Βρισκόμαστε στο 2018, ακριβώς 10 χρόνια από την εποχή που η χώρα βίωνε τον απόλυτο πλούτο της, με 233 δις ευρώ ΑΕΠ και 231 δις ευρώ το 2009 η χώρα είχε φτάσει στην κορυφή. Ας κάνουμε λοιπόν μια υπόθεση. Ας υποθέσουμε ότι το 2009 όταν το έλλειμμα έφτασε στο 15,6% του ΑΕΠ η χώρα δεν θα είχε πρόβλημα να δανειστεί. Ότι μέχρι και σήμερα το πάρτι θα συνεχίζονταν κανονικά. Και ας υποθέσουμε ότι όταν το 2009 έρχονταν εδώ οι κύριοι της τρόικας δεν θα επέβαλαν κανένα μέτρο. Απλά θα άφηναν μια έκθεση με προτεινόμενες αλλαγές και θα έδιναν μια περίοδο χάριτος 10 χρόνια για να αλλάξουμε μόνοι μας. Η έκθεση αυτή θα απασχολούσε τα ΜΜΕ για λίγες μέρες και το πολύ σε μια εβδομάδα η ζωή θα συνεχίζονταν σαν να μην έτρεχε τίποτα. Δέκα χρόνια μετά πως θα ήμαστε; Ας δούμε.

Σίγουρα δεν θα υπήρχε μεγάλος ΣΥΡΙΖΑ, ούτε Χρυσή Αυγή, ούτε ΑΝΕΛ. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μια χαρά θα συνέχιζαν την πολιτική της μεταπολίτευσης. Ο μικρός ΣΥΡΙΖΑ μια χαρά θα διαμαρτύρονταν για τις «αντιλαϊκές πολιτικές» και θα έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από το κοινό, μεγαλύτερης από την εκλογική του δύναμη. Οι κορυφαίοι πολιτικοί θα ήταν αυτοί που θα διόριζαν τους περισσότερους στο δημόσιο ενώ το ρουσφέτι θα ήταν η κινητήριος δύναμη για τα πάντα.

Το ΑΕΠ της χώρας από 233 δις ευρώ με τους ρυθμούς που πετύχαινε τη δεκαετία του 2000 θα είχε ξεπεράσει τα 300 δις με πιο πιθανό να βρίσκονταν μεταξύ 330 με 360 δις. Αυτό θα είχε ως λογικό επακόλουθο το κατά κεφαλή εισόδημα των Ελλήνων να αγγίξει τις 30.000 ευρώ. Αντίστοιχα, το έλλειμμα του προϋπολογισμού αν υποθέσουμε ότι θα συνέχιζε στους γιορταστικούς ρυθμούς του 2008 με 9,8% θα πολλαπλασίαζε το χρέος κατακόρυφα ακόμα κι αν τα επιτόκια παρέμεναν στα ίδιο ύψος με το 2008. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι θα ξεπερνούσε τα 200% ή τα 600 δις ευρώ. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέταμε και το ιδιωτικό χρέος που θα ήταν επίσης τεράστιο ώστε το συνολικό χρέος της χώρας θα έφτανε το 1 τρις ευρώ.

Το πιο πλούσιο έτος της χώρας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτασε τα 36,5 δις αρνητικό. Οι εισαγωγές δεν είχαν προηγούμενο ενώ οι εξαγωγές καθώς και το τουριστικό συνάλλαγμα δεν μπορούσαν καν να το μετριάσουν. Σήμερα το έλλειμμα θα ήταν τουλάχιστον το διπλάσιο έτσι ώστε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πολιτών με πολύ χρήμα στα χέρια τους και μηδενική εσωτερική παραγωγή.

Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να ήταν λίγο πάνω από το ένα εκατομμύριο και λέμε «πρέπει» γιατί τότε δεν είχε υπάρξει η ανάγκη να τους μετρήσουμε ακριβώς. Προφανώς σήμερα ακόμα δε θα ξέραμε πόσοι είναι στο σύνολο, στενό δημόσιο, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ. Λογικά με τους ρυθμούς που αυξάνονταν το πλήθος τους σήμερα θα μιλούσαμε για 1,5 εκατομμύριο υπαλλήλους. Αντίστοιχα οι συνταξιούχοι ήταν τότε 2,3 εκατομμύρια και λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές της εποχής, πχ πρόωρη συνταξιοδότηση, παροχή συντάξεων σε παλιννοστούντες, συντάξεις χηρείας και σε άντρες για την απώλεια της συζύγου, πολλαπλασιασμός των συντάξεων ΟΓΑ με την ένταξη άσχετων περιπτώσεων, συντάξεις με 5 χρόνια εργασία και συμπλήρωση εξηκοστού έτους ηλικίας για τους αλλοδαπούς σήμερα θα μιλούσαμε για περισσότερους από τα 2,6 εκατ που πραγματικά υπάρχουν. Θα φτάναμε σχεδόν τα 3 εκατομμύρια. Αυτό πολύ απλά θα σήμαινε ότι σχεδόν 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι θα σιτίζονταν από το κράτος.

