Το πολιτικό κενό στη Γαλλία και τη Γερμανία, τους δύο μεγαλύτερους και πιο σημαντικούς παίκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί προβλήματα σε μια ήδη προβληματική ευρωπαϊκή οικονομία.
Η κατάρρευση της κυβέρνησης στο Βερολίνο και τώρα στο Παρίσι θα παρεμποδίσει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ελλειμμάτων της Ευρώπης και της κατακερματισμένης ανταγωνιστικότητας. Ο καθοριστικός σε όλα τα επίπεδα «γαλλογερμανικός άξονας» είναι αδύναμος, σε ένα περιβάλλον που το ήδη φλέγον γεωπολιτικό σκηνικό φουντώνει και ο Ντόναλντ Τραμπ είναι έτοιμος σε ένα μήνα και κάτι, να πατήσει το κουμπί της «δασμολογικής» καταιγίδας. Και η κρίση δεν είναι μόνο πολιτική αλλά και οικονομική. Αν και είναι δύσκολο να δούμε μία επανάληψη της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, δεν είναι και απίθανο, όπως προειδοποιούν οι αναλυτές.
Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ και ιστορικά ο εμπνευστής των περισσότερων σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην περιοχή, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και η στιγμή της αλήθειας για την οποία προειδοποιούσαν πολλοί, ήρθε έπειτα από το αδιέξοδο και την αντιπαράθεση σχετικά με το προσχέδιο προϋπολογισμού λιτότητας που επιδίωκε να εξοικονομήσει 60 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω περικοπών δαπανών και αυξήσεων φόρων με την ελπίδα να μειωθεί το έλλειμμα, που οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας αναμένεται να διαμορφωθεί πάνω από το 6% του ΑΕΠ φέτος, το χειρότερο στην ευρωζώνη, ενώ το ΔΝΤ αναμένει ότι θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο -πολύ πάνω από το ανώτατο όριο του 3% που όρισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Ο προϋπολογισμός Μπαρνιέ είχε στόχο τη μείωσή του κατά 0,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο που αρκούσε για να σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα το χρέος, αλλά ανήκει στο παρελθόν.
Τα μεγάλα ελλείμματα προσθέτουν στο επίπεδο του χρέους της Γαλλίας, το οποίο προβλέπεται να φτάσει το 115% του ΑΕΠ το επόμενο έτος, περίπου 17% υψηλότερα από το 2018, ενώ έως το 2029 θα έχει φτάσει στο 124% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Οι δαπάνες για τόκους αναμένεται επομένως να αυξηθούν από 1,9% του ΑΕΠ σε 2,9%. Και αυτό βασίζεται σε προσδοκίες υγιούς οικονομικής ανάπτυξης.
Τα σενάρια για τον προϋπολογισμό είναι διάφορα, από το να υπάρξει κάποια συμφωνία τις επόμενες εβδομάδες έως το να συνεχιστεί ο προϋπολογισμός της προηγούμενης χρονιάς. Το βέβαιο είναι πως έως το καλοκαίρι τουλάχιστον, το νωρίτερο που μπορούν να διεξαχθούν εκλογές, η Γαλλία θα βρεθεί εκ νέου με μία προσωρινή και ασταθή κυβέρνηση. «Αυτό καταδικάζει τη Γαλλία σε μια μεγάλη περίοδο πολιτικής αστάθειας και πολιτικής ακινητοποίησης και το πιο σημαντικό, της στερεί τη δυνατότητα να ηγηθεί ή ακόμη και να συμβάλει ενεργά στις μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη», σημειώνει η Citigroup.
Το ερώτημα που έχει τεθεί αυτές τις μέρες είναι εάν είναι πιθανό να βιώσουμε μια νέα κρίση στην ευρωζώνη. Η Κομισιόν εμφανίστηκε πάντως καθησυχαστική διαμηνύοντας πως ο οικονομικός αντίκτυπος της πολιτικής αναταραχής στη Γαλλία στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή οικονομία φαίνεται περιορισμένος.
Το γεγονός είναι πως πολιτική κρίση στη Γαλλία έως τώρα έχει επηρεάσει μόνο την αγορά της Γαλλίας καθώς τα spreads των 10ετών ομολόγων της αυξήθηκαν τη περασμένη εβδομάδα στις 90 μ.β και στα υψηλότερα επίπεδα από την κρίση χρέους της ευρωζώνης, ξεπερνώντας τα ελληνικά. Αν και στη συνέχεια υποχωρήσαν παραμένουν κοντά με αυτά της Ελλάδας, τα οποία όπως και τα spreads της υπόλοιπης περιφέρειας, έχουν υποχωρήσει επίσης.
