Υπέρ της εξόδου των ελληνικών τραπεζών από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, τάσσεται ο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Στη νεότερη έκθεσή του για την Ευρώπη, που περιλαμβάνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τις τραπεζικές εξελίξεις στη Σερβία, την Αλβανία, την ΠΓΔΜ, τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο, το ΔΝΤ σημειώνει ότι μετά τα δύσκολα χρόνια της ευρω-κρίσης εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες όσον αφορά τις θυγατρικές ορισμένων ελληνικών ιδρυμάτων.

«Ενώ οι αναταραχές έχουν υποχωρήσει, το επόμενο βήμα θα είναι [τα Δυτικά Βαλκάνια] να διαχειριστούν την απόσυρση των ελληνικών τραπεζών από την περιοχή», αναφέρει το Ταμείο, προσθέτοντας ότι τα σχέδια αναδιάρθρωσης που κατάρτησαν τα ελληνικά ιδρύματα στο πλαίσιο των Μνημονίων ούτως ή άλλως προβλέπουν μεγάλη αποκλιμάκωση δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό. 

Ως παραδείγματα, το ΔΝΤ αναφέρει πως η Τράπεζα Πειραιώς σχεδιάζει την πώληση των θυγατρικών της στην Αλβανία και τη Σερβία, ενώ η Εθνική Τράπεζα δεν αποκλείεται να έχει πουλήσει έως τον Ιούνιο του 2018 τις θυγατρικές της σε όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη, περιλαμβανομένων αυτών στην Αλβανία και την ΠΓΔΜ.

Η Εθνική έχει ήδη πουλήσει τις δύο θυγατρικές της στη Σερβία στον ουγγρικό όμιλο OTP, ενώ εκτός Σερβίας βρίσκεται και η Alpha Bank, έχοντας συμφωνήσει τη μεταβίβαση του τοπικού βραχίονά της στην σερβική MK Group.

Όσον αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας, το Ταμείο επαναλαμβάνει τις προβλέψεις που έκανε τον Οκτώβριο, εκτιμώντας πως η ανάπτυξη θα είναι ισχυρή φέτος και το επόμενο έτος – 1,8% και 2,6% αντίστοιχα – όμως στη συνέχεια θα αρχίσει να «ξεφουσκώνει».

Η κρίση και τα Δυτικά Βαλκάνια

Τη δεκαετία του 2000 ο τραπεζικός κλάδος των Δυτικών Βαλκανίων ήταν εν πολλοίς εξαρτημένος από την εισροή κεφαλαίων στις θυγατρικές ευρωπαϊκών τραπεζών, η οποία «στέρεψε» με την έλευση της ευρω-κρίσης.

Η κρίση έφερε μείωση του δανεισμού στην πραγματική οικονομία και επιβράδυνση της ανάπτυξης.

Παράλληλα, η έξαρση πιστώσεων που είχε παρατηρηθεί τα χρόνια του εύκολου χρήματα οδήγησε σε απότομη αύξηση των «κόκκινων» δανείων μετά το 2008, γεγονός που έπληξε την κερδοφορία των τραπεζών. Οι χαμηλές προοπτικές κερδοφορίας αποθαρρύνουν την είσοδο νέων, μη ευρωπαίων επενδυτών στην τραπεζική αγορά των Δυτικών Βαλκανίων.

Η ελκυστικότητα της περιοχής πλήττεται και από το γεγονός ότι η αγορά είναι ήδη κορεσμένη, έχοντας μεγάλο αριθμό τραπεζών αναλογικά με τον πληθυσμό. Μολονότι καμία χώρα των Δυτικών Βαλκανίων δεν υπερβαίνει σε πληθυσμό τα 7,2 εκατομμύρια όλες διαθέτουν διψήφιο αριθμό ιδρυμάτων.

Το πιο ακραίο παράδειγμα είναι η Σερβία, που με σε πληθυσμό 7,2 εκατομμυρίων φιλοξενεί 29 τράπεζες.
 

Facebook Comments