Το άρθρο αυτό συντάχθηκε με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό της επίθεσης ξυλοδαρμού στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης και το γεγονός ότι ήταν πάρα πολλοί οι πολίτες εκείνοι που επικροτησαν την πράξη αυτοδικίας.

Δεν θα εξετάσουμε εξοργιστηκαν δικαιολογημενα ή όχι. Σκοπός μας εδώ δεν είναι να κρίνουμε το συγκεκριμένου δημόσιο πρόσωπο, αλλά να εξετάσουμε το φαύλο και διαλυτικό για τη Δημοκρατια φαινόμενο τής επίδειξης ανοχής στην αυταπάτη περί ύπαρξης δήθεν “καλής βίας”

= = = = =

Ας υποθέσουμε ότι ένα δημόσιο πρόσωπο κατά γενική παραδοχή έχει πει εξοργιστικά πράγματα, ή ενεργεί με τρόπο αντίθετο με όσα προτάσσει η ιδεολογία ή η λογική κάποιων πολιτών. Μπορεί τότε αυτή η εξοργισμένη μαζί του ομάδα πολιτών να εκφράσει την αγανάκτησή της μέσω τής άσκησης βίας ώστε να «συμμορφώσει» τον -κατά την κρίση της- κακό δημόσιο αξιωματούχο;

Σε μία κοινωνία οργανωμένη στη βάση των αρχών της Συνταγματικής Δημοκρατίας, η απάντηση είναι μία και αυτονόητη:

‘Όχι, δεν μπορεί!’

Όσοι υπεραμύνονται μίας τέτοιας πράξης άσκησης εξωθεσμικής βίας ότι ‘καλώς έγινε και είναι δικαιολογημένη’, είτε εν αγνοία τους είτε όχι αξιολογούν τα τού δημόσιου βίου στη βάση τής ικανοποίησης των ατομικών τους εσωτερικών επιταγών παρά με γνώμονα τη συλλογική ζωή, τις συλλογικές αξίες, το συλλογικό συμφέρον.

Τι θα έπρεπε τότε να κάνει ο πολίτης που νιώθει ότι προσβάλλεται; Τι θεσμοποιημένο μέσον τού παρέχει το πολίτευμα για να αποκαταστήσει την ισορροπία που αισθάνεται ότι κλονίστηκε;

Εφόσον δεν έχει διαπράξει κάποιο ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να τον καταγγείλει στις αρχές, μπορεί να κάνει όλα όσα προβλέπει το Σύνταγμα και οι κανόνες τής θεσμικής Δημοκρατίας. Δηλαδή, για τα αιρετά πρόσωπα, να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του στις επόμενες εκλογές δια της ψήφου και, έως τότε, να χρησιμοποιήσει τα μέσα που του παρέχει ο δημόσιος διάλογος ώστε να μεταφέρει τα (απαραιτήτως εμπεριστατωμένα και τεκμηριωμένα) μηνύματά του σε εύρος εντός τής δημόσιας σφαίρας, επιχειρώντας να την επηρεάσει με θεμιτό και παραγωγικό τρόπο.

Σε μια Δημοκρατία η οποία διέπεται από συνταγματικούς θεσμούς, η άσκηση βίας από τους πολίτες και ανυπακοή σε νόμο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε μία περίπτωση: Όταν αυτό αποτελεί το ύστατο όπλο προάσπισης τών αρχών τού Συντάγματος από μια αυταρχική Κυβερνητική εξουσία που επιχειρεί να τις καταπατήσει. Η Ελληνική Δημοκρατία, είτε κουτσή είτε παραμελημένη είτε ανάπηρη την κρίνει κανείς, είναι σίγουρα στη βάση της μία τέτοια Δημοκρατία. Και ευτυχώς.

Εάν για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε άλλου σκοπού από τον παραπάνω ανοίξουμε την εξώπορτα της Δημοκρατίας και καλοδεχτούμε μέσα την ‘αυθαίρετη βία’ και την ‘αυτοδικία’ επικροτώντας τες «διότι έχουμε το δίκιο μας», μετά, η πόρτα αυτή πάρα πολύ δύσκολα ξανακλείνει και τα ύπουλα αυτά ζιζάνια θα ριζώσουν γρήγορα μέσα. Ας αναλογιστούν ότι το ίδιο θα κάνει και ο διπλανός τους ο οποίο ενδεχομένως μάλιστα να εμφορείται από συγκρουόμενες με τις δικές του αντιλήψεις. Πλέον, οι συνθήκες κοινωνικο-πολιτικής διάλυσης θα είναι μόλις δυο βήματα πιο πέρα.

_ _ _ _ _

Όσοι αισθάνονται ότι αγανακτούν με κάποια δημόσια πρόσωπα, με το να αποδέχονται την εναντίον αυτών των προσώπων άσκηση εξωθεσμικής βίας, ουσιαστικά βοηθάνε να σκάβεται ακόμα βαθύτερος ο λάκκος ενταφιασμού της Δημοκρατίας.

