Ευκαιρίες αλλά και κινδύνους για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και για την Ελλάδα φέρνει η δημοσιονομική χαλάρωση διαρκείας που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν τις οικονομίες τους εν μέσω της πανδημίας, τη στιγμή που η μετάλλαξη Δέλτα μπορεί να απαιτήσει νέα τόνωση, ενώ ήδη έχει αποφασιστεί η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. για ένα ακόμη έτος και έως το 2023.

Σύμφωνα με τους διεθνείς αναλυτές και τους οίκους αξιολόγησης, αν και η παράταση της δημοσιονομικής ευελιξίας ήταν απαραίτητη, ορισμένες χώρες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από άλλες να υποστούν μακροχρόνιες «πληγές», ακόμα και όταν η οικονομία επιστρέψει στην κανονικότητα. Το επίπεδο του δημόσιου χρέους ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής τόνωσης, θα είναι αυξημένο, και στην περίπτωση της Ελλάδας, αν και κρίνεται βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, οι αβεβαιότητες μακροπρόθεσμα παραμένουν.

Μετά από την περίοδο του δημοσιονομικού… whatever it takes, οι κυβερνήσεις της θα αρχίσουν να επαναφέρουν την πολιτική τους στην κανονικότητα, εστιάζοντας στη μείωση του χρέους που προκάλεσε η πανδημία. Μπορεί προς το παρόν η εστίαση να είναι στην ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους, ωστόσο όλοι οι οίκοι έχουν υπογραμμίσει τη σημασία της σταδιακής μείωσης του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ για την αξιολόγηση της Ελλάδας, η οποία «κυνηγά» την επενδυτική βαθμίδα. Για να βρεθεί συνεπώς σε πτωτική τροχιά, η εστίαση θα πρέπει να είναι στον «παρονομαστή», στην ανάπτυξη. Παράλληλα, οι δαπάνες θα πρέπει να είναι στοχευμένες, ώστε να μην δημιουργήσουν μια νέα γενιά εταιρειών «ζόμπι», αλλά να στηρίξουν τομείς που θα ενισχύσουν την ανάκαμψη. Σε όλα αυτά ισχυρό όπλο αποτελεί το Ταμείο Ανάκαμψης, με τη διαχείριση των πόρων του να πρέπει να είναι ουσιαστική και αποτελεσματική.

Όπως τονίζει η S&P, εάν η ανάκαμψη δεν είναι ισχυρή και τα μέτρα «μετρημένα», ο «λογαριασμός» για την ελληνική οικονομία θα είναι υψηλός. Στο βραχυπρόθεσμο διάστημα η ΕΚΤ περιορίζει τα μεγάλα ελλείμματα μέσω ταχέων και ουσιαστικών δράσεων πολιτικής, ωστόσο οι κίνδυνοι για τη μεσομακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών των υπερχρεωμένων χωρών ενδέχεται να αυξηθούν εάν η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ισχυρή ή δεν υπάρξει σταδιακή δημοσιονομική εξυγίανση. Όσον αφορά το τελευταίο, το βασικό επίκεντρο βραχυπρόθεσμα θα είναι η στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης χωρίς τη θέσπιση μέτρων σχετικά με τα έσοδα και τις δαπάνες, που θα επηρεάσουν αρνητικά την υποκείμενη διαρθρωτική δημοσιονομική θέση, η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας αποτέλεσε και ένα από τα «όπλα» της στο πλαίσιο της πιστοληπτικής αξιολόγησής της. Η επιδείνωση του διαρθρωτικού ισοζυγίου του προϋπολογισμού θα μπορούσε να καταστήσει δυσκολότερη την εξυγίανση του προϋπολογισμού καθώς και τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, καταλήγει η S&P.

Παρά την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας το 2021, τα ελλείμματα στις περισσότερες χώρες θα είναι το ίδιο υψηλά όπως το 2020 ή και υψηλότερα. Ωστόσο, στη συνέχεια η κατάσταση θα αλλάξει, με τις περισσότερες χώρες να σημειώνουν δραστικές μειώσεις ελλειμμάτων το 2022 και τις κυβερνήσεις να εστιάζουν στη μείωση του χρέους και τη βιωσιμότητά του.

Κατά την άποψη της Société Générale, ορισμένες χώρες (Ιταλία, Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό η Ισπανία) στοχεύουν σαφώς στη μεγιστοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης χρησιμοποιώντας τα περισσότερα από τα διαθέσιμα ποσά δανείων, ενισχύοντας έτσι την αύξηση του ΑΕΠ. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η μείωση του χρέους της COVID-19 θα προέλθει από τη δημοσιονομική προσαρμογή. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γαλλικής τράπεζας, και υποθέτοντας ότι η Ελλάδα επιστρέφει στα προ COVID επίπεδα ονομαστικής ανάπτυξης, θα πρέπει να «τρέξει» πρωτογενή πλεονάσματα 2% έως το 2035 για να φέρει τον δείκτη χρέους στα προ πανδημίας επίπεδα. Και η επιχορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν θα είναι αρκετές για την αντιστάθμιση αυτής της δημοσιονομικής λιτότητας

Στο πιο βραχυπρόθεσμο διάστημα, μία νέα δημοσιονομική «παγίδα» φαίνεται να στήνει ωστόσο και η μετάλλαξη Δέλτα. Οι χαμηλοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές στις ευρωπαϊκές χώρες υποδηλώνουν πως οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας που πιθανώς θα φέρει το νέο κύμα της πανδημίας, θα οδηγήσει σε νέα αύξηση των δεικτών χρέους και θα ασκήσει πιέσεις στα κρατικά ταμεία, όπως εκτιμά ο οίκος αξιολόγησης Moody’s. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες και βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, έχουν χρησιμοποιήσει τη δημοσιονομική πολιτική για την στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης, ενώ στην ευρωζώνη ειδικότερα, εναποθέτουν τις ελπίδες τους ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα και τις δαπάνες τα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα ωστόσο με τον οίκο Moody’s, εάν προκύψουν περαιτέρ0000ω αρνητικά σοκ ή η ανάκαμψη της οικονομίας είναι χαμηλότερη από ότι έχει προβλεφθεί, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορεί να εξετάσουν το ενδεχόμενο να παράσχουν περαιτέρω δημοσιονομικά κίνητρα πέρα από τα ήδη ανακοινωθέντα σχέδια.

Οι υψηλότερες κυβερνητικές δαπάνες μπορεί να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη, αλλά ο αντίκτυπος στους δείκτες του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ θα εξαρτηθεί από το πόση πρόσθετη ανάπτυξη δημιουργεί στην οικονομία η επιπλέον δαπάνη, από τον γνωστό «δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή» δηλαδή, τον οποίο ο οίκος υπολογίζει ότι είναι χαμηλός, ακόμα και στις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γερμανία. 

Ως αποτέλεσμα, όπως εκτιμά η Moody’s, η περαιτέρω δημοσιονομική τόνωση που θα χρηματοδοτηθεί από το χρέος, είναι πιθανό να αυξήσει τους δείκτες χρέους / ΑΕΠ, αντί να τους μειώσει. Δεδομένης της ήδη σημαντικής αύξησης του δημόσιου χρέους που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας τους τελευταίους 18 μήνες, αυτό θα ενισχύσει τις πιστωτικές πιέσεις στους κρατικούς ισολογισμούς.

Facebook Comments