Είναι σίγουρο ότι στον ελάχιστο χρόνο, μικρότερο του δευτερολέπτου, που μεσολαβεί από το διάβασμα της επικεφαλίδας μέχρι να ξεκινήσετε να διαβάζετε αυτές τις γραμμές, οι περισσότεροι έχετε ήδη δώσει απάντηση στον εαυτό σας, κάποιοι θετική, κάποιοι αρνητική και κάποιοι απορείτε που δεν έχει γίνει ακόμα πόλεμος.

Θα προσπαθήσουμε να δούμε τους παράγοντες που επηρεάζουν μια κοινωνία έτσι όπως έχουν καταγραφεί ιστορικά από τη μελέτη πάνω από 100 περιπτώσεων εμφύλιων πολέμων που έχουν ξεσπάσει από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως τις αρχές του αιώνα μας και να δούμε κατά πόσο αυτοί μπορούν να βρουν εφαρμογή στην Ελληνική πραγματικότητα.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι ενώ ο καθένας έχει στο μυαλό του μια κατάσταση την οποία θα περιέγραφε ως εμφύλιο πόλεμο, στη πραγματικότητα το θέμα είναι πρωτίστως νομικό και άπτεται του διεθνούς δικαίου. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι περισσότερα από το ένα τρίτο των κρατών που συνθέτουν τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών έχουν εμπλακεί σε εσωτερικό πόλεμο είναι λογικό να έχει αναπτυχθεί η ανάλογη διεθνής νομοθεσία.

Επίσης είναι προφανές ότι ένας εμφύλιος πόλεμος δε ξεσπά μέσα σε μια μέρα. Οι διενέξεις εμφανίζουν μια κλιμάκωση μέχρι να φτάσουν στο σημείο να χαρακτηριστούν εμφύλιες διενέξεις. Είναι επίσης λογικό οι αντάρτες που ξεκινούν έναν πόλεμο εντός ενός κράτους να επιδιώκουν να χαρακτηριστεί ο αγώνας τους ως εμφύλιος πόλεμος.

Ο λόγος είναι απλός και εκπορεύεται από τη διεθνή νομοθεσία, ενώ σε μια «εσωτερική διαμάχη» ή σε μια «οργάνωση τρομοκρατικών ενεργειών», οι εξεγειρόμενοι υπόκεινται στην εθνική τους νομοθεσία, όταν μια διαμάχη χαρακτηριστεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως «Εμφύλιος Πόλεμος» τότε οι αντάρτες αποκτούν τα δικαιώματα που έχουν οι εμπλεκόμενοι μεταξύ εθνικών πολέμων, δηλαδή έχουν τα δικαιώματα των αιχμαλώτων πολέμου σε περίπτωση που συλληφθούν και έχουν τα δικαιώματα να τύχουν προστασίας από διεθνείς οργανισμούς που εμπλέκονται στις διενέξεις μεταξύ κρατών όπως πχ το ΝΑΤΟ ή η Διεθνής Αμνηστία. Άρα κάθε κράτος κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε οποιαδήποτε εξέγερση να μη φτάσει στο επίπεδο να χαρακτηριστεί «εμφύλιος πόλεμος».

Ο ορισμός όπως δίνεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι ο εξής : «ένας εμφύλιος πόλεμος αποτελείται από μια ή πολλές ταυτόχρονες διενέξεις πάνω σε γενικά ασύμβατες θέσεις που:

Α.  Αφορούν την κυβέρνηση και/ή την επικράτεια ενός κράτους

B. Σχετίζονται άμεσα με τη χρήση ένοπλων δυνάμεων έχοντας ως αποτέλεσμα το θάνατο σε μάχες τουλάχιστον 500 ατόμων σε περίοδο ενός έτους κατά την διάρκεια των συγκρούσεων

Γ. Αφορούν δύο ή περισσότερα στρατόπεδα, από τα οποίο το κύριο είναι η κυβέρνηση της χώρας με τις ένοπλες δυνάμεις του  και μια ή περισσότερες αντιμαχόμενες οργανώσεις.» (1)

Οι παράγοντες που ευνοούν την οργάνωση ομάδων που θα αντισταθούν στη κεντρική εξουσία είναι σε γενικές γραμμές οι παρακάτω :