Εάν νομιμοποιείς συνειδησιακά τη δική σου (έκνομη) βία ως δικαιολογημένη και ηθική, αυτό το κάνεις με αυθαίρετα κριτήρια τα οποία είναι απολύτως προσωπικά. Αυτομάτως όμως, εμμέσως αναγνωρίζεις το «δικαίωμα» και στον οποιονδήποτε άλλο συμπολίτη σου να αποφασίζει και εκείνος με τα δικά του προσωπικά του κριτήρια για το αν χρειάζεται να ασκήσει (ο ίδιος ή οι ομοϊδεάτες φίλοι του) την ίδιας υφής βία όποτε και όπου εκείνοι κρίνουν, εφόσον πια την θεωρούν ηθικά δικαιολογημένη.

— Και οι επιπτώσεις που θα έχει στην κοινωνία αυτή η διολίσθηση από τη λογική ;

Μπορούμε εύκολα να τις φανταστούμε.

Τι να τους κάνουμε τότε τους νόμους και τον θεσμό της Δικαιοσύνης, εάν είναι να αποφασίζει ο καθένας από μόνος του τι είναι επιτρεπτό και με ποιον (αυτοδίκαιο!) τρόπο θα τιμωρούμε τους «παραβάτες»; Ας επιστρέψουμε τότε πίσω στον ρόδινο ‘μαύρο Μεσαίωνα’…

_ _ _ _

Η Ελληνική κοινωνία, η οποία κοινωνικοπολιτικά διολισθαίνει συνεχώς όλο και χαμηλότερα, θα πρέπει να γίνει πολύ πιο προσεκτική με αυτά τα λεπτά, μα ιδιαιτέρως κρίσιμα, ζητήματα. Δυστυχώς έχουμε εκλέξει μία κυβέρνηση αμοραλιστών της οποίας ένα από τα άθλια χαρακτηριστικά είναι η συνειδητή προσπάθεια όξυνσης των διχαστικών παθών και του ταξικού μίσους, η στήριξη και ηθική νομιμοποίηση της έκνομης βίας «αριστερού προσήμου», καθώς και ο (ιδεολογικά προερχόμενος) εργαλειακός εναγκαλισμός της με τον αντιεξουσιαστικό χώρο.

Το αντι-πρότυπο τού δήθεν «τίμιου και σοφού ηρωικού πολίτη-επαναστάτη» ο οποίος αγανακτεί για το άδικο και για αυτό ασκεί «δικαιολογημένη» αντισυνταγματική βία στο δρόμο, έχει βαθιές ρίζες στη κουλτούρα της Ελλάδος.
Η παραδοσιακή οπισθοδρομική αριστερά, αυτή που γελοιωδώς αυτοαποκαλείται «προοδευτικός χώρος» ενώ όμως είναι ο απόλυτος ορισμός του αναχρονισμού και της στασιμότητας, έχει διαχρονικά επενδύσει σε αυτή τη διαστρέβλωση της αντίληψης περί «δικαίου». Ανά τις δεκαετίες κατά τη περίοδο τής μεταπολίτευσης κατάφερε και την έχει εμφυσήσει στην κυρίαρχη ηθικοπλαστική ιδεολογία που διέπει την ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με αυτό το ιδεολογικό αφήγημα, ο σε όλα αθώος και αγνός πολίτης στενάζει (δήθεν) κάτω από τη καταπίεση του θεσμικού κράτους των ελιτ, οπότε η βία είναι ο κύριος δρόμος για κατάληψη του κράτους από τους ιδίους για αποκατάσταση του δικαίου. Επί της ουσίας, την σταδιακή υλοποίηση αυτής της παρανοϊκής διαδρομής είναι που ως κοινωνία πληρώνουμε σήμερα.

.

Η ‘πέρα δεξιά’, όντας ουσιαστικά στον ιδεολογικό της πυρήνα μία παραλλαγή από ιδίας υφής στρεβλές αξιακές αντιλήψεις με την κυρίαρχη αριστερά -απλώς με λίγο διαφορετικό εξωτερικό κουστουμάκι-, ακολουθεί κατά πόδας την ίδια σχολή σκέψης με εκείνην περί μίας τάχα «καλής και ηθικής ‘δικής μας’ βίας». Και στο μέσον, η παραγωγική και γόνιμη Ελλάδα αποκλεισμένη να αποπνίγεται στη μόνιμα καμένη γη που προκαλούν τα κυρίαρχα αυτά στείρα ιδεολογήματα.

Όσοι σε απάντηση αυτού του ανήθικου παραλογισμού παρασύρονται και υιοθετούν αντίστοιχες αντιλήψεις τού τύπου: «παίρνω το νόμο στα χέρια μου και ασκώ (ή, υπερασπίζομαι την) βία για να προασπίσω δήθεν κάποιες αξίες που προσβάλλονται», ουσιαστικά παίζουν το παιχνίδι εκείνης της σάπιας παρηκμασμένης Ελλάδας που έχει πάρει τον τόπο στο λαιμό της, καθότι με αυτόν τον τρόπο απαξιώνουν εμμέσως κι εκείνοι τις πολύτιμες αξίες τής θεσμικής Δημοκρατίας.

