H καθαρή έξοδος της Ελλάδας θα συνεπάγεται πάρα πολλούς όρους και ενισχυμένη εποπτεία, ενώ η ελάφρυνση του χρέους θα είναι “μέτρια” με μεγαλύτερη έμφαση στο ταμειακό απόθεμα και τις επαναγορές σε βραχυπρόθεσμη βάση, σημειώνει η JP Morgan σε νέα της έκθεση. Ουσιαστικά, όπως επισημαίνει θα είναι μία “βρώμικη” έξοδος.

Κατά την άποψη της JP Morgan, είναι πιθανό ότι το κύριο μέρος της συμφωνίας που στηρίζει μια καθαρή έξοδο να γνωστοποιηθεί στη συνεδρίαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου. Η Ελλάδα προχωρά άλλωστε γρήγορα στην ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων, κι έτσι οδεύει στην ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγηση. Όπως εκτιμά, οι πιστωτές θα είναι πρόθυμοι να αποκαλύψουν τις βασικές λεπτομέρειες του νέου πακέτου όσο πιο νωρίς γίνεται, προκειμένου να έχουν χρόνο προσαρμογής αν η αντίδραση της αγοράς αποδειχθεί μέτρια (έως το επόμενο Eurogroup στις 12 Ιουλίου το αργότερο).

Δεδομένων των διάφορων στόχων που πρέπει να συμφωνηθούν και το χάσμα μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους, είναι δύσκολο να εκτιμηθούν με ακρίβεια οι λεπτομέρειες της συμφωνίας. Κατά την άποψη της JP Morgan, η πιο πιθανή προσέγγιση θα ήταν να δοθούν στην Ελλάδα μέτρα τα οποία να διατηρούν χαμηλά τις χρηματοδοτικές ανάγκες σε έναν ορίζοντα που θα μπορούσε να επεκταθεί ακόμη και μέχρι το 2023.

Πάντως, όπως προειδοποιεί, εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη σταθερής βάσης (real money) επενδυτών για τα ελληνικά ομόλογα, και έτσι μόνο η παρατεταμένη σταθερή μακροοικονομική και δημοσιονομική επίδοση θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ανάκτηση του επενδυτικού βαθμού, μία σημαντική προϋπόθεση για την απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο, η JP Morgan  πιστεύει ότι οι ευρωπαίοι πιστωτές θα επιλέξουν να στηρίξουν μια καθαρή έξοδο με συνδυασμό: 1) ενός ενισχυμένου cash buffer από 15 έως 25 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας σχεδόν έως το 2020, 2) τη μερική επαναγορά των χρεολυσίων του ΔΝΤ και της ΕΚΤ έως το 2023 (περίπου 20 δισ. ευρώ), και 3) κάποιας μορφής ελάφρυνση  χρέους, μέσω παράτασης της ωρίμανσης στις διάρκειες των 5-10 ετών των δανείων του EFSF, την πιθανή σταθεροποίηση του κόστους επιτοκίων και/ή παράταση των περιόδων χάριτος για την καταβολή των πληρωμών των τόκων.

Μία τέτοια καθαρή έξοδος από το πρόγραμμα θα οδηγούσε σε απώλεια του waiver από την ΕΚΤ, καθιστώντας έτσι τα ελληνικά ομόλογα μη επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα,  και επίσης το QE. Από την άποψη της αγοράς, η έλλειψη του QE είναι αρνητική αλλά θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από τον θετικό αντίκτυπο των περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών τα επόμενα χρόνια.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments