Στα χέρια των τραπεζικών μετοχών αλλά και των θεσμικών επενδυτών βρίσκονται τα κλειδιά που θα ανοίξουν την πόρτα των 1.000 μονάδων για το Χρηματιστήριο Αθηνών, ένα επίπεδο που έχει να δει η αγορά από το 2014 και το οποίο έχει όλα τα όπλα να διεκδικήσει και πάλι. Οι εκθέσεις των διεθνών οίκων τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για το Χ.Α. και τις τράπεζες μόνο θετικές είναι το τελευταίο διάστημα, παρόλα αυτά ο Γενικός Δείκτης, λόγω και της επενδυτικής άπνοιας, δεν έχει αρπάξει αυτήν την ευκαιρία.

Σημαντικό καταλύτη για την πορεία του Χ.Α. αποτέλεσε και αποτελεί ο τραπεζικός κλάδος, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι έχει μειώσει ρυθμούς το τελευταίο διάστημα, συνεχίζει να καταγράφει από τα υψηλότερα κέρδη διεθνώς από τα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, όταν τα εμβόλια μπήκαν στην “εξίσωση” των αγορών. Συγκεκριμένα, ο τραπεζικός δείκτης έχει σκαρφαλώσει το τελευταίο εννεάμηνο, και από τα χαμηλά 52 εβδομάδων όπου βρέθηκε (234 μονάδες), κατά 138%, ενώ το ίδιο διάστημα ο Γενικός Δείκτης έχει αυξηθεί κατά 57%.

Παράλληλα, το μεγάλο ζητούμενο για το Χ.Α. είναι η ενίσχυση του τζίρου και άρα του επενδυτικού ενδιαφέροντος, με τους αναλυτές να εκτιμούν πως η εικόνα θα αλλάξει – παρά το διάλειμμα που επέβαλαν η Δέλτα, η καλοκαιρινή ραστώνη αλλά και η αφαίμαξη ρευστότητας λόγω των ΑΜΚ και των εκδόσεων ομολόγων– και σύντομα αναμένεται να αυξηθούν οι εισροές των ξένων επενδυτών.

Διεθνείς οίκοι και εγχώριοι αναλυτές βλέπουν σημαντική μείωση των ανησυχιών των επενδυτών γύρω από τις ελληνικές τράπεζες, εκτιμώντας πως οι αποτιμήσεις τους θα κινηθούν υψηλότερα το επόμενο διάστημα και θα «ισοφαρίσουν» αυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Στα πολύ σημαντικά βήματα που έχουν σημειωθεί στο μέτωπο της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με το σύνολο του κλάδου να οδεύει σε μονοψήφιο δείκτη NPE στις αρχές του 2022, την πρόοδο στην εκτέλεση των επιχειρηματικών και μετασχηματιστικών σχεδίων και στα πλεονεκτήματα που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης, δίνοντας τη δυνατότητα για σημαντική πιστωτική επέκταση τα επόμενα χρόνια, προστέθηκαν τις τελευταίες ημέρες άλλοι δύο σημαντικοί καταλύτες. Η λύση που δόθηκε από την ΕΚΤ στο «αγκάθι» της αναβαλλόμενης φορολογίας, η οποία αν και δεν επιλύει το θέμα της ποιότητας κεφαλαίων, καθώς συνεχίζουν να αποτελούν πάνω από το 50% των εποπτικών κεφαλαίων του κλάδου και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω λόγω των τιτλοποιήσεων που θα συνεχιστούν, ωστόσο διασφαλίζει το ότι οι μέτοχοι δεν θα υποστούν dilution, σε συνδυασμό με το θετικό αποτέλεσμα στα stress tests, ενισχύει ακόμη περισσότερο την επενδυτική περίπτωση του κλάδου. 

Οι BNP Paribas και η Axia Research χαρακτήρισαν θετική έκπληξη η οποία εκμηδενίζει τις όποιες ανησυχίες υπήρχαν σχετικά με την κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών, ανοίγοντας των δρόμο προς την ομαλοποίηση τους και ενισχύοντας έτσι το επενδυτικό τους αφήγημα, τα αποτελέσματα των stress tests της Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας. Ακόμη και υπό το δυσμενές σενάριο το οποίο είναι ακραίο και δεν έχει λάβει υπόψη τους τις κεφαλαιακές δράσεις στις οποίες έχει προχωρήσει ο κλάδος το τρέχον έτος – καθώς λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του τέλους του 2020 – οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται πιο ανθεκτικές από αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες και ακόμη από  «κολοσσούς» όπως η Deutsche Bank, η Société Générale και η Sabadell.