=== === === ===

Ας επανέλθουμε όμως στο συμβάν «Μπουτάρη», το οποίο υπήρξε η αφορμή. Θα το εξετάσουμε μόνο ως παράδειγμα:

Θα ήταν ωφέλιμο να αναστοχαστεί ο καθένας τι αληθινό πρόσφερε στη συλλογικότητα τής κοινωνίας μας αυτή η «δράση» τού ξυλοδαρμού. Κυρίως όμως, τις αρνητικές υπηρεσίας που προσφέρει η ανοχή και η δικαιολόγηση είτε δημοσίως εκφρασμένη είτε σιωπηρή- από μεγάλο μέρος των πολιτών στην αυτοδικία  η οποία, καί επί της αρχής της αλλά καί ως πράξη, καταπατά κατάφορα τις θεμελιώδεις Συνταγματικές αρχές.

— Και τι θα έπρεπε δηλαδή να κάνει ο πολίτης που ένιωσε προσβεβλημένος από τον Δήμαρχο;

Και γιατί θα έπρεπε οπωσδήποτε κάτι να κάνει; Και το ότι έκαναν κάποιοι αυτό, τί ακριβώς άλλαξε; Μήπως συντελέστηκε κάποιο βήμα προόδου που δεν το έχουμε αντιληφθεί;
Πέραν της στιγμιαίας ικανοποίησης ενός τυφλού θυμικού, δεν προσέφερε απολύτως τίποτα θετικό.

Το κρίσιμο σημείο που πάντοτε θα κάνει τη διαφορά σε κάθε κρίση είτε μεγάλη είτε μικρή, είναι η προσπάθεια αξιολόγησης καταστάσεως και τού διαχωρισμού των υποπεριπτώσεων. Πότε δηλαδή μία αντίδραση είναι αληθινά επιβεβλημένη και ωφέλιμη για το κοινό καλό και, πότε κυρίως αποτελεί αποφόρτιση συναισθηματικής υπερέντασης για ένα γεγονός, συμπεριφορά, κλπ, το οποίο όμως (γεγονός) δεν αφήνει άξιο σημασίας ιστορικό αποτύπωμα πάρα μόνο διαταράσσει στιγμιαία, πρόσκαιρα, τον ρου των καθημερινών γεγονότων εκείνης τής ημέρας.

Εκεί νομίζω ότι είναι η ουσία (και η δυσκολία). Στον τρόπο αξιολόγησης των πραγμάτων. Η αξιολόγηση όμως μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με ήρεμη νηφάλια σκέψη και διαυγή νόηση. Επ’ ουδενί γίνεται με το θυμικό συναίσθημα φορτισμένο, κατάσταση που θολώνει και ακυρώνει τον κριτικό νου καθιστώντας τον υποχείριό του.

Τέλος, εκτιμώ ότι η οποιαδήποτε -ακόμα και η πλέον γόνιμα και καλοπροαίρετα διατυπωμένη- έστω μερική δικαιολόγηση τής εξωθεσμικής έκφρασης πολιτικής βίας τού “αγανακτισμένου” πολίτη, θα πρέπει όποτε τυχόν εκφράζεται να γίνεται με πάρα πολλή φειδώ και προσοχή, καθότι υπάρχουν δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που λειτουργούν κυρίως θυμικά και χρειάζονται ένα μόνο ψήγμα από εξωτερικό άλλοθι για να νομιμοποιήσουν ηθικά μέσα τους την έκφραση τής θυμικής τους βίας. Ας μη τούς προσφέρουμε εμείς αυτό το άλλοθι.

.

Έχουν μόλις λίγα χρόνια περάσει από τότε που οι ‘αγανακτισμένοι’ φωνάζανε έξω από τη βουλή: «κουφάλες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες». Τη συνέχεια και τα αποτελέσματα, τα είδαμε. Το ότι έκτοτε οδηγηθήκαμε ταχύτατα ως την παρακμή τού σήμερα, θα έπρεπε να μας είχε οπλίσει με περισσότερη περίσκεψη σοφία και σύνεση. Και όχι να κυλήσουμε σε ‘μία από τα ίδια’ με αντιστροφή των προσήμων. Αν μη τι άλλο, σε αυτά τα χώματα γεννήθηκε και ήκμασε η φιλοσοφική, η επιστημονική σκέψη και η λογική.

Η αληθινή ελευθερία επέρχεται όταν ξεπεράσεις τον θύτη σου. Όταν επιδιώξεις και καταφέρεις να ανέβεις ψηλότερα από εκείνον διανοίγοντας ζωτικό χώρο και φωτεινό πεδίο δράσης και προόδου.

Και όχι όταν του μοιάσεις ή απλώς καταφέρεις να αντιστρέψεις τους μεταξύ σας ρόλους, παραμένοντας μαζί με εκείνον στα ίδια μουχλιασμένα υπόγεια.

Facebook Comments