Η Θεσσαλονίκη απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη. Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να ενημερωθεί κάποιος για την ηλικία των βασικών έργων υποδομής της πόλης. 

Στη σημερινή τους μορφή και έκταση παραθέτω τις χρονολογίες ολοκλήρωσης των πιο σημαντικών από αυτά τα έργα. Πανεπιστημιούπολη το 1960, Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1937, Αρχαιολογικό μουσείο και το Παλαι ντε Σπορ το 1962, τα γήπεδα Τούμπα και Καυτατζόγλειο το 1960, ο σιδηροδρομικός σταθμός το 1961, νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ το 1961 και Ιπποκράτειο το 1985.

Στο πέρασμα των χρονών όλες οι εγκαταστάσεις και υποδομές έχουν αναβαθμιστεί ή αναπτυχθεί στο μέγιστο επιτρεπόμενο βαθμό ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ολοκληρωθεί το νοσοκομείο Παπαγεωργίου, η περιφερειακή οδός και άλλα έργα δευτερεύουσας σημασίας για το γενικό πληθυσμό όπως το Μέγαρο Μουσικής, το Δημαρχείο κ.α. Από τη δεκαετίας του 80 μέχρι τις μέρες μας η πόλη όπως ακριβώς και η χώρα μας θα γνωρίσει μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση χρέους που θα τη διαδεχτεί μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση. Η ανεργία αυξάνεται, επιχειρήσεις κλείνουν ή μετεγκαθίστανται σε γειτονικές χώρες που αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς και οι πιο μορφωμένοι και ικανοί νέοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό.

Με άλλα λόγια, η πόλη έχει χάσει εν πολλοίς τη δυνατότητα να αναπτύσσεται προσελκύοντας νέες επενδύσεις, νέο εργατικό δυναμικό και τουρίστες – επισκέπτες ενώ οι περισσότερες υποδομές δείχνουν πλέον τα σημάδια της ηλικίας τους. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης αποτελεί διαχρονικά πυλώνα ανάπτυξης για την επιχειρηματική ζωή της πόλης καθώς στο πέρασμα του χρόνου, δεκάδες χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσει έχουν βασίσει τη βιωσιμότητα, την ανάπτυξη και τη διεθνοποίηση τους μέσα από συμμετοχές στη συγκεκριμένη έκθεση ή σε κάποια από τις κλαδικές που διοργανώνονται ετησίως.

Ως εκθεσιακό κέντρο δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει τον παγκόσμιο εκθεσιακό ανταγωνισμό και σίγουρα απαιτείται ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση της έκθεσης. Το 2013 η ΔΕΘ πραγματοποίησε συγκριτική μελέτη βιωσιμότητας που έδειξε ότι βέλτιστη λύση η παραμονή και ανάπλαση του υπάρχοντος χώρου καθώς ελλείψει κεφαλαίων, υποδομών και χρόνου, η μετέγκατασταση της κρίνεται ανέφικτη. Την τεχνοκρατική αυτή θέση ασπάζεται και η πλειονότητα των πολιτών καθώς η έκθεση είναι συνυφασμένη και με την κοινωνική ζωή του τόπου, προσφέροντας ευχάριστες εμπειρίες και αναμνήσεις διαχρονικά.

Η ανάπλαση της Δ.Ε.Θ εντάσσεται σε ένα πλέγμα έργων και παρεμβάσεων που είτε εξελίσσονται είτε προγραμματίζονται για τη Θεσσαλονίκη (αεροδρόμιο, λιμάνι, μετρό, νέα περιφερειακή οδός Fly Over, Στρατόπεδο Παύλου Μελά, Μουσείο Ολοκαυτώματος, θαλάσσιο αστικό μέτωπο, αναπλάσεις πλατειών, επέκταση παλαιάς παραλίας, ανάπλαση της πλατείας Αριστοτέλους κ.α.

Ωστόσο η ανάπλαση αποτελεί όπως και όλα τα έργα υποδομής, σημείο αντιπαράθεσης και πολιτικής εκμετάλλευσης από μεμονωμένους, κοινωνικές ομάδες και πολιτικές ενώσεις που αν και αυτοαποκαλούνται προοδευτικοί, διαχρονικά εναντιώνονται σε κάθε συλλογική προσπάθεια πραγματικού εκσυγχρονισμού.

Καθώς το 2021 βρισκόμαστε σε ένα ακόμη κρίσιμο σταυροδρόμι, οφείλουν όλοι οι εμπλεκόμενοι να στηρίξουν την αποφασιστικότητα της διοίκησης του Δήμου αλλά και της κυβέρνησης να βάλουν ξανά τη Θεσσαλονίκη στις ράγες της ανάπτυξης, το συντομότερο δυνατό και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.

Facebook Comments