Ανάλογα μηνύματα στήριξης έστειλαν και οι οίκοι αξιολόγησης Moodys και S&P. Η S&P διαπίστωσε ότι οι ελληνικές τράπεζες αποδείχθηκαν ανθεκτικές κάτι που αναμφίβολα οφείλεται στη μεγάλη πρόοδο που έχουν σημειώσει στο μέτωπο της μείωσης των κόκκινων δανείων, μία εξέλιξη που έχει κάνει τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο πιο ισχυρό. Από την πλευρά της η Moody’s τόνισε ότι η επάρκεια των εποπτικών κεφαλαίων θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να υλοποιήσουν τα πλάνα αναδιάρθρωσης που θα μειώσουν τα εναπομείναντα προβληματικά δάνεια βελτιώνοντας την κερδοφορία. Επίσης σημείωσε ότι τα αποτελέσματα των stress test δείχνουν πως οι ελληνικές τράπεζες επιστρέφουν σταδιακά στην κανονικότητα.

Σημαντικό σήμα προς τους  επενδυτές έστειλε ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings, επικροτώντας την πρόοδο που έχει σημειωθεί στα επιχειρηματικά σχέδια των ελληνικών τραπεζών και τονίζοντας πως πλέον εκτιμά ότι θα επιτύχουν μονοψήφιους δείκτες NPEs εντός του 2022, μία πρόβλεψη την οποία κάνει για πρώτη φορά, και όλα αυτά χάρη  στο σχέδιο «Ηρακλής» και στις πρόσφατες ενέργειες κεφαλαιακής που ενίσχυσης που έχουν γίνει οι οποίες και περιορίζουν σημαντικά τους κινδύνους εκτέλεσης των σχεδίων derisking για όλες τις ελληνικές τράπεζες.

Σύμφωνα με τους αναλυτές σημαντικός καταλύτης για τις τράπεζες είναι και το ελληνικό σχέδιο απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων είναι από τα πιο μελετημένα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, στοχεύοντας σε πιστωτική επέκταση 40 δισ. ευρώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια και ανάπτυξη περίπου 3%-4% στο ΑΕΠ κάθε χρόνο, καθιστώντας τα σχέδια των τραπεζών για διψήφιες αποδόσεις κεφαλαίων πιο ρεαλιστικά, ενώ εκτιμάται ότι οι εκταμιεύσεις νέων δανείων θα κινηθούν πάνω από τα 20 δισ. ευρώ ετησίως τα επόμενα χρόνια.

Ως αποτέλεσμα αναμένουν ότι οι ανησυχίες των επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες θα μετριαστούν και οι δείκτες αποτίμησης θα συγκλίνουν με αυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Σε ότι αφορά το… φλέγον ζήτημα του τζίρου, από τον Σεπτέμβριο εκτιμάται ότι θα… λυθεί. Όπως σημείωσε η HSBC, μπορεί το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για τις ελληνικές μετοχές να είναι χαμηλό, όταν ωστόσο αναπτυχθεί το θετικό αφήγημα σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής αγοράς, υπάρχει αρκετός χώρος για σημαντική ενίσχυση της ρευστότητας. Η Eurobank Equities από την πλευρά της εκτιμά πως η πρόσφατη επιβράδυνση της συναλλακτικής δραστηριότητας είναι προσωρινή, λόγω των ανησυχιών για την πανδημία αλλά και του κύματος ομολογιακών εκδόσεων και ΑΜΚ που προηγήθηκε. Όπως υπολογίζει, ο τζίρος θα ανεβάσει ρυθμούς και πάλι από τον Σεπτέμβριο, καθώς η αγορά θα αρχίσει να επικεντρώνεται στις θετικές προοπτικές της οικονομίας.

Και κατά την Euroxx η συναλλακτική δραστηριότητα θα ανεβάσει ρυθμούς, ενώ όπως εκτιμά, θα ενισχυθεί η κεφαλαιοποίηση της αγοράς, με τις ελληνικές επιχειρήσεις να είναι πιο πρόθυμες να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου και σε IPOs. Παράλληλα, βλέπει την επιστροφή του Χ.Α. στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, κάτι που θα αποτελέσει ισχυρό καταλύτη για την αγορά.

Facebook Comments