Οι απογοητευτικές μακροοικονομικές ανακοινώσεις του πρώτου τριμήνου, με την πτώση της μεταποίησης όπως έδειξαν οι δείκτες PMI, την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τον πληθωρισμό στο 0,5% έκαναν αναπόφευκτη την ανάληψη δράσης από την ΕΚΤ στη συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου.

Σύμφωνα με τη Franklin Templeton, η μείωση των επιτοκίων από το 0,25% στο 0,15% δεν αλλάζει κάτι, αλλά οι συνολικές ενέργειες ενισχύουν την άποψη ότι η ευρωπαϊκή κρίση χρέους έχει μπει σε πορεία επίλυσης και δε θα επιτραπεί μια εκτός ελέγχου κατάσταση. Επίσης, αξίζει αναφοράς η αναγνώριση από την ΕΚΤ ότι το ευρώ είναι αρκετά ακριβό αλλά από την άλλη, υπάρχουν συγκεκριμένες συγκυρίες για τις οποίες συμβαίνει αυτό. Η ανησυχία της ΕΚΤ έχει να κάνει με τον αντίκτυπο στον πληθωρισμό και τις εξαγωγές.

Η επιθυμία για αποδυνάμωση του ευρώ, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους της εισαγωγής αρνητικών επιτοκίων. Οι ενέργειες της ΕΚΤ και η υπόσχεση για ακόμα μεγαλύτερη ρευστότητα, την ίδια στιγμή που η ΒΟΕ και η Fed αλλάζουν νομισματική πολιτική, λογικά θα έπρεπε να υποτιμήσουν το ευρώ. Τα αρνητικά επιτόκια όμως, δεν είναι βέβαιο ότι θα ωθήσουν τις τράπεζες να αυξήσουν το δανεισμό.

Η FT θεωρεί ότι τα επιτυχημένα προγράμματα χαλάρωσης της BOE και της Fed, θα πρέπει να αποτελέσουν οδηγό για την ΕΚΤ. Ένα ευρωπαϊκό QE, θα διατηρήσει τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα για πολύ καιρό. Αν και τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια στην Ευρωζώνη έχουν σημειώσει σημαντική πτώση εξαιτίας και του χαμηλού πληθωρισμού, δεν αποκλείεται να υπάρξει άνοδος των μακροπρόθεσμων επιτοκίων και αυτό θα έπρεπε να αποτραπεί από την ΕΚΤ.

Τέλος, η Franklin Templeton εκτιμά ότι η πορεία της Ευρωζώνης προς τη σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη θα είναι αργή και επίπονη.

Facebook Comments