Ξέρετε δα πως αν ένας πολιτικός βρεθεί μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτίριο, με το ένα χέρι θα προσπαθεί να σβήσει την φωτιά και με το άλλο θα φέρνει τις δημοσκοπήσεις μπροστά στα μάτια του για να διαπιστώσει αν η παρουσία του μέσα στην πύρινη κόλαση κάνει καλό ή κακό στην εικόνα του. Παρά τα όσα αρνητικά ή καταγγελτικά ακούγονται και γράφονται κατά καιρούς, δεν υπάρχει σύγχρονη πολιτική δίχως το εργαλείο των μετρήσεων της κοινής γνώμης. Κατά τούτο, διαβάστε τις δημοσκοπήσεις και θα καταλάβετε τι περίπου σκέφτονται οι πολιτικοί μας ηγέτες.

Οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου χρόνου λοιπόν, δείχνουν κάτι αξιοσημείωτο και ιστορικά πρωτοφανές. Αμέσως μετά τις εκλογές που κατοχύρωσαν μια διαφορά οκτώ μονάδων ανάμεσα στην ΝΔ και τον Σύριζα, το δημοσκοπικό χάντικαπ ανάμεσα στα δύο κόμματα εκτοξεύτηκε στο 20%. Ήταν ένα πρωτοφανές νούμερο που η λογική έλεγε ότι αποτελούσε πρόσκαιρο προϊόν της συγκυρίας και της κατοχυρωμένης πια πολιτικής ηγεμονίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Συνεπώς ήταν αναμενόμενο η θηριώδης αυτή διαφορά να πάρει γρήγορα την κατηφόρα για να βρεθεί στα λογικά επίπεδα που καταγράφονται συνήθως ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα.

Αυτό δεν έγινε. Τουναντίον, για μια σειρά από λόγους που ακόμα δεν έχουν αποσαφηνιστεί ως προς το βάθος τους, η διαφορά κατσικώθηκε κατά το κοινώς λεγόμενο στο 20% και δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να αλλάξει. Με δεδομένα μάλιστα τα ζόρια που πέρασε η ελληνική κοινωνία με την πανδημία και τα ελληνικά νοικοκυριά ως οικονομικές μονάδες, η διατήρηση αυτής της διαφοράς επί έναν ολόκληρο χρόνο αποτελεί μέγιστη έκπληξη. Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα όλες οι προϋποθέσεις για να ξεσπάσει κάποιο φανερό ή υπόγειο κύμα διαμαρτυρίας, πλην τα δημοσκοπικά δεδομένα επιδεικνύουν αξιοσημείωτη σταθερότητα.

Φυσικά, κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί το επόμενο εξάμηνο ή μετά από έναν χρόνο, τίποτα πάντως δεν δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία οδεύει προς κάποια εσωτερική πολιτική μεταβολή. Ίσα-ίσα που κάθε Σαββαοτοκύριακο επιβεβαιώνεται η παγίωση ενός πρωτοφανούς συσχετισμού δυνάμεων για τον ελληνικό δικομματισμό, με το πρώτο κόμμα να έχει διπλάσια δύναμη από το δεύτερο. Αυτό δεν συνέβαινε ποτέ μετά την μεταπολίτευση, δηλαδή εδώ και μισό αιώνα.

Σε τι μπορεί να οφείλεται αυτό; Προφανώς όχι μόνο σε έναν παράγοντα ή σε ένα ηγετικό πρόσωπο. Μόνο πλήθος παραγόντων μπορεί να τσιμεντάρει τόσο πελώριες διαφορές που ανατρέπουν ιστορικο-πολιτικά δεδομένα δεκαετιών. Προφανώς ο Μητσοτάκης αυτή την στιγμή υπερσκελίζει τον Τσίπρα στην ηγετική ικανότητα, όμως δεν αρκεί αυτό. Παράλληλα η κυβέρνηση του έχει κερδίσει κατά κράτος τον Σύριζα στο μέγα ζήτημα της διαχειριστικής ικανότητας. Αλλά ούτε και αυτά τα δυο μαζί φτάνουν. Χρειάζεται και κάτι ακόμα.

Καταλήγω λοιπόν ότι δίπλα στην ηγετική φυσιογνωμία του πρωθυπουργού και στην ικανότητα της ομάδας του, αυτή την περίοδο ενυπάρχει παράλληλα και μια ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού έναντι της αριστεράς. Μια παράλληλη κυριαρχία λοιπόν σε πρόσωπα, σε ικανότητα και σε ιδέες, πράγματι μπορούν να δημιουργήσουν μια πολιτική ηγεμονία αχτύπητη. Και κυρίως με βάθος χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο και δεν θ’ αρχίσει να πυροβολεί τα πόδια της όπως κάνουν όλοι όσοι καβαλάνε το καλάμι. Θα το διαπιστώσουμε τους επόμενους κρίσιμους μήνες.

Facebook Comments