  • «Ακραία φτώχια – κράτη με Κατα Κεφαλή Εισόδημα κάτω από 6.500 $
  • Πολιτική αστάθεια σε νέα ή καταρρέοντα κράτη
  • Γεωγραφία που να επιτρέπει στους αντάρτες να κρύβονται εύκολα
  • Μεγάλοι πληθυσμοί
  • Εξωτερική χρηματοδότηση» (2)

Επίσης βασικό στοιχείο είναι η ύπαρξη στο κράτος πολλών νεαρών αντρών πρόθυμων να καταταγούν σε ένα αντάρτικο στρατό. Υπάρχουν παράγοντες που στην Ελλάδα δεν έχουν εφαρμογή όπως η ύπαρξη κάποιων πλουτοπαραγωγικών πηγών, ο έλεγχος των οποίων μπορεί να αποφέρει κέρδη στους αντάρτες.

Το βασικότερο για να δούμε ποιοι παράγοντες ευνοούν τον εμφύλιο στην Ελλάδα είναι να δούμε τα πιθανά κίνητρα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Το βασικότερο πρόβλημα που βιώνουμε είναι η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στη ζωή των πολιτών. Η επίδραση της κρίσης δεν είναι ίδια για όλους τους πολίτες με αρκετές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια, τη περιουσία, το καθεστώς και το είδος της εργασίας και ασφάλισης κλπ.

Το κίνητρο όσων θέλουν να αντιταχθούν σε αυτό θα είναι η κατάληψη της εξουσίας ή η εκδίωξή της και η αντικατάσταση με μια άλλη που θα έχει άλλη οικονομική πολιτική. Συνεπώς στην Ελλάδα θα πρέπει να προσθέσουμε άλλη μια παράμετρο, εκτός από εμφύλιο θα μπορούσαμε να έχουμε πραξικόπημα.

Η Ελλάδα αντίθετα με ότι λέγεται ότι έχουν καταπατηθεί βάναυσα συνταγματικές ελευθερίες από τη κυβέρνηση, έχει οδηγηθεί  ουκ ολίγες φορές στις εκλογές τα τελευταία πέντε χρόνια της κρίσης.

Συνεπώς δε μπορεί να μιλάμε για έλλειμμα δημοκρατίας. Τα όποια αποτελέσματα προέκυψαν στις κάλπες προέκυψαν από τη βούληση των πολιτών και όχι από παρατυπίες, νοθεία ή χειραγώγηση. Άσχετα αν οι κύριες πολιτικές δυνάμεις διαγωνίζονται στο λαϊκισμό, είναι ουσιαστικά πρόβλημα των πολιτών που υποκύπτουν στα κελεύσματα των σειρήνων. Από την άλλη βέβαια είναι αδιαμφισβήτητη η οργή και αγανάκτηση της κοινωνίας με τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις και το τρόπο που διαχειρίζονται τη κρίση.

Στη χώρα μας δεν αναδείχθηκαν εθνοτικές διαφορές ή άλλες κατηγοριοποιήσεις ικανές να στρέψουν με όπλα τη μια ομάδα εναντίον της άλλης. Ακόμα και η διαμάχη μεταξύ όσων απασχολούνται στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι σε θέση να φτάσει τη κατάσταση στα άκρα. Και ενώ στη κοινωνία υπάρχει μια απροσδιόριστη οργή που δε μπορεί να κατευθυνθεί προς μια οργανωμένη αντίσταση, το κλίμα πυροδοτούν κατά καιρούς μεμονωμένοι πολιτικοί ακόμα και μέσα στη βουλή.

Οφείλουμε να τονίσουμε ότι κανένα κόμμα επίσημα δεν προσβλέπει σε βίαιη ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος, ακόμα και το ΚΚΕ που στο καταστατικό του αναφέρεται σε λαϊκή επανάσταση μάλλον για παραδοσιακούς λόγους το κρατά παρά για ουσιαστικούς. Ανεπίσημα, βέβαια, είναι σαφές ότι τόσο η άκρα δεξιά όσο και η άκρα αριστερά δυναμιτίζουν το κλίμα με δηλώσεις στελεχών τους. Ειδικά για την αριστερά πρόκειται για ιστορικό σφάλμα που είναι αδύνατο να μην επισημανθεί στο μέλλον.

Έχοντας φτάσει πλέον στο κατώφλι της εξουσίας, οι δηλώσεις στελεχών ή βουλευτών της κατά καιρούς είτε ευθέως είτε με υπονοούμενα μπορεί να χαϊδεύουν τα αυτιά όσων διψούν για αίμα, (αρκεί να μην εμπλακούν οι ίδιοι) αλλά κάνουν μεγαλύτερο κακό στο χώρο γιατί δείχνουν αγκυλώσεις του παρελθόντος και ανωριμότητα στο να αναλάβουν μέσω της νόμιμης οδού τη διακυβέρνηση της χώρας προς όφελος όλων των Ελλήνων.

Οι δε ακροαριστερές ή αναρχικές οργανώσεις που εμπλέκονται με τη τρομοκρατία δεν μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης, ειδικά των νέων. Έχοντας αναλωθεί τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, σε χτυπήματα εναντίον τραπεζών στη πραγματικότητα δεν δείχνουν να έχουν σοβαρό πολιτικό υπόβαθρο, αλλά να καλύπτουν με ιδεολογικό μανδύα την αναζήτηση πόρων για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Για να μπορέσει να γίνει ένα σοβαρό κίνημα χρειάζεται ιδεολογικό υπόβαθρο, η έννοια της θυσίας, η πρόθεση πολλών νέων αντρών να καταταγούν, η ικανότητα των ομάδων που θα συγκροτηθούν να οργανώσουν αντάρτικο αγώνα και να επιβιώσουν σε δύσβατες περιοχές και η αποδοχή ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού στον αγώνα τους.

Ο πρώτος πυρήνας δε χρειάζεται να είναι μεγαλύτερος από 500 άτομα ενώ για να μπορέσουν να οργανώσουν μια καλή ένοπλη ομάδα θα πρέπει να φτάσουν τις 2000 ~ 5000 άτομα κρατώντας τη δύναμη σταθερή, δηλαδή να έχουν συνεχώς ροή εθελοντών για να αναπληρώνουν τις απώλειες. Επίσης θα πρέπει να έχουν καλές προσβάσεις στη νεολαία και ειδικά σε χώρους που υπάρχουν νέοι άντρες γιατί παραδοσιακά αυτοί είναι ο πυρήνας ενός αντάρτικου.

Είναι σαφές ότι τις παραπάνω παραμέτρους ικανοποιεί στην χώρα μας μόνο ο εθνικιστικός χώρος, όπως εκφράζεται μέσα από τη Χρυσή Αυγή. Και μπορεί το κόμμα να απορρίπτει τις κατηγορίες για την οργάνωση συμμοριών ή για άλλες βλέψεις που ξεφεύγουν από το κοινοβουλευτισμό όμως είναι φύση αδύνατο ακόμα και στο ίδιο το κόμμα να ελέγξει τις ενέργειες μεμονωμένων στελεχών του που μπορεί να έχουν άλλες βλέψεις.

Η αποδοχή του κόμματος από στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, η ρητορική που υιοθετείται αβίαστα από μέρος εκκλησιαστικών παραγόντων αλλά και η δημοφιλία των απόψεων σε χώρους όπως είναι οι στρατιωτικές σχολές όπου εκεί υπάρχουν οι ιδανικοί νέοι για να επανδρώσουν ένα σώμα ανταρτών έκανε το κόμμα της Χρυσής Αυγής ως το πρώτο εχθρό της δημοκρατίας.

Υπό αυτό το πρίσμα εξηγούνται και οι διώξεις εναντίον των βουλευτών της αφού το περιστατικό με το φόνο ενός ιδεολογικού αντιπάλου ή τα ευρήματα ναζιστικών συμβόλων ή και φορητών όπλων σε κάποια σπίτια στελεχών του δε δικαιολογούν το μέγεθος της δίωξης εναντίον τους. Είναι προφανές ότι αν η αριστερά είχε αντίστοιχες βλέψεις η αντιμετώπισή της θα ήταν διαφορετική.

