Στις μόλις 98 μονάδες βάσης έχει συρρικνωθεί το spread μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, η διαφορά δηλαδή των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων των δύο χωρών, και στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2008 και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ένα γεγονός το οποίο οφείλεται τόσο στη σωστή διαχείριση του ελληνικού χρέους όσο και στη σημαντική μείωση του ρίσκου της Ελλάδας στα “μάτια” των επενδυτών.

Ασφαλώς η επιλεξιμότητα των ελληνικών τίτλων στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωση PEPP της ΕΚΤ έχει βοηθήσει στο να κρατηθούν οι ελληνικές αποδόσεις σε χαμηλά επίπεδα, ωστόσο, όπως επισημαίνουν όλοι οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι, η Ελλάδα έχει πολλούς άλλους… άσσους στο μανίκι, οι οποίοι αφορούν τόσο το προφίλ του ελληνικού χρέους όσο και την “έξυπνη” στρατηγική του ΟΔΔΗΧ και του οικονομικού επιτελείου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κρατώντας υψηλά τα ταμειακά διαθέσιμα, βγαίνοντας συχνά στις αγορές με ιστορικά χαμηλές αποδόσεις, και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους.

Παρά τα δύο sell-off που έχουν χτυπήσει την αγορά ομολόγων της ευρωζώνης γενικότερα αυτό το έτος, τον Φεβρουάριο και τον Απρίλιο-Μάιο, οδηγώντας τις αποδόσεις μακριά από τα ιστορικά χαμηλά που είχαν αγγίξει σε πολλές περιπτώσεις, τα ελληνικά ομόλογα έχουν καταφέρει να ξεχωρίσουν σημειώνοντας μικρότερη άνοδο σε επίπεδο αποδόσεων έναντι άλλων χωρών, όπως έναντι της Γερμανίας και της Ιταλίας. Αξίζει να σημειωθεί πως οι πιέσεις στην αγορά φέτος έχουν ωθήσει τη Γερμανία να “φλερτάρει” με το 0% μετά από δύο χρόνια περίπου αρνητικών αποδόσεων και έχουν συρρικνώσει σημαντικά τον αριθμό των ομολόγων στην ευρωζώνη αλλά και διεθνώς που φέρουν αρνητικό επιτόκιο.

Αυτή τη στιγμή μόνο τα 10ετή ομόλογα σε Γερμανία, Ολλανδία και Ελβετία έχουν αρνητικές αποδόσεις σε σύγκριση με πάνω από 10 χώρες που είχαν αρνητικά επιτόκια πριν μερικούς μήνες. Επιπλέον, τα ελληνικά ομόλογα σε όλες τις διάρκειες έχουν αρνητικό spread έναντι των αντίστοιχων ιταλικών, που σημαίνει ότι οι αποδόσεις τους είναι χαμηλότερες. Σήμερα η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου διαμορφώνεται στο 0,831% ενώ το yield στο αντίστοιχο ιταλικό 10ετές διαμορφώνεται στο 0,938% και στο γερμανικό στο -0,1570%.

Αν και η απόδοση ενός κρατικού ομολόγου είναι ένας σημαντικός “δείκτης” για τους επενδυτές που κυνηγούν τις αποδόσεις,  ωστόσο το spread αποτελεί έναν πολύ καλύτερο δείκτη σε ό,τι αφορά το πώς αξιολογούν οι επενδυτές το χρέος μιας χώρας, τις προοπτικές της αλλά και τον κίνδυνο έναντι άλλων χωρών.

Η σημαντική αυτή συρρίκνωση του ελληνικού spread συνεπώς δεν συνάδει με την αξιολόγηση της χώρας από τους οίκους και σίγουρα “δείχνει” μία χώρα η οποία ανήκει στην επενδυτική βαθμίδα. Τουλάχιστον, η διαχείριση του χρέους και της ρευστότητάς της είναι ανάλογη μιας ώριμης αγοράς και αυτό το έχει ήδη αναγνωρίσει η Moody’s η οποία αξιολογεί το προφίλ ρευστότητας της Ελλάδας με  “Α”. Αυτό συμφώνα με τον οίκο, υποδηλώνει την απουσία κινδύνων γύρω από τη χρηματοδοτική θέση της χώρας, κάτι που αντικατοπτρίζει την επιλεξιμότητα στο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της ελληνικής κυβέρνησης και την πολύ μακρά μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, στα μεγάλα “όπλα” των ελληνικών ομολόγων τοποθετούνται η στήριξη της ΕΚΤ η οποία συνεχίζει να υπερκαλύπτει τις εκδόσεις του ΟΔΔΗΧ, το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν “αγοραστές έσχατης λύσης” κάτι το οποίο τα κάνει ελκυστικά και για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, η πρόοδος που έχει σημειωθεί προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, και η σημαντική ώθηση που αναμένεται να δώσει το Ταμείο Ανάκαμψης στο ελληνικό ΑΕΠ.

Παράλληλα, όπως αναφέρουν η πρόοδος προς τη μόνιμη επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων για τις πράξεις της ΕΚΤ –το οποίο και αποτελεί ένα από τους βασικούς στόχους του οικονομικού επιτελείου όπως έχει δηλωθεί– θα μπορούσε να προσφέρει περαιτέρω στήριξη στην αγορά. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ο δείκτης χρέους προς/ΑΕΠ της Ελλάδας κινείται άνω του 200%.

Αυτό που έχει σημασία για τους οίκους και για τους επενδυτές δεν είναι το ύψος του ελληνικού χρέους αλλά η βιωσιμότητα του και η ικανότητα εξυπηρέτησής του, δύο στοιχεία τα οποία θεωρούνται “εξασφαλισμένα”. Όπως σημειώνει και η Deutsche Bank σε note της, από τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους διακρατείται από τον “επίσημο” τομέα (θεσμοί, κεντρικές τράπεζες), ο παραδοσιακός δείκτης χρέος/ ΑΕΠ δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο πια.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments