Η απάντηση των επενδυτών στην αγοράς ομολόγων στην στροφή πολιτικής της ΕΚΤ αποδεικνύει πως το σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας που προσέφερε η κρίση της πανδημίας κλείνει, με τις αγορές πλέον να κοιτά με περισσότερη προσοχή το ρίσκο της κάθε χώρας και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το πολιτικό περιβάλλον και τα δημόσια οικονομικά.

Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ και η πορεία μείωσής του, η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η γενικότερη στάση της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και οι μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας, τη στιγμή που παραμένει αβέβαιο ακόμα το πώς θα διαμορφωθούν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, αποτελούν για τους επενδυτές στην Ε.Ε «πυξίδα» και αναμένεται να επηρεάσουν το κόστος δανεισμού.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα αν και διαθέτει ευνοϊκό προφίλ, υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της τάξης των 40 δισ. ευρώ και σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές, ωστόσο παραμένει η μόνη χώρα στην περιοχή της Ευρωζώνης που είναι εκτός επενδυτικής βαθμίδας και που έχει τόσο υψηλό δείκτη χρέους – λίγο κάτω πλέον από το 200%. Είναι συνεπώς πιο εμφανής από ποτέ η σημασία της συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά με πολύ προσεκτική δημοσιονομική πολιτική και ειδικά με φόντο τις εκλογές που παραδοσιακά τείνουν να  «συνδέονται » με παροχολογία.

Βλέποντας την εκτόξευση του κόστους δανεισμού, με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς να κινείται πάνω από το 2,6%, έναντι περίπου 0,5% μόλις τον περασμένο Αύγουστο, η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε αρκετά γρήγορα να στείλει το απαραίτητο μήνυμα στις αγορές.

Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, τόνισε πως όσοι εισηγούνται, με ευκολία και ανευθυνότητα, επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, ουσιαστικά εισηγούνται στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών να δανειστεί περισσότερα και ακριβότερα,  υποθηκεύοντας το παρόν και το μέλλον της χώρας. Επίσης, απαντώντας στο ερώτημα αν θα μειωθεί ο συντελεστής ΦΠΑ για βασικά τρόφιμα ή ο ΕΦΚ για τα καύσιμα είπε ότι όλα είναι ανοιχτά, αλλά τόνισε ότι δεν υπάρχει τέτοια προοπτική στο άμεσο μέλλον, καθώς θα πρέπει προηγουμένως να το επιτρέψουν τα δημοσιονομικά. Ο διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης, απέρριψε από την πλευρά του μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, λέγοντας ότι είναι πολύ πιθανό να την απορροφήσουν οι επιχειρήσεις, ενώ τάχθηκε κατά και της μείωσης του ΕΦΚ στα καύσιμα, τονίζοντας υποστηρίζοντας ότι το κόστος θα ήταν μεγάλο.

Αυτές είναι δηλώσεις που παρακολουθούν οι αγορές, καθώς η συνετή δημοσιονομική πολίτικη είναι η μόνη ίσως απάντηση που μπορεί να δώσει η Ελλάδα στο νέο περιβάλλον που δημιουργούν οι προσδοκίες για τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ και η επιθετική στροφή πολιτικής που θα ακολουθήσει στο εξής η κεντρική τράπεζα. Τα υπόλοιπα είναι στα… χέρια και της ίδιας της ΕΚΤ και στο εάν αποφασίσει να ενεργοποιήσει τα εργαλεία που διαθέτει, όπως το ευέλικτο πρόγραμμα επανεπενδύσεων, έτσι ώστε να επιβάλει στην αγορά ένα σχετικό έλεγχο των spreads.

Άλλωστε όπως προειδοποιούν οι αναλυτές, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ακολουθήσει πολύ προσεκτικά βήματα πολιτικής, προχωρώντας σε κινήσεις που μειώνουν το χρέος, αλλά να παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική στήριξη με σύνεση, και στις μεταρρυθμίσεις. Όπως τόνισε η Scope Ratings, οι αξιολογήσεις της Ελλάδας είναι αντιμέτωπες με προκλήσεις, όπως το πολύ υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους – που αντιπροσωπεύει μια αδυναμία, καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τον αυξημένο πληθωρισμό, τη σταδιακή ομαλοποίηση των πολιτικών της ΕΚΤ και τη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων χωρών.

Πάντως στα θετικά είναι το γεγονός ότι του προφίλ του ελληνικού χρέους είναι ευνοϊκό και το κόστος εξυπηρέτησης του χαμηλό. Μεγάλο μερίδιο του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι δάνεια από τον ESM και το EFSF και ενώ τα επιτόκια αυτών των δανείων μπορεί επίσης να αυξηθούν τελικά καθώς αυξάνονται τα επιτόκια της αγοράς, θα είναι προστατευμένα ωστόσο από μια πιθανή σημαντική διεύρυνση των spreads. Επιπλέον η μέση διάρκεια του χρέους της Ελλάδας έχει αυξηθεί και έτσι η «μετάδοση» από τα υψηλότερα επιτόκια της αγοράς στη συνολική δαπάνη για τόκους από την κυβέρνηση θα είναι σταδιακή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι απρόσεκτη στη δημοσιονομική της πολιτική, το αντίθετο μάλιστα.

Πάντως η Scope τόνισε πως δεν ανησυχεί για την άνοδο των ελληνικών αποδόσεων. Όπως σημείωσε, η ΕΚΤ αύξησε την πιθανότητα ταχύτερης ομαλοποίησης της νομισματικής προσαρμογής. Ωστόσο, τα μέτρα της ΕΚΤ (PEPP, waiver, επανεπενδύσεις), μαζί με τη δημοσιονομική στήριξη της Ε.Ε. και το Ταμείο Ανάκαμψης, εδραιώνουν την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, στηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο για την ελληνική κυβέρνηση για δημόσιες επενδύσεις. Μπορεί η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου να έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της αλλαγής της ΕΚΤ, ωστόσο παραμένει σε μέτριο επίπεδο σε σχέση με την ιστορία. Τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα στηρίζουν επίσης την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, με τις ανάγκες χρηματοδότησης να παραμένουν χαμηλές περίπου στο 10% του ΑΕΠ ετησίως το 2022-2026, τη στιγμή που το προφίλ του ελληνικού χρέους είναι ευνοϊκό με το μέσο κόστος εξυπηρέτησης να κινείται στο 1,4%.

Facebook Comments