eeke.gr/wpcontent/uploads/2017/06/erevna.pdf

Facebook Comments