Το μπαράζ εκθέσεων και σχολίων των επενδυτικών οίκων και των οίκων αξιολόγησης συνεχίζεται επιβεβαιώνοντας ότι το «άνοιγμα» της οικονομίας και η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν τους δύο μεγάλους καταλύτες που ξαναζωντανεύουν το ελληνικό αφήγημα της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο έβαλε στον «πάγο» το ξέσπασμα της πανδημίας, ενώ δείχνουν πως ενώ οι προκλήσεις – τώρα που βλέπουμε το φως στο τούνελ της πανδημίας– συνεχίζονται, η Ελλάδα έχει τα «όπλα» να ξεχωρίσει προσελκύοντας τα βλέμματα αλλά και τα κεφάλαια των επενδυτών. Οι αναβαθμίσεις των εκτιμήσεων για την πορεία την ανάκαμψης ξεκίνησαν και αυτή είναι μόνο η αρχή…

Η Κομισιόν ήδη προχώρησε στην αναβάθμιση των εκτιμήσεών της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα, και συνυπολογίζοντας τις εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης βλέπει πλέον ανάπτυξη 4,1% φέτος και 6% το 2022 σε σύγκριση με 3,5% και 5% αντίστοιχα πριν, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν και ανάλογες κινήσεις από επενδυτικούς οίκους, ειδικά εάν το στοίχημα του τουρισμού φανεί πως κερδίζεται. Σε έκθεση της η Citigroup σημείωσε πως το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης έχει καλές πιθανότητες να πετύχει στους κύριους στόχους του, με την αύξηση του ΑΕΠ το 2021-2026 να είναι σημαντική, ενώ τόνισε πως υπάρχει μεγάλο περιθώριο για επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα. Η αμερικάνικη τράπεζα προχώρησε σε αναβάθμιση των προβλέψεών της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομία, τοποθετώντας την στο 4,1% από 3,7% πριν το 2021, και στο 6,5% από 5,9% πριν, το 2022.

Μπορεί ο οίκος Moody’s να μην προχώρησε την Παρασκευή στην προγραμματισμένη αξιολόγησή του για την Ελλάδα, ωστόσο η αναβολή είναι συχνή κίνηση του οίκου όταν θεωρεί πως αναμένονται σημαντικές εξελίξεις γύρω από την οικονομία. Σε ανάλογη κίνηση… μη ανακοίνωσης νέας αξιολόγησης είχε προχωρήσει και τον Σεπτέμβριο του 2018 ενώ στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 2019 προχώρησε σε διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας. Και το 2017 είχε δημοσιεύσει μόνο μία αξιολόγηση για τη χώρα μας ωστόσο χρειάστηκε να περιμένουμε έως τον Φεβρουάριο του 2018 για να δούμε και τότε διπλή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας.

Ο οίκος το τελευταίο διάστημα έχει δώσει πολλά σήματα εμπιστοσύνης για τις προοπτικές της χώρας μας, δείχνοντας πως τα καλά νέα από το μέτωπο των ratings δεν θα αργήσουν να φανούν. Όπως τόνισε σε έκθεσή του, η πλήρης απορρόφηση και αποτελεσματική χρήση των πόρων του Ταμείο Ανάκαμψης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στην επόμενη επταετία θα δώσουν ώθηση 1% στην ανάπτυξη του ΑΕΠ ετησίως και σωρευτική μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κατά 14,5%. Οι πόροι αυτοί όπως τόνισε, θα επιταχύνουν τις επενδύσεις ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξη, μειώνοντας το χρέος και βελτιώνοντας τις συνθήκες εξυπηρέτησής του.

Από την πλευρά της η Bank of America, η οποία παρακολουθεί στενά τη χώρα μας, σημείωσε πως οι λόγοι αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολλοί , χάρη και στο Ταμείο Ανάκαμψης, επισημαίνοντας πάντως πως οι προκλήσεις είναι αρκετές και απαιτούν την ισχυρή πολιτική δέσμευση και τη συνεχή επαγρύπνηση των αρχών. Η αμερικάνικη τράπεζα αναβάθμισε τις εκτιμήσεις για την πορεία της ανάπτυξης της Ελλάδας, ενσωματώνοντας τις λεπτομέρειες του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, τις τελευταίες εξελίξεις με το «άνοιγμα» της οικονομίας καθώς και τα συμπεράσματα από διήμερο επαφών που είχε με πελάτες της, υψηλόβαθμους αξιωματούχους της ελληνικής κυβέρνησης, την ΤτΕ, τον ΟΔΔΗΧ, επιχειρηματίες καθώς και τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Έτσι, πλέον βλέπει ανάπτυξη 3,4% το 2021 από 2,7% πριν, ενώ για το 2022 εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα εκτοξευθεί κατά 5,7% (από 5,4% που πρόβλεπε πριν) επισημαίνοντας πως ο αντίκτυπος των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα προσθέσει αύξηση στην ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 0,2% και 0,3% αντίστοιχα το 2021 και το 2022. Παράλληλα εκτιμά πως η επιστροφή στην (νέα, μετά Covid) κανονικότητα θα επιτευχθεί στο δ’ τρίμηνο του έτους.

