Όλο και πιο «δυνατά» στο ραντάρ των διεθνών επενδυτών μπαίνει η Ελλάδα, χάρη στην ισχυρή στήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς και στις κινήσεις των ελληνικών αρχών ως προς την επενδυτική πολιτική και την ενίσχυση τη αναπτυξιακή δυναμικής της χώρας. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα κατά το συνέδριο της Capital Link την περασμένη εβδομάδα στο οποίο συμμετείχαν κορυφαίοι διεθνείς επενδυτές, διεθνείς και ελληνικές Επιχειρήσεις καθώς και μεγάλες διεθνείς τράπεζες, ενώ νέα έρευνα της EY κατέδειξε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά στον χάρτη των δυνητικών επενδύσεων στην περιοχή της Ευρώπης. Παράλληλα, οι πόροι του Ταμείου θεωρούνται «game changer» για την ελληνική οικονομία και την προσέλκυση επενδύσεων, με τους οίκους αξιολόγησης να διαμηνύουν πως στρώνεται ο δρόμος για την περαιτέρω αναβάθμιση της χώρας, κάτι που θα την φέρει όλο και πιο κοντά στο κλαμπ των χωρών που κατέχουν «επενδυτική βαθμίδα».

Πιο αναλυτικά, η EY διεξήγαγε έρευνα στο περιβάλλον στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων με διεθνή παρουσία, με σκοπό να εξετάσει το πώς διαμορφώνονται το επενδυτικό κλίμα και οι προσδοκίες για την μετά-Covid εποχή. Σε αυτό το πλαίσιο, το 2% των ερωτηθέντων επενδυτών, κατονόμασαν την Ελλάδα μεταξύ των χωρών που πιστεύουν ότι θα αποδειχθούν ως οι πλέον ελκυστικές για τις επενδύσεις το 2021, ποσοστό συγκρίσιμο με χώρες που πρωταγωνιστούν στην προσέλκυση των ευρωπαϊκών ‘Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, όπως η Σουηδία (3%) και η Ισπανία (4%).

Την ίδια ώρα, 4% ανέφεραν το ελληνικό πρόγραμμα ανάκαμψης ως ένα από τα πιο αξιόπιστα και φιλικά προς τις επενδύσεις στην Ευρώπη, ποσοστό υψηλότερο από εκείνο που συγκέντρωσαν η Ιρλανδία και η Ουγγαρία (3%), και συγκρίσιμο με τα ποσοστά χωρών, όπως η Τσεχία (5%), η Πολωνία και η Σουηδία (6%), οι οποίες αποτελούν σταθερούς πόλους έλξης επενδύσεων τα τελευταία χρόνια.

Ο οίκος Scope Ratings σημείωσε σε έκθεσή του πως καθώς η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με πιο αργή οικονομική ανάκαμψη λόγω και του νέου lockdown, η κυβέρνηση θα πρέπει επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις για να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τους πόρους του Ταμείου. Αυτό, όπως τονίζει, θα λειτουργήσει θετικά για την αξιολόγηση της χώρας, ενώ προσθέτει πως με τους πόρους του τακτικού κοινοτικού προϋπολογισμού και εκείνους του Ταμείου Ανάκαμψης, η κυβέρνηση έχει περίπου 50 δισ. ευρώ (27% του ΑΕΠ) να προωθήσει σε έργα τα επόμενα χρόνια.

Παράλληλα, η Moody’s επισήμανε πως η συμφωνία για τον μηχανισμό του κράτους δικαίου, μετά την κάμψη των εμποδίων που έθεταν Πολωνία -Ουγγαρία, άνοιξε τον δρόμο για το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, το οποίο είναι πιστωτικά θετικό για τις χώρες που θα επωφεληθούν από τους πόρους του, με την Ελλάδα να ξεχωρίζει.

Ο Marko Mrsnik, επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα στην S&P, υπογράμμισε πάνελ για την ελληνική οικονομία στο πλαίσιο του συνεδρίου της Capital Link ότι αν και πανδημία θα εξακολουθήσει να επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα το πρώτο τρίμηνο του 2021, η κατάσταση θα βελτιωθεί στη συνέχεια, υπό την προϋπόθεση της διανομής του εμβολίου. Υπό αυτό το πρίσμα, επισήμανε ότι η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα της κυβέρνησης που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια χάρη στην πολύ ισχυρή δημοσιονομική της απόδοση. Επιπλέον, ανέφερε ότι η χρηματοδότηση της κυβέρνησης έχει ενισχυθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια του 2020 λόγω του PEPP αλλά και της συμφωνίας «ΕΕ Επόμενης Γενιάς», βάσει της οποίας η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 32 δισεκατομμύρια ευρώ (17% του ΑΕΠ του 2019), εκ των οποίων 19,3 δισεκατομμύρια ευρώ (10% του ΑΕΠ του 2019) σε επιχορηγήσεις.

Η ελκυστικότητα των ελληνικών ομολόγων ήταν ένα από τα θέματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο των funds κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Μάλιστα, ο Morven Jones, επικεφαλής της αγοράς ομολόγων στη Nomura, είπε ότι το 2020 σηματοδότησε ένα ακόμη θετικό έτος εξελίξεων για την Ελλάδα στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, το οποίο ήταν ακόμα πιο αξιοσημείωτο, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις του Covid-19. Για το επόμενο έτος, η αγορά ομολόγων θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί ελκυστική πηγή χρηματοδότησης και επενδύσεων, καθώς η καμπύλη κρατικών αποδόσεων συνεχίζει την ανάπτυξή της, ενώ οι πιθανές αναβαθμίσεις αξιολόγησης θα οδηγήσουν περαιτέρω το μομέντουμ της αγοράς.

Αξίζει να σημειώσουμε πως στο συνέδριο έγιναν περισσότερες από 100 one-to-one διαδικτυακές συναντήσεις με θεσμικούς επενδυτές που εκπροσωπούν μεγάλα ξένα funds με επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα,  με εισηγμένες και μη εισηγμένες εταιρείες, καθώς και με μέλη της ελληνικής κυβέρνησης. Μεταξύ των funds που συμμετείχαν ήταν τα: Allianz Asset Mgmt, Blackrock, Dromeus Capital, Eaton Vance, Fiera Capital, Franklin Templeton, Global Value Investment Corp, KKR Koa Capital Partners, Melqart Asset Management, Neon Capital, Prince Street Capital και Waterwheel. Μεταξύ των διεθνών επενδυτών που έδωσαν το «παρών» ήταν οι Apollo Advisors, BC Partners, CVC Capital Partners, Fortress ,HIP Investment (Blackstone Group), Insight Partners, Oak Hill Advisors και Paulson & Co.

Σε ότι αφορά την τελευταία, ο επικεφαλής της, John Paulson τόνισε την εμπιστοσύνη του στις προοπτικές της Ελλάδας και τις προθέσεις τους να επενδύσει σε ελληνικές μετοχές το 2021. Όπως ανέφερε, η Ελλάδα επωφελείται από μια κυβέρνηση που είναι υπέρ της ανάπτυξης, υπέρ των επενδύσεων, της οποίας οι πολιτικές έχουν προχωρήσει πέρα από την απλή μείωση των φόρων και επεκτείνονται στις μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα. Αυτές οι αναπτυξιακές πολιτικές θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα αυξήσουν το βιοτικό επίπεδο. Μια άλλη θετική πτυχή είναι οι πόροι που θα εισρεύσουν στην οικονομία από το Ταμείο Ανάκαμψης όπως τόνισε. «Για μένα, ο πιο άμεσος τρόπος αύξησης της επενδυτικής μας παρουσίας στην Ελλάδα είναι μέσω μετοχών, συμπεριλαμβανομένων τραπεζικών μετοχών, αλλά ένας άλλος τομέας που φαίνεται πολύ ελκυστικός για όλους τους επενδυτές είναι η αγορά ακινήτων», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Σε ότι αφορά το real estate ειδικότερα, ο Γεώργιος Χρυσικός, Founder, Managing Partner της Grivalia Management σημείωσε σε σχετικό πάνελ πως σαφείς νικητές αυτής της κρίσης θα είναι τα Data Centers, τα υπερπολυτελή θέρετρα, τα ενεργειακά πιστοποιημένα ευέλικτα/ έξυπνα κτίρια γραφείων, τα retail boxes και τα logistics/ ακίνητα αποθήκευσης και τροφοδοσίας. Τα Data Centers είναι το προϊόν του μέλλοντος, καθώς η ζήτηση δεδομένων αυξάνεται εκθετικά. Πολυτελή θέρετρα που προσφέρουν μια απαράμιλλη ποιότητα χώρου, αποκλειστικότητα και  ασφάλεια, ήταν οι ξεκάθαροι νικητές αυτό το καλοκαίρι και θα συνεχίσουν να προηγούνται. Παρά την τηλεργασία, υπάρχει ακόμα η ανάγκη για χώρους γραφείων υψηλής ποιότητας, όπως σημείωσε. 

Facebook Comments