Από την αρχή της μνημονιακής περιόδου το Μάιο του 2010, η προσοχή και η κριτική στην Ελλάδα έχουν κυρίως εστιαστεί είτε στο σκέλος των δημοσιονομικών, είτε σ’ αυτό των εργασιακών και ασφαλιστικών μέτρων.

Όμως σταδιακά και υπό το βάρος ενός προγράμματος προσαρμογής πρωτοφανούς βιαιότητας, το χρέος μετακυλίθηκε στον ιδιωτικό τομέα, συμπαρασύροντας τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των πιστωτριών τους τραπεζών σε μια κρίση βιωσιμότητας, ενώ ταυτόχρονα το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνεται.

Πριν από δύο μέρες παρουσιάστηκε στη δημοσιότητα η πέμπτη έκθεση αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας απ’ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μία από τις εκτιμήσεις που εντυπωσιάζουν είναι αυτή που αφορά την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη απομόχλευση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία θέτει σε κίνδυνο την όποια ανάκαμψη και τείνει σε αποπληθωρισμό χρέους. Εντύπωση κάνουν επίσης οι λύσεις που προτείνει το ΔΝΤ.

Η έκθεση περιγράφει μια ανησυχητική πραγματικότητα, όπου παρά τις συνεχείς κεφαλαιακές ενέσεις δημόσιου χρήματος προς τις τράπεζες και τη μαζική παροχή ρευστότητας απ’ την ΕΚΤ, η ραγδαία πτώση του παραγόμενου προϊόντος, η συνεχιζόμενη εσωτερική υποτίμηση μισθών και τιμών, η αυξανόμενη φορολογική πίεση και η πιστωτική περιστολή έχουν επιφέρει σφοδρό χτύπημα στους εταιρικούς ισολογισμούς.

Τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια έχουν φτάσει το 40% του συνόλου των δανείων στο τέλος του 2013, ενώ αν αφαιρέσουμε τις προβλέψεις, δηλαδή τα κεφάλαια που οι τράπεζες βάζουν στην άκρη για να καλύψουν τις τυχόν επισφάλειες απ’ τη μη αποπληρωμή των δανείων, υπερβαίνουν ακόμα και το κεφάλαιο των τραπεζών με αναλογία 1,38 προς 1. Αυτή η επιδείνωση επιτείνεται από τη συνεχόμενη πτώση της αξίας των εγγυήσεων (ιδίως της εμπορικής αξίας των υποθηκευμένων ακινήτων) στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Όλα αυτά αυξάνουν διαρκώς το βάρος του χρέους του ιδιωτικού τομέα, όπως συμβαίνει κάθε φορά που έχουμε κρίση ισολογισμών με αποπληθωρισμό χρέους.

Στην παράγραφο 33 της έκθεσης, το ΔΝΤ παρατηρεί επιδείνωση της πιστωτικής κουλτούρας λόγω των συνεχιζόμενων ρυθμίσεων και της αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων. Το νομικό πλαίσιο στάθηκε ανίκανο να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, τόσο την ανάγκη αναδιάρθρωσης προβληματικών αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων, όσο και την εκκαθάριση όσων είναι μη βιώσιμες.

Κατά το ΔΝΤ, η αντιμετώπιση του υπερδανεισμού πρέπει να γίνει με πιο δραστικό τρόπο από αυτόν που προκρίνει η Τράπεζα της Ελλάδος: θα χρειαστεί μια εμπροσθοβαρής ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με βάση το δυσμενές σενάριο, που μιλάει για ανάγκη πρόσθετων κεφαλαίων ύψους 9,4 δισ. ευρώ. Αυτό, σε συνδυασμό με ριζικά μέτρα διαγραφής χρεών και ένα νέο και ενεργότερο θεσμικό πλαίσιο εξωδικαστικού διακανονισμού και ρύθμισης ιδιωτικών χρεών, θα επιτρέψουν στις τράπεζες να αποκτήσουν ξανά ουσιαστικό ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Διότι απλούστατα η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει τη μεγέθυνση της οικονομίας για την αντιμετώπιση του υπερδανεισμού, καθόσον ο δείκτης καθυστερήσεων στην εξυπηρέτηση δανείων είναι κατά πολύ υψηλότερος από αυτόν που παγκοσμίως θεωρείται ως κατώφλι συστημικού κινδύνου, ενώ η οικονομία παραμένει μη ανταγωνιστική, πράγμα που φαίνεται απ’ την απογοητευτική πορεία των εξαγωγών, αν εξαιρέσει κανείς τους τομείς της διύλισης καυσίμων και του τουρισμού. Το ΔΝΤ σημειώνει ακόμα ότι η διαχείριση των επισφαλειών μπορεί να απαιτήσει πολλά χρόνια και προειδοποιεί για τον κίνδυνο οι τράπεζες να αποκομίσουν ολιγοπωλιακά κέρδη λόγω υψηλών περιθωριακών επιτοκίων και προμηθειών, στερώντας έτσι πολύτιμους πόρους απ’ την οικονομία.

Εν ολίγοις, χωρίς συντεταγμένα και γενναία μέτρα ελάφρυνσης του ιδιωτικού χρέους, που έχει γίνει ένας βρόχος στο λαιμό της εθνικής οικονομίας, η πορεία προς μια δια μακρόν συνεχιζόμενη απομόχλευση του χρηματοπιστωτικού τομέα (μείωση του λόγου δάνεια προς καταθέσεις) θα θέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξη των επόμενων ετών λόγω εγκλωβισμού των υγιών παραγωγικών πόρων της χώρας.

Facebook Comments