«Αυτό μπορεί να προκαλεί έκπληξη καθώς η Γαλλία είναι δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία και θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική απειλή για την ευρωζώνη»«, όπως σημειώνει η Capital Economics. Ωστόσο, όπως εξηγεί, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι πίσω από αυτή την έλλειψη «μετάδοσης», οι εξής:
Πρώτον, τα πράγματα είναι διαφορετικά σε σύγκριση με την κρίση χρέους της ευρωζώνης. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η κατάσταση της Γαλλίας είναι πολύ λιγότερο ανησυχητική από εκείνη της Ελλάδας τότε, αρχιτεκτονική του ενιαίου νομίσματος έχει ενισχυθεί έκτοτε, και η δυναμική του χρέους είναι πολύ πιο ευνοϊκή τώρα σε ορισμένες άλλες οικονομίες του Νότου, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα – και ακόμη και η Ιταλία τα πάει καλύτερα από το αναμενόμενο.
Δεύτερον, ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι η κυβέρνηση του Μπαρνιέ ήταν πολύ αδύναμη. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή βασιζόταν σε μια σχετική πλειοψηφία, αλλά και επειδή χρειάζεται την υποστήριξη πολλών κομμάτων με αντίθετες απόψεις σε μείζονα ζητήματα. Δεν ήταν λοιπόν έκπληξη που «έπεσε» τόσο γρήγορα.
Τρίτον, δεν είναι προφανές ότι η κατάρρευση της κυβέρνησης θα αύξανε περαιτέρω την πιθανότητα να φτάσει στην εξουσία μια αντιευρωπαϊκή δύναμη. Η κρίση χρέους της ευρωζώνης έδειξε ότι τα ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους, όσο σοβαρά κι αν είναι, δεν αποτελούν απαραίτητα επαρκή προϋπόθεση για να αποχωρήσει μια χώρα από την ευρωζώνη. Επομένως, οι ανησυχίες για τη Γαλλία θα εξαπλωθούν στις αγορές μόνο εάν υπάρξουν αμφιβολίες σχετικά με τη δέσμευση της Γαλλίας στο ευρώ.
Η «ψυχραιμία» που δείχνουν τα spreads δεν δημιουργούν συναγερμό στην ΕΚΤ η οποία σε κάθε περίπτωση παρακολουθεί στενά τη Γαλλία. Εάν η αναταραχή στη χώρα θολώσει σημαντικά τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης, η ΕΚΤ ίσως χρειαστεί να προσαρμόσει τη συνολική νομισματική της στάση μειώνοντας περισσότερο τα επιτόκια, εκτιμά η Berenberg. Ωστόσο, «είναι απίθανο να παρέμβει για να στηρίξει άμεσα τη Γαλλία με αγορές ομολόγων», επισημαίνει. Όπως εξηγεί, «το εργαλείο TPI προορίζεται για χώρες που δέχονται επίθεση από τις αγορές παρόλο που βρίσκονται στο σωστό δημοσιονομικό δρόμο. Η ΕΚΤ δεν θα είχε καμία δουλειά να γλιτώσει τη Γαλλία από τις συνέπειες της αποτυχίας έγκρισης προϋπολογισμού. Η Γαλλία θα πρέπει να βρει τη λύση μόνη της, με την κεντροαριστερά ή/και τη Λεπέν να επανεξετάζουν την αντίθεσή τους στην απαραίτητη δημοσιονομική εξυγίανση».
Οι αναλυτές πάντως φοβούνται ότι η Γαλλία μπορεί να εισέλθει σε μια αργή κρίση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση της πιστοληπτικής της ικανότητας. Ο οίκος Moody’s δήλωσε ότι η κατάρρευση της γαλλικής κυβέρνησης ήταν πιστωτικά αρνητική για τη χώρα και προσθέτει στους κινδύνους μεγαλύτερου χρέους. Η S&P τόνισε ότι οι εξελίξεις στη Γαλλία περιπλέκουν τις δημοσιονομικές προοπτικές, ενώ υπό οποιοδήποτε σενάριο θα υπάρξει τελικά λιγότερη δημοσιονομική εξυγίανση από ότι αναμενόταν πριν.
«Αν και είναι λογικό να μην έχει σημειωθεί μετάδοση σε άλλες αγορές ομολόγων της ευρωζώνης τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο υπάρχουν ξεκάθαροι κίνδυνοι μπροστά», τονίζει η Capital Economics. «Αμφιβάλλουμε ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση θα μπορέσει να βελτιώσει σημαντικά τα δημόσια οικονομικά στο εγγύς μέλλον, αυξάνοντας τον κίνδυνο να βρεθεί η Γαλλία στο επίκεντρο μιας άλλης κρίσης χρέους. Και αν η ιστορία είναι ένας οδηγός, αυτό προφανώς θα αύξανε τον κίνδυνο μιας αντιευρωπαϊκής δύναμης να φτάσει στην εξουσία και με τη σειρά της θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τους κινδύνους μετάδοσης».
Facebook Comments