Ανεξάρτητα από τις ελπιδοφόρες εξαγγελίες οποιουδήποτε κόμματος πριν την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας ή τις προεκλογικές υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, υπάρχουν συνήθειες τις οποίες δεν μπορούμε να διανοηθούμε να αλλάξουμε με τρόπο που να εκπαιδεύει τις επόμενες γενιές να μη κοιτούν τους πολιτικούς στα χέρια.

Δεν μιλάω μόνο για τον χρησιμοποίηση σε νευραλγικές θέσεις αυτών που υπερήφανα – και από σχετικά τρυφερή ηλικία – ταυτίζονται με την απεχθή κατηγορία «δικά μας παιδιά», την ομάδα δηλαδή των σημαιοφόρων κάθε παράταξης που μας δίνουν με τον φανατισμό τους μια γεύση του τι θα πάθουμε μόλις αυτή έρθει στα πράγματα (είναι πολύ φυσικό όταν επί χρόνια γαλουχείσαι με οπαδική πόλωση, να καταφεύγεις στο «εμείς και οι άλλοι»  την στιγμή ακριβώς που πρέπει να μεριμνήσεις για όλους τους πολίτες εξίσου).  Δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι οποιαδήποτε θετική αλλαγή μπορεί να επέλθει μέσα από μια τόσο σχέση αλληλεξάρτησης με την εξουσία, κατά την οποία ούτε η κυβέρνηση ούτε οι ψηφοφόροι της μπορούν να υπάρξουν χωριστά, γι’ αυτό και καταλήγουν να κάνουν ο ένας τα χατίρια του άλλου. 

Υπάρχει όμως μια πολύ πιο δύσκολη στην κατανόησή της ομάδα, αυτή που αποτελείται από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να ασκήσουν νηφάλια αντιπολίτευση, να εντοπίσουν τα λάθη, να λειτουργήσουν με μετριοπάθεια και να υιοθετήσουν μια συγκριτική προσέγγιση στα πράγματα με βάση την προηγούμενη εμπειρία και την γνώση του τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, απορρίπτοντας και τον ένα πόλο και τον άλλο.  Αυτό το είδος του πολιτικού ανθρώπου βρίσκεται υπό εξαφάνιση, γρήγορα, συστηματικά και με πρόγραμμα από την νόσο του διορισμού, μια κολλητική νόσο από την οποία η Ελλάδα δεν έχει δείξει ποτέ σημάδια ανάκαμψης.  Είναι ενδιαφέρον το πώς μια χώρα με τόσους ικανούς ανθρώπους, μπορεί να αντισταθεί σε όλα εκτός από το να ενδώσει σε ένα σάπιο σύστημα, ιδιαίτερα όταν οι ίδιοι αυτοί ικανοί άνθρωποι έχουν προηγουμένως συμφωνήσει ότι είναι πράγματι σάπιο. 

Ας δώσουμε ένα απλό, καθημερινό παράδειγμα: πώς γίνεται να ευαγγελίζεσαι ένα μικρότερο κράτος, βασισμένο σε σύστημα επιλογής αρίστων στελεχών (που έχουν οι κατακαημένοι καταθέσει και βιογραφικά για να εξυπηρετηθεί το αφήγημα), καταλήγοντας κομματικά διορισμένος (όχι δεν χρειαζόμαστε τόσους τομεάρχες, συμβούλους ή συντονιστές) με απόφαση που έχει τροποποιήσει η ίδια η εξουσία για να σε βολέψει;  Και τελικά ποιοι είναι οι άριστοι σε αυτή την χώρα: μήπως υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο είδος αριστείας όπως ξεδιπλώνεται στον δρόμο προς τον διορισμό; 

Ποιος είναι περισσότερο έξυπνος, αυτός που τρυπώνει μέσα ή αυτός που παλεύει απέξω σαν τον Δον Κιχώτη, μειοψηφικό, εξαθλιωμένο, φτωχοποιημένο θύμα των επιθέσεων των κολαούζων της εξουσίας;  Κάποια στιγμή πρέπει να απαντηθεί αυτό το ερώτημα με γενναιότητα.

Όσοι κόπτονταν για την ορθή λογική στο παρελθόν, εμφανίζονται σήμερα να είναι οι πιο σκληροπυρηνικοί αφισοκολλητές του πληκτρολογίου, αυτοί που κουνάνε το δάκτυλο σε όσους δεν έχουν ακόμα εξημερωθεί από το ναρκωτικό της κομματικής εύνοιας.  Ως προς την συμβολή τους όμως στην πρόοδο της χώρας, το σύστημα έχει φροντίσει να καταπιεί όλες τις προσπάθειες, να τις φιμώσει δια της μεθόδου της αφομοίωσης: η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού διορισμού και από την στιγμή που «επιλέγεσαι», δεν μπορείς παρά να σιωπήσεις στην αυθαιρεσία, στην αβελτηρία και στην υπερβολή.  Δεν μπορείς δηλαδή παρά να το βουλώσεις και να στηρίξεις το χέρι που σε ταΐζει ενώ ταυτόχρονα κουνάει την κούνια της προετοιμασίας των επόμενων εκλεκτών.

Facebook Comments