Το πιθανότερο σενάριο θα ήταν η οργάνωση αντάρτικου τόσο στην Αθήνα όσο και σε δύσβατες περιοχές της επαρχίας. Περίπτωση αντάρτικου πόλης και μόνο πόλης είναι αυτό της Β. Ιρλανδίας, κάτι που δε φαίνεται ως πιθανό σενάριο για την Ελλάδα. Γεωγραφικά, ο προφανής χώρος για το αντάρτικο είναι η οροσειρά της Πίνδου, χώρος που είχε ευνοήσει το αντάρτικο στον εμφύλιο του 1945 αλλά όπως φαίνεται και στις μέρες μας είναι το προφανές κρησφύγετο δραπετών ή καταζητούμενων. Και ενώ σε μάχες με την αστυνομία οι δραπέτες δεν έχουν καμία τύχη, απέναντι σε μεγάλες ομάδες ανταρτών με εκπαίδευση και οπλισμό τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Πρακτικά μιλώντας, αν ένα αντάρτικο σώμα στη Πίνδο εξοπλίζονταν και με αντιαεροπορικά όπλα ικανά να αποτρέψουν επιχειρήσεις ελικοπτέρων, θα μπορούσαν να οριοθετήσουν ολόκληρες περιοχές δικού τους ελέγχου.

Ο προφανής στόχος ενός εθνικιστικού αντάρτικου θα ήταν μάλλον να διχάσει το στράτευμα και να οδηγήσει σε στρατιωτικό πραξικόπημα. Είναι άγνωστο ποια θα ήταν η τύχη της χώρας σε ένα τέτοιο σενάριο. Αντάρτικα που φαντάζονται πολλοί από αγανακτισμένους ιδιοκτήτες ακινήτων ή από ελεύθερους επαγγελματίες που χρωστούν στον ΟΑΕΕ είναι πρακτικά αδύνατο να συμβούν. Πιο πιθανό είναι αν προκύψει το κατάλληλο κίνημα, ο 20χρονος γιος του απελπισμένου ανέργου ή ελεύθερου επαγγελματία να το προσεγγίσει, ειδικά αν νιώσει ότι ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του έχουν μέλλον, παρά ο πατέρας που βιώνει την αδικία και τις συνέπειες της κρίσης πάνω του.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι διεθνείς οργανισμοί που ασχολούνται με την Ελλάδα παρακολουθούν και αυτή τη παράμετρο και πιθανόν να καθορίζουν και τη στάση τους ή το μείγμα της πολιτικής τους εξετάζοντας τις τάσεις της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι περίεργο η σύλληψη των μελών της Χρυσής Αυγής να έγινε με υπόδειξη ξένων.

Το ερώτημα λοιπόν του αν μπορεί να ξεσπάσει εμφύλιος στην Ελλάδα είναι ότι μπορεί υπό προϋποθέσεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό που οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους ως «εμφύλιο πόλεμο» δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που τελικά θα συμβεί αν ποτέ συμβεί. Οι μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο αντικείμενο υποδεικνύουν ότι η αύξηση του Κατά Κεφαλή Εισοδήματος είναι παράγοντας που αποτρέπει τον εμφύλιο. Η με ένα νόμο και με ένα άρθρο επαναφορά στα εισοδήματα προ τις κρίσης θα έχει μικρότερη επίδραση στην αποτροπή ενός εμφυλίου από τη χρόνο με το χρόνο σταδιακή επαναφορά στα παλιότερα εισοδήματα γιατί δημιουργεί στην κοινωνία τη πεποίθηση ότι το μέλλον που έρχεται θα είναι καλύτερο, συνεπώς αποτρέπει τα ρίσκα από παντού.

Όσο για τους πολιτικούς που χειρίστηκαν τη κρίση τα τελευταία χρόνια είναι φανερό ότι έπαιξαν με τη φωτιά και θα μπορούσαν να γεμίσουν την ιστορία με ακόμα περισσότερες σελίδες τραγικών λαθών, λαθών που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και θα μπορούσαν να μας φτάσουν μέχρι την απόλυτη καταστροφή.

Βιβλιογραφία

  1. “The United Nations Security Council and Civil War : First Insights from a New Data Set”, James Cockayne, Christoph Mikulaschek, Chris Perry, September 2010, International Peace Institute
  2. “Causes of world’s civil wars misunderstood, researchers say”, Stanford University News Release, Lisa Trei, 24 Sept 2002
  3. “Ethnicity, Insurgency and Civil War”, James D. Fearon, David D. Laitin, Department of Political Science, Stanford University, παρουσίαση στο ετήσιο συνέδριο του American Political Science Association, 2001

 

Facebook Comments