Θετικά μηνύματα έχουμε και από το μέτωπο των ελληνικών ομολόγων, με διθυραμβικά σχόλια από την διεθνή τύπο, καθώς οι αποδόσεις τους – παρά τις πιέσεις του τελευταίου διαστήματος που έχουν προκαλέσει στην αγορά ομολόγων της ευρωζώνης γενικότερα οι φόβοι γύρω από τον πληθωρισμός αλλά και τα σενάρια περί μείωση του ρυθμού αγοράς assets της ΕΚΤ υπό το PEPP από το καλοκαίρι – είναι πλέον χαμηλότερες από τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων και μάλιστα α σε όλες τις διάρκειες στρώνοντας το έδαφος ακόμα έξοδο στις αγορές άμεσα.

Σε αυτό, δίχως αμφιβολία έχει παίξει σημαντικό ρόλο η στήριξη της ΕΚΤ η οποία υπερκαλύπτει τις αποδόσεις ομολόγων του ΟΔΔΗΧ. Όπως σημείωσε και το τμήμα οικονομικής ανάλυσης και επενδυτικής στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς σε έκθεσης του το ελληνικό spread χωρίς την ΕΚΤ θα ήταν σχεδόν τριπλάσιο. Πιο αναλυτικά, εξετάζοντας  το «δίκαιο» επίπεδο του ελληνικού spread, το οποίο διαμορφώνεται στις 114 μονάδες βάσης, τόνισε πως η ποσοτική εκτίμηση μιας δίκαιης τιμής βρίσκεται στις 108 μ.β λαμβάνοντας υπόψη και την ώθηση που δίνει στα ελληνικά ομόλογα το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ. Άλλοι παράγοντες βελτίωσης της δίκαιης τιμής, όπως αναφέρει η τράπεζα, είναι η υψηλότερη διάθεση για επενδυτικό ρίσκο και οι προβλέψεις για σημαντική οικονομική ενίσχυση από το Ταμείο ανάκαμψης όπως αντικατοπτρίζεται στους θεμελιώδης παράγοντες του στατιστικού μοντέλου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί, όπως επισήμανε, πως χωρίς την υπερκάλυψη κατά 1.4 φορές της εκδοτικής δραστηριότητας του ΟΔΔΗΧ από την ΕΚΤ, η «δίκαιη» τιμή για το 10ετές spread θα διαμορφωνόταν τουλάχιστον 200 μ.β υψηλότερα στις 308 μ.β.

Πάντως τα όπλα των ελληνικών ομολόγων είναι αρκετά, δεν είναι μόνο η ΕΚΤ. Όπως τόνισε η  BofA στους παράγοντες που στηρίζουν τις επιδόσεις τους είναι και το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν «αγοραστές έσχατης λύσης», δεδομένης της επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων ως εγγύηση για πράξεις της ΕΚΤ. Επιπλέον, η πρόοδος προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και / ή μια μόνιμη επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων για τις πράξεις της ΕΚΤ θα μπορούσαν να προσφέρουν περαιτέρω στήριξη. Μία τέτοια πρόοδος θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν η Ελλάδα διατηρήσει τα ταμειακά της διαθέσιμα (στα 33 δισ. ευρώ σήμερα), εάν αποπληρώσει μέρος των δανείων των ευρωπαϊκών δανείων που έλαβε στο πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου (GLF) και εάν υπάρξει σημαντική περαιτέρω μείωση των NPEs των ελληνικών τραπεζών.

Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία, που ήταν ψηλά στη λίστα των μεγάλων «χαμένων» από το σοκ που προκάλεσε η Covid-19 το 2020, θα είναι ίσως η μεγαλύτερη νικήτρια της επανεκκίνησης, κυρίως καθώς το ισχυρό μειονέκτημα του περασμένου έτους, που είναι ο τουρισμός, γίνεται το μεγάλο πλεονέκτημα από φέτος και στο εξής. Παράλληλα, οι πόροι της Ε.Ε. αναμένεται να ωθήσουν την αναπτυξιακή δυναμική στην επόμενη 7ετία, με το 2022 να αποτελεί το έτος-ορόσημο από πλευράς αύξησης του ΑΕΠ. Η κρίση της πανδημίας τελικά – χωρίς βέβαια να ξεχνάμε το πιο σημαντικό, το μεγάλο «κόστος» των θανάτων – αποτέλεσε μία χρυσή ευκαιρία για τη χώρα…

Facebook Comments