Η Βάλια Πετούρη και ο Antoine Griezmann
Άλλο η κακή ενημέρωση της κρατικής τηλεόρασης και άλλο η ανθρωποφαγία
Άλλο η κακή ενημέρωση της κρατικής τηλεόρασης και άλλο η ανθρωποφαγία
Άλλο η κακή ενημέρωση της κρατικής τηλεόρασης και άλλο η ανθρωποφαγία. Άλλο η στελέχωση μιας δημόσιας υπηρεσίας από πολλούς πρώην πασοκονεοδημοκράτες, που έγιναν αντιμνημονιακοί και κατόπιν νεομνημονιακοί τσιπρικοί και άλλο η διαπόμπευση ενός εργαζομένου λόγω του μέσου στο οποίο εργάζεται.
Εντάξει, λοιπόν. Η Βάλια Πετούρη έκανε ένα λάθος. Είπε πως η Μεγάλη Βρετανία επιστρέφει στη στερλίνα. Όλοι, όσοι εκφέρουμε δημόσιο ζωντανό λόγο κατ’επάγγελμα, έχουμε κάνει παρεμφερή λάθη από απροσεξία ή/και κόπωση. Δεν γνωρίζω τη συνάδελφο προσωπικά. Όμως νωρίτερα στην επίμαχη εκπομπή είχε κάνει δυο αναφορές που δείχνουν ότι ήξερε, πως το ΗΒ δεν ήταν ποτέ στην ευρωζώνη. Και υπάρχει κάτι που συμβαίνει στον αέρα ή μπροστά σε κοινό, και λέγεται “σεντόνι”. Κι ο πλέον καταρτισμένος μπορεί να τα χάσει, να εκστομίσει την πιο αδιανόητη πατάτα.
Στην αρχή, είδηση έγινε το λάθος καθ’εαυτό. Πλέον, όμως, το news worthiness της ιστορίας αλλάζει πεδίο. Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το χυδαίο κράξιμο που έφαγε η συνάδελφος εκεί όπου ο κάθε ασήμαντος και συμπλεγματικός ανθρωπάκος αισθάνεται τουλάχιστον επιλοχίας: στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Οι άνθρωποι δεν είναι ανεκτικοί γιατί έχουν βαρεθεί τις πασοκίτσες που έκαναν ζωάρα και εν μία νυκτί έγιναν συριζαίες», μου σχολιάζει φίλος σε σχετική ανάρτηση στον τοίχο μου. Και ναι, κατά κάποιον τρόπο δεν έχει άδικο. Όταν έχεις απέναντί σου κάποιον που τον πληρώνεις και τρόπον τινά σε εξαπατά, ο βαθμός αυστηρότητας αυξάνει. Πόσο όμως απέχει η αυστηρότητα από το hatespeach;
Αν μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, είναι πως εξαπλώνεται παγκοσμίως και κυριαρχεί η πολιτική του λόγου του μίσους. Η δημιουργία εχθρών και η προσωπική ή γενική αήθης επίθεση εναντίον τους, η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος περί του τί ισχύει και τί είναι αληθές, αυτά καθοδηγούν τις επιλογές των πλειοψηφιών. Στην Ελλάδα, εκφραστές του πολιτικού αυτού bullying και της εκστρατείας του ψεύδους υπήρξαν κυρίως τα «αγανακτισμένα» άκρα και οι νυν συγκυβερνώντες – των οποίων ημιεπίσημο ηχείο έγινε η νεκραναστημένη ΕΡΤ. Εφόσον κάποιος σήμερα έχει την ΕΡΤ στη μπούκα, το κάνει διότι την ταυτίζει με τις δυνάμεις που θριάμβευσαν μέσα από την καθύβριση των αντιπάλων, τον ρουσφετολογικό προσεταιρισμό και το συνειδητό ψέμα. Το να γίνεται κανείς κάφρος, όμως, πού τον τοποθετεί;
Η απρεπής οργή χάνει την ουσία. Το πρόβλημα δεν είναι η Βάλια Πετούρη. Η ΕΡΤ1, ναι. Είναι, ίσως, το χειρότερο κανάλι της ελληνικής τηλεόρασης: Δαπανά πόρους και μια τερατώδη υποδομή στο νταχτίρντισμα των κυβερνητών που επαναπροσέλαβαν το προσωπικό. Λογικό είναι. Ανθρώπινο σχεδόν. Το κανάλι, όμως, που πληρώνει ο Έλληνας πολίτης για να το παρακολουθεί να υποβαθμίζει επαγγελματίες σε φερέφωνα και να εκπέμπει την αισθητική και τον λόγο της τρέχουσας πολιτικής εξουσίας, δεν μπαίνει στο στόχαστρο ουσιώδους κριτικής όταν τα ΜΚΔ φορτώνουν με εμετικούς χαρακτηρισμούς ένα στέλεχός του, που είχε μια κακή στιγμή.
Όταν γίνουμε εκείνο που πολεμάμε, θα έχουμε ηττηθεί. Ναι, ο κόσμος, με προπομπό τη Δύση, οδεύει προς ένα μέλλον e-αλληλοσπαραγμού και πολιτικού σκουπιδαριού. Κι ίσως οι αντιστάσεις να μην έχουν νόημα, καθώς είναι η ίδια η τεχνολογία της μαζικής επικοινωνίας που ευνοεί το mobbing και πνίγει τον χώρο του επιχειρήματος. Για όποιον, όμως, συναισθάνεται την τραγικότητα της ιστορικής περίστασης σε σχέση με το μετασχηματισμό του δημοσίου διαλόγου, δεν υπάρχει δικαιολογία. Όσοι διαχειριζόμαστε βήμα, χρήσιμο είναι να υπερασπιζόμαστε την προσωπικότητα του ανθρώπου, που μετατρέπεται για ψύλλου πήδημα σε θήραμα διαδικτυακού σαφάρι.
Λόγω EURO, βλέπω πολλή ΕΡΤ τελευταία. Και το πρόβλημα όντως δεν είναι η Βάλια Πετούρη. Είναι ένας παλαιοπασοκισμός του τρόπου αντίληψης των πραγμάτων με γραμμιτζίδικο άρωμα. Και κάτι που αποτελεί γενικό φαινόμενο: Η αδιαφορία για την γενική παιδεία. Είναι, πως κοτζαμάν υπεροργανισμός θεωρεί φυσιολογική τη σφαγή των ονομάτων των παικτών, που συντελείται καθημερινά από τους σπήκερ. Εκεί είναι το πρόβλημα. Στη λεπτομέρεια. Στο «δε βαριέσαι» και στο «τι σημασία έχει, μωρέ, η προφορά». Στο «και τι με νοιάζει εμένα αν θα το πει λάθος ο άλλος». Εκεί. Όχι μόνο στην κρατική τηλεόραση. Ούτε καν στα ΜΜΕ. Στη χώρα. Και σε εμάς ακόμα, ενίοτε, τους ίδιους, που το επισημαίνουμε.
ΥΓ – Το ποιοτικότερο, ίσως, κανάλι των δημοσίων συχνοτήτων είναι η ΕΡΤ2 – όταν δεν παίζει τον ρόλο του υπερκουλτουριάρη ινστρούχτορα.
Facebook Comments