Ζήσαμε αυτές τις μέρες μια μεγάλη ιστορική αλλαγή. Για πρώτη φορά βρέθηκαν στην κυβέρνηση κόμματα, που δεν έχουν κυβερνήσει ποτέ ξανά την χώρα. Αν και πολλά από τα στελέχη τους αναμφίβολα επάνδρωναν παλαιότερους πολιτικούς σχηματισμούς.

Σχεδόν αμέσως είδαμε μια επικοινωνιακή προσπάθεια μεγάλης κλίμακας όπου η κυβέρνηση έδειχνε ότι σε όλα τα μέτωπα θα έκανε δραματικές αλλαγές. Βέβαια συνήθως αυτές περιορίζονταν στο επίπεδο των εντυπώσεων, με πιο δραματική συμβολική στιγμή το διώξιμο (στα όρια της διπλωματικής απρέπειας) on camera του Ντάισελμπλουμ.

Και εκ παραλλήλου με μια απροκάλυπτη προσέγγιση της Ρωσίας εν μέσο του νέου ψυχρού πολέμου που αυτή την στιγμή έχει η Δύση με την Ρωσία. Στην συνέχεια, αν και έγιναν κάποιες προσπάθειες να βρεθούν κάποιες συμμαχίες, αυτές φάνηκε ότι εν τέλει  ‘ότι ανέστρεψαν ταχέως και μάλιστα είχαμε το μοναδικό φαινόμενο όλες οι χώρες της Ε.Ε. να διακηρύττουν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο την διαφωνία τους με την Ελλάδα.

Το χειρότερο ήταν ότι σε μεγάλο βαθμό όλο αυτό το show ήταν αχρείαστο πρακτικά μια και το μνημόνιο έτσι και αλλιώς θα τελείωνε και η ουσιαστική διαπραγμάτευση θα άρχιζε, αλλά η βιασύνη της κυβέρνησης να μην δείξει ούτε μια μέρα «μνημονιακή» μάλλον δημιούργησε περισσότερα προβλήματα και κατανάλωσε διαπραγματευτικό κεφάλαιο χωρίς έμπρακτο λόγο.

Δεν πρέπει δε να αγνοούμε ότι επίσης η λιτότητα έδειχνε να τελειώνει σταδιακά μες την Ε.Ε. τόσο με το πακέτο Γιουνκέρ, όσο και με την πολιτική που δείχνει να υποστηρίζει ο Ντράγκι.

Δυστυχώς λοιπόν φαίνεται ότι όλο το πλαίσιο της «σκληρής διαπραγμάτευσης» είχε πιο πολύ μια λογική εσωτερικής κατανάλωσης και ανάτασης του εθνικού φρονήματος του ελληνικού λαού, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο ουσιαστικό σχέδιο και μια σοβαρή διπλωματική προσπάθεια. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι προγραμματικές δηλώσεις οι οποίες βρίσκονται σε πολλά επίπεδα κόντρα στις συμφωνίες που έχουν υπογραφεί και έχουν μια έντονη συναισθηματική λογική, χωρίς να είναι ιδιαίτερα ή και καθόλου δουλεμένες.

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι όντως πρέπει να γίνει σκληρή και σοβαρή διαπραγμάτευση, ενώ είναι γεγονός ταυτοχρόνως ότι πρέπει να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση στην Ε.Ε. για το μέλλον της. Διότι αναμφιβόλως μια Ευρώπη που θα λειτουργεί μ όνο και μ όνο για να τροφοδοτεί την Γερμανική οικονομία, μικρό ενδιαφέρον έχει για το μέλλον των λαών της ηπείρου και εν τέλει θα αποβεί και ασύμφορο για την ίδια την Γερμανία στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό της εποχής μας.

Γυρνώντας λοιπόν στα δικά μας, είναι απαραίτητο να ξαναδούμε την έννοια της διαπραγμάτευσης αλλά με λογική. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι είναι πολλά που μπορούν να γίνουν εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, μέσα από την ευρωπαϊκή βοήθεια και τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μπορεί όντως να πετύχουμε πάταξη της υψηλής φοροδιαφυγής, να κάνουμε μια σχετική ανακατανομή των εισοδημάτων και να δούμε πώς θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε την παραγωγική μας βάση. Ενώ η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε ίσως να αντιμετώπιζε αποτελεσματικότερα τα δίκτυα διαφθοράς που έχουν διαμορφωθεί από την πολύχρονη παρουσία άλλων κομμάτων στην εξουσία.

Σε δεύτερο στάδιο με σύνεση και μεθοδικότητα μπορούμε να δούμε ποιες θα είναι αυτές οι συμμαχίες που θα μπορέσουν να διαμορφωθούν εντός Ε.Ε. οι οποίες θα αναδιαμορφώσουν την ήπειρο.

Η κυβέρνηση αυτή έχει το πλεονέκτημα της φρεσκάδας και της ανάγκης που νιώθει ο κόσμος για μια αλλαγή, το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να διαπραγματευτεί πρώτα από όλα με τον εαυτό της και να δει, τι πραγματικά αξίζει και που πραγματικά πρέπει να δώσει έμφαση. Είναι κρίμα να αναλώσει όλο της το πολιτικό κεφάλαιο κυνηγώντας χίμαιρες και οδηγώντας την χώρα μας σε αχρείαστες περιπέτειες.

Facebook Comments