Η ανεργία θα παρέμενε στο 10% με τάσεις ανόδου. Πολύ λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι μεγάλο μέρος των νέων απλά δεν θα είχε κανένα λόγο να δουλέψει αφού θα υπήρχε επαρκές οικογενειακό εισόδημα για τη συντήρησή του. Λογικά θα είχε ανοδικές τάσεις. Αντίστοιχα, οι λαθρομετανάστες θα πολλαπλασιάζονταν αλλά πολλοί από αυτούς θα έβρισκαν εύκολα εργασία ως υπηρετικό και δουλικό προσωπικό στους Έλληνες εισοδηματίες τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα. Η πιο κοινή ιδιότητα όσων δεν εργάζονταν δεν θα ήταν «άνεργος» αλλά «αδιόριστος». Οι νέοι που θα επένδυαν σε υψηλά επιστημονικά προσόντα θα έφευγαν εκτός Ελλάδας, όπως και σήμερα δηλαδή, αφού η χώρα θα είχε κυρίως ανάγκη από στρατιωτικούς, εκπαιδευτικούς, γραφειοκράτες και από επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών για όσους απλά ξόδευαν χρήμα, δηλαδή μπάρμαν, σερβιτόρους, πωλητές κλπ.

Η βιομηχανία της χώρας θα έσβηνε, ήταν καταδικασμένη για άλλους από τους σημερινούς λόγους, μιας που η αύξηση των μισθών και η έλλειψη τεχνογνωσίας θα οδηγούσε σε κατακόρυφη πτώση της ανταγωνιστικότητας. Οι εξαγωγές θα ήταν ελάχιστες, οι δε αγρότες θα επιβίωναν μόνο από επιδοτήσεις γιατί πολύ απλά σχεδόν όλα τα αγροτικά προϊόντα θα έρχονταν φτηνότερα από το εξωτερικό. Ο τουρισμός δεν θα είχε γνωρίσει τη σημερινή έκρηξη. Οι επαγγελματίες θα βολεύονταν μια χαρά με δύο μέρες εργασία την εβδομάδα χρεώνοντας τουλάχιστον 200 ευρώ τη βραδιά για ΣΚ στους αστούς που θα εξέδραμαν στην επαρχία με κάθε ευκαιρία.

Οι τιμές των ακινήτων θα είχαν αγγίξει αστρονομικά ποσά. Για ένα ακίνητο 100 τετραγωνικών σε καλή θέση σε επαρχιακή πόλη οι τιμές θα βρίσκονταν στη περιοχή των 300 με 500 χιλιάδων ευρώ. Αντίστοιχα, ένα ζευγάρι δημοσίων υπαλλήλων με εισόδημα που θα βρίσκονταν μεταξύ 6 με 10 χιλιάδων ευρώ το μήνα θα μπορούσε άνετα να δανειστεί μισό εκατομμύριο στεγαστικό δάνειο.

Οι ξένες επενδύσεις θα βρίσκονταν στο πάτο, θα ήταν αδύνατο να γίνουν επενδύσεις όπως η εξόρυξη χρυσού ή η αξιοποίηση του Ελληνικού, η εξόρυξη πετρελαίου, τα αιολικά πάρκα, τα περιφερειακά αεροδρόμια. Η αριστερά έχοντας όλο το δίκιο με το μέρος της θα πίεζε να μη προχωρήσει τίποτα. Αφού τα λεφτόδεντρα υπάρχουν. Η χώρα θα ζούσε όπως οι αραβικές χώρες χωρίς όμως τα πετρέλαια αλλά με τα δάνεια.

Έτσι όμορφα θα περνούσαμε τα τελευταία δέκα χρόνια. Μια μέρα το 20018 αν οι αγορές σταματούσαν να μας δανείζουν, ο κύριος Τόμσεν θα ξαναέρχονταν στη χώρα, με γκρίζους κροτάφους πλέον, θα ρωτούσε αν ασχοληθήκαμε με τις προτάσεις του ή αν μόνοι μας εφαρμόσαμε κάποιο σχέδιο επιβίωσης της χώρας. Η απάντηση που θα του δίναμε θα ήταν η γνωστή, «πες τους να κόψουν τη πλάκα και να μας ξαναδανείσουν διαφορετικά θα σταματήσουμε να αγοράζουμε Mercedes». Λογικά το 2019 θα ήταν και το τελευταίο έτος μας ως πολίτες της γνωστής Ελλάδας. Δύσκολα θα παραμέναμε χώρα και δε θα είχαμε τη τύχη της Συρίας όταν τα δανεικά κόβονταν μαχαίρι.

Όνειρα γλυκά!

Facebook Comments